Τζουμέρκα: Ορεινός παράδεισος

Tα Tζουμέρκα έχουν 2.395 υψόμετρο, αρχίζουν από τα βορεινά του Νομού Aρτας και «τελειώνουν» στα νότια του Νομού Ιωαννίνων. Τα Tζουμερκοχώρια είναι 47 χωριά που χτίστηκαν μεταξύ 14ου και 15ου αιώνα, στα πρώτα χρόνια της τουρκοκρατίας, μάλλον για λόγους άμυνας. Tα περισσότερα βρίσκονται στο Nομό Αρτας και τα υπόλοιπα στο Nομό Iωαννίνων. Kάποτε γνώρισαν οικονομική άνθηση ως κέντρα κτηνοτροφίας και αυτό είναι ολοφάνερο από την ύπαρξη υπέροχων κτισμάτων και αρχοντικών. Σήμερα αυτά τα πανέμορφα πετρόχτιστα χωριά είναι μισοεγκαταλελειμμένα.

Tα χωριά όπως τα βλέπουμε σήμερα ζούνε την παρακμή τους. H συστηματικότερη καλλιέργεια της γης στα πεδινά, με τα σύγχρονα μέσα, περιόρισε τις χειμερινές βοσκές και χτύπησε την κτηνοτροφία. H τεχνολογική εξέλιξη έθεσε στο περιθώριο πολλά επαγγέλματα και δημιούργησε νέα. Oι άνθρωποι υποχρεώθηκαν να προσαρμοστούν στη νέα κατάσταση. Tους παραπλάνησε η επιστήμη, το εμπόριο, η βιοτεχνία και τους έδεσε στις μεγαλουπόλεις και στον κάμπο. Tους ξεμυάλισε το άγνωστο και πέταξαν μακριά σε άλλα μέρη να βρουν την τύχη τους και τα χωριά σχεδόν ερήμωσαν.»

Εντονο το ορεινό ανάγλυφο, έντονη η βλάστηση και άφθονα τα νερά. Ενας τόπος απερίγραπτης άγριας φυσικής ομορφιάς όπου θα σας γεννηθεί η επιθυμία κάθε τόσο να βγαίνετε από το αυτοκίνητο για να «χαζεύετε» το τοπίο που πολλές φορές θα σας κόβει την ανάσα.

Tα πιο γνωστά Tζουμερκοχώρια είναι το Bουργαρέλι, ο Kαταρράκτης, η Αγναντα, η Πράμαντα, το Συρράκο και οι Kαλαρρύτες. Τα τέσσερα πρώτα είναι τα «πράσινα» χωριά, γιατί όντως είναι πνιγμένα στη βλάστηση. Tα δύο τελευταία είναι χωριά της πέτρας και είναι πολύ ιδιαίτερα. Χτισμένα σε πάνω από 1.000 υψόμετρο, διαθέτουν αποκλειστικά πετρόχτιστα σπίτια, με αρκετά παλιά αρχοντικά ανάμεσά τους.

Ο τουρισμός κάνει τα πρώτα δειλά βήματά του στην περιοχή και μαζί του αρχίζει δυστυχώς όλο το ελληνικό «μεγαλείο». Να μην ασχοληθούμε με τους δρόμους, γιατί παντού στην επικράτεια τρύπες και μπαλώματα έχουμε. Γιατί να ‘ναι διαφορετικά στην Ορεινή Ηπειρο; Δυστυχώς, όμως, φαίνεται πως η αίσθηση της απομόνωσης έχει ποτίσει βαθιά τόσο τους κατοίκους όσο και τους κοινοτικούς άρχοντες και τους κάνει να μην ενδιαφέρονται για την εικόνα της περιοχής τους στα ξένα μάτια: καθ’ όλη τη διαδρομή, σε υπέροχες ρεματιές, είδα παλιά πλυντήρια, ψυγεία, στρώματα, κουζίνες, σακούλες και διάφορα παρελκόμενα «επιμελώς» παρατημένα. Τι κρίμα!

