Τα νέα ζευγάρια στην Ελλάδα τεκνοποιούν σε μεγαλύτερες ηλικίες

Τα νέα ζευγάρια, όχι μόνο τείνουν να τεκνοποιούν σε όλο και μεγαλύτερες ηλικίες (γύρω στα 29,5 χρόνια), αλλά περιορίζουν συνεχώς και τον αριθμό των παιδιών που φέρνουν στον κόσμο. Αυτό τουλάχιστον διαπιστώνεται από στοιχεία που έχει συγκεντρώσει το Εργαστήριο Δημογραφικών και Κοινωνικών Αναλύσεων του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, που μελετά- μεταξύ άλλων- τη γονιμότητα των Ελληνίδων, αλλά και τα πρότυπα της γαμηλιότητας.

Στους δύο αυτούς παράγοντες (περισσότερο όμως στον πρώτο), αποδίδεται από τους ειδικούς η “κατάρρευση” των ετήσιων δεικτών γονιμότητας, την περίοδο 1980-1995, καθώς και η σταθεροποίησή τους στη συνέχεια (1995-2005), σε επίπεδο όμως που σίγουρα δεν επιτρέπουν την αναπαραγωγή των γενεών (1,3 -1,4 παιδιά/ γυναίκα). Αυτό επισημαίνει, με δηλώσεις του στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Βύρων Κοτζαμάνης, Καθηγητής Δημογραφίας, Διευθυντής του Εργαστηρίου Δημογραφικών και Κοινωνικών Αναλύσεων και Διευθυντής του Ελληνογαλλικού Μεταπτυχιακού Προγράμματος Σπουδών, Πανεπιστημίου Θεσσαλίας.

Από τα στοιχεία προκύπτει ότι η γονιμότητα στην Ελλάδα (δηλαδή ο μέσος αριθμός παιδιών/γυναίκα) έχει ταχύτατα συρρικνωθεί ανάμεσα στις γενεές των τελευταίων δεκαετιών του 19ου αιώνα (γύρω στα 5 παιδιά) και σε αυτές του μεσοπολέμου (μόλις 2,3 παιδιά), ενώ τα διαθέσιμα δεδομένα αφήνουν να διαφανεί μια αργόσυρτη τάση για την περαιτέρω μείωσή της.

Εξάλλου, από τη μελέτη των προτύπων γαμηλιότητας προκύπτει ότι οι ανακατατάξεις στη γονιμότητα των Ελληνίδων είναι άμεσα συνδεδεμένες και με τις αλλαγές στα πρότυπα γαμηλιότητάς τους. “Διαπιστώνουμε έτσι, ότι μετά από μια τριακονταετία έντονης και πρώιμης γαμηλιότητας (1955-1985) οι δείκτες των πρώτων γάμων συρρικνώνονται, ενώ παράλληλα η μέση ηλικία ανέρχεται, αγγίζοντας τα τελευταία χρόνια τα 31 έτη για τους άνδρες και τα 27,5 έτη για τις γυναίκες (28,5 και 24,5 αντίστοιχα γύρω από το 1960)”, διευκρίνισε ο κ. Κοτζαμάνης.

Ανέφερε δε πως, αντιστοίχως, οι διαγενεακοί δείκτες γαμηλιότητας (η ένταση δηλαδή των πρώτων γάμων στις γενεές), αφήνουν να διαφανεί μια αύξηση της γαμηλιότητας στις γυναίκες που γεννήθηκαν μέχρι τα μέσα της πρώτης μεταπολεμικής δεκαετίας, στο βαθμό που στις γενεές του 1930, 85 στις 100 γυναίκες θα συνάψουν έναν πρώτο γάμο, ενώ στις γενεές του 1950-55 μόνον 4-5 στις 100 θα μείνουν άγαμες.

Στις νεότερες όμως γενεές (δηλαδή στις γυναίκες που γεννήθηκαν 1955-1970), οι τάσεις αντιστρέφονται και τα ποσοστά των αγάμων αυξάνονται εκ νέου.

Σε ό,τι αφορά το γάμο και την “εικόνα” του στη σύγχρονη ελληνική κοινωνία, τα στοιχεία έδειξαν ότι αν και οι αλλαγές είναι ταχύτατες και οι τάσεις κοινές με τις υπόλοιπες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι διαφορές παραμένουν παρ’ όλα αυτά έντονες τόσο όσον αφορά την ετήσια όσο και την διαγενεακή γαμηλιότητα.

Ουδέποτε, δηλαδή, προσμετρήθηκαν στην χώρα μας -με εξαίρεση τα δίσεκτα έτη- κάτω από 600 πρώτοι γάμοι επί 1.000 γυναικών (όταν οι ετήσιοι αντίστοιχοι δείκτες στις προαναφερθείσες χώρες τοποθετούνται σταθερά στους 500-550 γάμους επί 1.000 γυναικών), ενώ με το πλέον απαισιόδοξο σενάριο, μόνο το 15% των Ελληνίδων που γεννήθηκαν τη δεκαετία του 1970 θα παραμείνουν άγαμες, όταν στις περισσότερες χώρες της βόρειας και δυτικής Ευρώπης το ποσοστό αυτό αγγίζει πλέον το 40%.

“Η Ελλάδα διαφοροποιείται επομένως ακόμη και σήμερα για την έντονη και πρώιμη γαμηλιότητα και την αντοχή των γάμων στη φθορά, στο βαθμό που η διάλυσή τους αποτελεί ακόμη εξαίρεση”, τόνισε ο κ. Κοτζαμάνης.

Ταυτόχρονα, σύμφωνα με τον ίδιο, οι εκτός γάμου γεννήσεις περιορίζονται σε ένα μικρό τμήμα του πληθυσμού (οι γεννήσεις αυτές αποτελούν ένα πολύ μικρό ποσοστό του συνόλου των γεννήσεων στη μεταπολεμική περίοδο -γύρω στο 2% στις αρχές της δεκαετίας του ’60,-5% τα τελευταία χρόνια) ενώ η συμβίωση που δεν οδηγεί στη σύναψη γάμου αποτελεί σχετικά περιθωριακό φαινόμενο.

Δείτε επίσης