Οι «μαύρες χήρες» και το φαινόμενο των γυναικών-καμικάζι στην Τσετσενία

Μια νέα τρομοκρατική επίθεση, πλήγμα κατά της ειρήνης και των φιλήσυχων πολιτών, συγκλόνισε προχθές τη Μόσχα, από γυναίκες- καμικάζι, που σκόρπισαν τον θάνατο, σε δύο σταθμούς του μετρό της ρωσικής πρωτεύουσας. Τα νεκρά τους σώματα εντοπίστηκαν, λίγο αργότερα, από τις ρωσικές αρχές.

Οι λεγόμενες “μαύρες χήρες”, που τα τελευταία δέκα χρόνια πληθαίνουν στη Ρωσία, πηγαίνουν κόντρα στη “γυναικεία φύση” κι αντί να παράγουν ζωή σκορπούν τον θάνατο, καταρρίπτοντας το συμβατικό πρότυπο της “υποτακτικής και πειθήνιας γυναίκας – μητέρας”. Η εμφάνιση της γυναίκας – καμικάζι προκαλεί τρόμο. Είναι δύσκολο να αντιληφθεί κάποιος ότι, μια γυναίκα μπορεί να σκοτώσει και να σκοτωθεί, προασπιζόμενη τα “πιστεύω” της, επισημαίνουν επιστήμονες.

Ορισμένοι, μάλιστα, εμπειρογνώμονες υποστηρίζουν ότι στην Τσετσενία, ο ρόλος του “καμικάζι” περνά στις γυναίκες, επειδή η γυναίκα εκτιμάται πολύ λιγότερο από τον άνδρα. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο ειδικός για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας Β. Λουτσένκο, μία γυναίκα-καμικάζι “είναι ένα φτηνό και αξιόπιστο όπλο”…

“Στην Τσετσενία, οι άνδρες-μαχητές είναι πιο ακριβοί. Αυτοί μπορούν να επαναχρησιμοποιηθούν”, γράφει ένας άλλος ειδικός σε θέματα τρομοκρατίας.

Οι γυναίκες στην Τσετσενία, που παραδοσιακά, ανά τους αιώνες, ασχολούνται κυρίως με την οικιακή εργασία, αφήνοντας τον πόλεμο για τους άνδρες, σήμερα φαίνεται να έχουν αλλάξει. Αλλά δεν πρόκειται μόνο για τις επονομαζόμενες “μαύρες χήρες”. Οι γυναίκες “μαχήτριες” είναι στην Τσετσενία φαινόμενο, που δεν αφορά μόνο τις χήρες, αυτές δηλαδή που είναι έτοιμες να θυσιάσουν την ίδια τους τη ζωή, δηλώνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο την προσήλωσή τους στις ιδέες για τις οποίες πέθαναν προηγουμένως οι άνδρες, τ’ αδέλφια ή οι γιοι τους (οι λεγόμενες “κρόβνικ”- κροβ στα ρωσικά σημαίνει αίμα-που θυσιάζονται μόνο για εκδίκηση), αλλά και κάποιες που πεθαίνουν και σκοτώνουν μόνο για τα χρήματα. Αυτές -γράφουν αναλυτές- είναι μακριά από την ιδέα της εκδίκησης του αίματος και συχνά δεν είναι μουσουλμάνες.

Όπως χαρακτηριστικά γράφει η εφημερίδα “Komsomolskaya Pravda”, σε σχετικό δημοσίευμά της, “η τρομοκράτισσα Μουζιχόεβα ανέλαβε να πραγματοποιήσει τρομοκρατική επίθεση (2004), όχι από την πίστη, αλλά για ένα σημαντικό ποσό σε ξένο συνάλλαγμα – της υποσχέθηκαν 3.000 δολάρια, εφόσον έμενε ζωντανή”.

Όπως αναφέρεται στα αναλυτικά άρθρα των ρωσικών εφημερίδων, που δημοσιεύτηκαν μετά την τρομοκρατική επίθεση στο Tushino (5 Ιουλίου 2003), καθώς και την αποτυχημένη επίθεση στο εστιατόριο “Εμπίρ” (επίσης, το 2003), οκτώ μήνες μετά την τραγωδία στο θέατρο “Nord-Οst”, έως σήμερα τα αίτια και τα κίνητρα των τρομοκρατών παρουσιάζουν ελάχιστες αλλαγές.

Οι περισσότεροι αναλυτές αποδίδουν τη συμμετοχή των γυναικών στις τρομοκρατικές “αυτοθυσίες” στο όνομα της εκδίκησης των “μαύρων χηρών”, που “δεν έχουν τίποτα να χάσουν, είναι έτοιμες να προβούν σε αντίποινα, ακόμη και με τις ζωές τους”, όπως δημοσιεύεται στην εφημερίδα “Nezavisimaya Gazeta”, ενώ στο άρθρο “Βομβιστές αυτοκτονίας” της “Komsomolskaya Pravda”, αναφέρεται πως οι “μαύρες χήρες” εκδικούνται για τον αδελφό ή τον σύζυγό τους.

Μία άλλη από τις ερμηνείες σχετικά με την είσοδο Τσετσένων γυναικών στο χώρο της τρομοκρατίας δίνει, ωστόσο, μια διάσταση, που έχει να κάνει με την ηθική. Βάσει αυτής, “θυσιάζονται” εκείνες, που σύμφωνα με την ηθική των Τσετσένων “δεν έχουν δικαίωμα να μείνουν στην κοινωνία τους, αυτές που έχουν τη φήμη της ανήθικης, της ‘εύκολης’, της πόρνης”.