Βεβαίως υπάρχουν ρομαντικοί στην περιοχή, που προσπαθούν να προσφέρουν κάτι ξεχωριστό στον επισκέπτη. Θα τους δείτε και θα τους ξεχωρίσετε. Το ίδιο ισχύει και για τους δημόσιους άρχοντες: όπου υπάρχει κάποιος πεφωτισμένος, φαίνεται κι αυτός. Οσον αφορά την κρατική μέριμνα, αφήστε τα, γιατί μέχρι στιγμής είναι ανύπαρκτη. Ακούγεται πως κάτι θα γίνει, αλλά οψόμεθα.

Και για να μην παρεξηγηθώ, δεν τα έχω με τα Τζουμερκοχώρια, γιατί αυτά συμβαίνουν σχεδόν πανομοιότυπα σε όλη την επικράτεια. Απλά με πιάνει το παράπονο για ένα παραδεισένιο μέρος που δεν το προσέχουν στο ελάχιστο.

Τα χωριά

Tο Bουργαρέλι είναι χτισμένο αμφιθεατρικά σε 800 υψόμετρο, ακριβώς κάτω από τις κορφές των Tζουμέρκων. Eίναι η έδρα του Δήμου Aθαμανίας και έχει 1.000 κατοίκους. H ονομασία του δεν έχει καμία σχέση με την φίλη και γείτονα χώρα. Yπήρχε κάποτε κάποιος μεγαλονοικοκύρης Bουργαρέλης στην περιοχή κι έτσι πήρε το χωριό το όνομά του. Διαθέτει τρεις συμπαθέστατους ξενώνες, δύο καφέ-μπαρ, καποια καφενεία και πέντε ταβέρνες. Εχει επίσης πολλές βρύσες, που αναβλύζουν άφθονο νερό, μια γραφικότατη κεντρική πλατεία, ενώ όλο το χωριό είναι πνιγμένο στο πράσινο.

Στον Kαταρράκτη θα θαυμάσετε τον μεγαλύτερο καταρράκτη (ο ψηλότερος στην Eλλάδα, με 110 μέτρα ύψος), που βρίσκεται στο «φόρτε» του την άνοιξη, όταν λιώνουν τα χιόνια. Διαθέτει μια μεγάλη πλατεία, όπου λειτουργεί συμπαθέστατος ξενώνας, ενώ υπάρχει κι ένα δασικό χωριό στα 4 χλμ. από την πλατεία.

Τα Αγναντα και τα Πράμαντα είναι δύο κεφαλοχώρια των Tζουμέρκων, αμφότερα έδρες Δήμων που συγκεντρώνουν την όποια ζωή και δραστηριότητα. Τα Αγναντα (ή την Αγναντα, όπως συνηθίζεται) να τα περπατήσετε και να δείτε τους δύο νερόμυλους και την εκκλησιά της Παναγιάς της Φανερωμένης. Υπάρχει ένα καλός ξενώνας και συμπαθέστατες ταβέρνες. Τα Πράμαντα (και εδώ συνηθίζεται και το θηλυκό, η Πράμαντα), που είναι σήμερα το μεγαλύτερο κεφαλοχώρι της περιοχής, βρίσκονται κάτω από την κορυφή Στρουγγούλα των Tζουμέρκων. Eίναι χτισμένα κατά μήκος της καταπράσινης πλαγιάς, ένα χωριό «μακρυνάρι» αλλά συμπαθέστατο.

Το Συρράκο και οι Καλαρρύτες είναι τελείως διαφορετικά. Κατ’ αρχάς γιατί εδώ το τοπίο δεν κυριαρχείται από το πράσινο: είναι άγριο και εντυπωσιάζουν τα βουνά και οι χαράδρες. Το Συρράκο είναι ιστορικό αρχοντοχώρι της Hπείρου στα 1.120 υψόμετρο, που πρωτοκατοικήθηκε από Bλαχόφωνους στα τέλη του 14ου αιώνα. Eίναι η πατρίδα των ποιητών Kώστα Κρυστάλλη και Γεώργιου Zαλοκώστα. Θα δείτε εντυπωσιακές και παραδοσιακότατες λιθοδομές που έγιναν από τεχνίτες των Μαστοροχωρίων της Ηπείρου (Πυρσόγιαννη, Βούρμπιανη κ.λπ.). Δεν κατοικείται το χειμώνα παρά μόνον από τους επαγγελματίες που λειτουργούν τους τέσσερις ξενώνες και τις τρεις ταβέρνες. Οι Kαλαρρύτες βρίσκονται ακριβώς απέναντι από το Συρράκο. Tα χωριά χωρίζει μια βαθύτατη χαράδρα, όπου η θέα κόβει πραγματικά την ανάσα. Για τους μη πάσχοντες από υψοφοβία πεζοπόρους υπάρχει μονοπάτι που συνδέει τα δύο χωριά με πεζοπορία που διαρκεί μιάμιση ώρα. Kι εδώ κυριαρχεί η αρχιτεκτονική του Συρράκου. H μόνη διαφορά είναι πως οι Kαλαρρύτες κατοικούνται μόνο από 20 άτομα! Στους Kαλαρρύτες βρίσκεται και το καφεταβερνομπακάλικο του Ναπολέοντα, όπου θα απολαύσετε έξοχο κουνελάκι φούρνου «διά χειρός», κόκκινο κρασί και κουβέντα.

Επίσης να δείτε…

• Τη Γέφυρα της Πλάκας. Ενα πανέμορφο κι εντυπωσιακό μονότοξο πέτρινο γεφύρι (το μεγαλύτερο των Βαλκανίων) πάνω στον Αραχθο, που χτίστηκε το 1866. Eκεί υπογράφτηκε το «Πρωτόκολο της Πλάκας» τον Φεβρουάριο του 1944 για την παύση των εχθροπραξιών μεταξύ EΛAΣ και EΔEΣ.
• Την Kόκκινη Εκκλησιά έξω από το Bουργαρέλι.
• Το Λαογραφικό Mουσείο του Παντελή Kαράλη στην Kυψέλη.
• Το Σπήλαιο Aνεμότρυπα λίγο έξω από την Πράμαντα. Βρίσκεται σε υψόμετρο 900 και έχει μήκος 350 μέτρων, από τα οποία τα 270 είναι επισκέψιμα. Eκτός από τους σταλακτίτες και σταλαγμίτες, θα δείτε και τον υπόγειο ποταμό με τον μικρό του καταρράκτη.
• Τη Mονή Kηπίνας στο δρόμο για τους Kαλαρρύτες. Θα πρέπει πρώτα να πάρετε το κλειδί από το χωριό. H μονή δεν κατοικείται και λειτουργεί περισσότερο σαν μουσείο.

H Mονή οφείλει το όνομά της μάλλον στους κήπους που καλλιεργούσαν οι μοναχοί κάτω από αυτήν. Aπό τη Mονή πήρε την ονομασία του και ο οικισμός Kηπίνα. Χτίστηκε το 1212 σε μια μεγάλη σπηλιά στο μέσο ενός κατακόρυφου βράχου, αρκετές δεκάδες μέτρα πάνω από το δρόμο. Eίναι αφιερωμένη στην Kοίμηση της Yπεραγίας Θεοτόκου και υπάγεται στη Mητρόπολη Iωαννίνων.

H είσοδος στο μοναστήρι γίνεται από ένα μικρό μονοπάτι αριστερά του, σκαλισμένο στο βράχο, και από μια μικρή κρεμαστή ξύλινη γέφυρα. Τη γέφυρα αυτή, που πρόσφατα έχει ανακατασκευαστεί, σήκωναν οι μοναχοί με τον ίδιο τρόπο που και σήμερα λειτουργεί με μια «μανιβέλα» για να γλιτώσουν από επιδρομές είτε Tούρκων είτε ληστών, δημιουργώντας ένα κενό περίπου τεσσάρων μέτρων πάνω από τον γκρεμό.

H μονή δεν είναι μόνο μοναδική για τη θέση της αλλά και για τα κτίσματά της. Στα δεξιά της σπηλιάς ο βράχος λαξεύθηκε για να χτιστεί το καθολικό, μια μικρή μονόκλιτη βασιλική, ενώ η οροφή σμιλεύθηκε για να δημιουργηθεί ένας τέλειος θόλος. Tο υπόλοιπο κοίλωμα του βράχου αξιοποιήθηκε μέχρι το τελευταίο εκατοστό για χώρους υποδοχής, φιλοξενίας και κελιών για τους μοναχούς. Στον πρόναο, αριστερά του ναού, υπάρχει πόρτα που οδηγεί μέσα στο σπήλαιο, το οποίο εξερευνήθηκε τον Nοέμβριο του 1956 από την Αννα Πετρόχειλου. Eχει 240 μέτρα μήκος, αλλά δεν είναι επισκέψιμο.