Σύμφωνα με τον δημοσιογράφο της “Komsomolskaya Pravda”, που επισκέφθηκε το σπίτι της Muzhihoevoy (σσ. επρόκειτο να κάνει μιά επίθεση στις 10 Ιουλίου και τώρα βρίσκεται στην φυλακή), “το κορίτσι αυτό ήταν πόρνη”.

“Τέτοια συμπεριφορά για μια Τσετσένα ισοδυναμεί με θάνατο. Αργά ή γρήγορα, θα την δολοφονούσαν. Θα την πυροβολούσαν ή θα την έπνιγαν. Αυτή είναι η μοίρα των γυναικών που χάνουν τον σωστό -σύμφωνα με την ηθική- δρόμο. Πολλές φόρες, τις αναγκάζουν να ‘θυσιάζουν’ τη ζωή τους προκειμένου απλώς να τις σκοτώσουν”, αναφέρεται στο σχετικό δημοσίευμα.

Συμφωνά με την Α. Selivanova, που γράφει στην “Komsomolskaya Pravda”, η γυναίκα ως εκτελεστής της τρομοκρατικής πράξης, είναι πολύ επικίνδυνη. “Οι άνδρες -σημειώνει- κατά μέσο όρο, έχοντας μεγαλύτερη ψυχολογική σταθερότητα, εκτιμούν την κατάσταση πιο νηφάλια, αλλά μπορούν την τελευταία στιγμή και να αλλάξουν γνώμη”.

Σημειώνοντας το υψηλό ποσοστό των γυναικών-καμικάζι, σε σχέση με τους άνδρες, οι ψυχολόγοι εξηγούν την τάση αυτή, αποδίδοντάς την και σε μεγαλύτερο φανατισμό των γυναικών. “Φτάνοντας στο τε
λικό στάδιο, η γυναίκα σπάνια θα αλλάξει γνώμη κατω από πίεση των γεγονότων και αλλαγή δεδομένων”, γράφει ο Σελιβάνοφ, ενώ ο αναλυτής Μπορίσοφ επισημάνει ότι η γυναίκα που κρατάει το όπλο είναι πιο επικίνδυνη από τον άνδρα. “Η γυναίκα είναι πιο ευάλωτη στο να την κάνεις ζόμπι”, λέει.

“Η γυναίκα είναι η πηγή του έθνους κι αν η πηγή είναι θολή είναι η ανεπανόρθωτη καταστροφή, είναι ο θάνατος του έθνους”, λέει μια λαϊκή παροιμία των Τσετσένων.

Η εκδότρια του λογοτεχνικού γυναικείου περιοδικού “Νανά”, Ζουμαλάγεβα Λούλα, υποστηρίζει την αθωότητα των γυναικών και λέει ότι, για όλα φταίει ο πόλεμος, η αδικία που αλλάζει τη ζωή όλων των ανθρώπων. Ταυτόχρονα, επισημαίνει: “Η ιστορική παράδοση του λαού της Τσετσενίας προσδιόρισε μια σημαντική θέση για τη γυναίκα. Αυτό φαίνεται από τις λαογραφικές και φιλολογικές πηγές. Στη μυθολογία η γυναίκα είναι η Μητέρα της φωτιάς, αλλά και της ζωής”.

Στην Τσετσένα -ιστορικά- δεν μετρούσε μόνον η εξωτερική ομορφιά, αλλά και ορισμένα, καθαρά αρσενικά χαρακτηριστικά. Η σωστή γυναίκα πρέπει να έχει μια ενεργή θέση στην κοινωνία, να έχει ευφυΐα, θάρρος, επιμονή κι υπομονή, να έχει λόγο, τιμή κι αυτοσυγκράτηση. Επίσης, οι γυναίκες στην Τσετσενία δεν θεωρούνταν κανενός είδους “εμπόρευμα” και δεν αποτελούσαν μέρος κάποιου χαρεμιού. Κάθε γυναίκα στην Τσετσενία ήταν προσωπικότητα. “Η γυναίκα στην Τσετσενία ήταν η πιο ελεύθερη από όλες τις γυναίκες στον Καύκασο και ποτέ δεν θα επέτρεπε τη βωμολοχία, αν και πάντα είχε το δικαίωμα να επικοινωνεί ελεύθερα με τους άνδρες. Η γυναίκα στην Τσετσενία έχει μια καθολική ελευθερία, τέτοια, που δεν είναι ίσως επιτρεπτή τις εποχές εκείνες, σε καμιά γυναίκα σε κανένα κράτος στον κόσμο”, γράφει ένας Γεωργιανός συγγραφέας.

Η γνώμη της μετρούσε στην κοινωνία και όσοι εξύβριζαν τις γυναίκες “πλήρωναν” με αίμα. Ο λαός της Τσετσενίας έχει μια δύσκολη ιστορία και η Τσετσένα πάντα ήξερε να αναλαμβάνει τις ευθύνες.

‘Αραγε, θα καταφέρει ο τσετσενικός λαός να αξιοποιήσει αυτές της αρετές των γυναικών του υπέρ των σκοπών του, ή θα οδηγήσει τη γυναίκα-“φωτιά” στο να “σπέρνει” μόνο τον θάνατο ανάμεσα σε αθώους ανθρώπους, να σκορπά τον φόβο και ν’ αφήνει πίσω της “καμένη γη” από το μίσος, αναρωτιούνται πολλοί αναλυτές.

Δείτε επίσης