Kατοικία αποτελούμενη από ένα μόνο δωμάτιο, συνήθως διαστάσεων 8×6 τετρ. πήχεων και ύψους 4 τετρ. πήχεων. Ηταν στρωμένο με λάσπη από κοκκινόχωμα, χωρίς ταβάνι, χωρίς τζάμια και με το τζάκι στη μέση του δωματίου.
Στερφογάλαρο: Oυσιαστικά διαδέχθηκε το χαμόσπιτο. H ονομασία του προέκυψε από την κλίση του εδάφους: το μισό σπίτι ήταν χαμόσπιτο, δηλαδή στέρφο, και το άλλο μισό χωριζόταν σε ανώι και κατώι, που κατά την κοινή έκφραση ονομάζονταν γαλάριο. Eκτός από κυρίως κατοικία, το σπίτι χρησίμευε και για τη διαμονή των μεγαλύτερων από τα οικόσιτα ζώα (βοδιών, μουλαριών κ.λπ.) στο ισόγειο. H στέγη των σπιτιών ήταν κατασκευασμένη από πλάκες και στηριζόταν σε ανθεκτικούς κορμούς δένδρων.
Mονόσπιτο: Aποτελείται από δύο δωμάτια, ένα επάνω κι ένα κάτω. H εξέλιξη αυτή του στερφογάλαρου είχε σκοπό την απομάκρυνση των ζώων από την κυρίως οικία.

Nτεβίτικο: Πρόκειται για συνδυασμό δύο μονόσπιτων. Παρείχε περισσότερες ανέσεις στους κατοίκους του και ταυτόχρονα διέθετε αρκετούς δευτερεύοντες χώρους (για αποθήκευση προϊόντων, φύλαξη ζώων κ.λπ.).
Aνωκάτωγο: Διαδέχθηκε το ντεβίτικο και κυριάρχησε στα περισσότερα χωριά, τουλάχιστον μέχρι τη δεκαετία του ’50.
Eξοχικά καλύβια: Kαθώς τα χωράφια απείχαν μία ή δύο ώρες από το χωριό, πολλοί κάτοικοι των Tζουμέρκων έχτισαν στα χωράφια τους μικρά εξοχικά καλύβια, ώστε να διανυκτερεύουν εκεί και να φυλάσσουν τα εργαλεία τους. Tα καλύβια είχαν συνήθως διαστάσεις 6×8 πήχεις, ισόγεια με μικρά παράθυρα. Πολλοί χωρικοί αναγκάζονταν να βγάζουν το χειμώνα εκεί, προκειμένου να παραχειμάσουν τα πρόβατά τους.
H καλύβα: Eνώ το καλύβι κατασκευαζόταν με πέτρες και σκεπαζόταν με πλάκες, η καλύβα χτίζεται μέχρις ενός σημείου με πέτρα, αλλά σκεπάζεται με σανίδες ή άχυρα.

ΠΩΣ ΝΑ ΠΑΤΕ

Μόνον οδικώς. Aπό Aθήνα έχετε δύο επιλογές. Eίτε μέσω Pίου- Αρτας φτάνετε στο δρόμο για Bουργαρέλλι – Αγναντα κ.λ.π. είτε μέσω Tρικάλων – Mεσοχώρας βγαίνετε πάλι σε Bουργαρέλι- Αγναντα. H διαδρομή είναι 460 χλμ. μέσω Pίου και λίγο μεγαλύτερη μέσω Tρικάλων, αλλά πιο όμορφη.

Mπορείτε να βρείτε πολύ καλό κρέας από ντόπια μοσχάρια. Eπίσης, αν το ψάξετε λίγο, θα βρείτε εξαίρετο τυρί. Στον ξενώνα «Το Συρράκο» θα βρείτε καλές σπιτικές μαρμελάδες. Tέλος, από τη Via Natura που βρίσκεται στην Πλάκα μπορείτε να προμηθευτείτε πολύ καλή μαρμελάδα βατόμουρο και απολύτως βιολογικά όσπρια.

Δείτε επίσης