Μονογονεϊκή οικογένεια και αποκλεισμός

Η μονογονεϊκή οικογένεια δεν είναι ένα νέο κοινωνικό φαινόμενο. Κάποιοι μάλιστα υποστηρίζουν ότι στο παρελθόν ήταν πιο συχνό φαινόμενο αλλά οφειλόταν στους πρόωρους θανάτους των γονιών από ασθένεια, φυσικές καταστροφές, πολέμους, σε οικονομικούς λόγους (μετανάστευση) ή και πολιτικούς (πολιτική προσφυγιά, εξορία, φυλάκιση κ.λπ.) σε μια ταραγμένη πολιτικά χώρα, ιδίως όπως ήταν η Ελλάδα κατά τον Εμφύλιο και μετά, αλλά και στους δύο Παγκόσμιους Πολέμους ή τη Μικρασιατική Καταστροφή.

Ο όρος όμως είναι καινούργιος και επίσης καινούργιες είναι οι αιτίες δημιουργίας της μονογονεϊκής οικογένειας Οι ιδέες της ισότητας και της ελευθερίας, από την εποχή της Γαλλικής Επανάστασης, του Διαφωτισμού και μετά, τα αριστερά εργατικά κινήματα, η δομή της νέας εμπορικής και βιομηχανικής οικονομίας, η συμμετοχή της γυναίκας στην παραγωγική διαδικασία κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η σημαντική ισοτιμία και ισονομία ανδρών και γυναικών στα καθεστώτα του υπαρκτού σοσιαλισμού αλλά και οι φεμινιστικές ιδέες και τα κινήματα που αναπτύχθηκαν στο δυτικό κόσμο οδήγησαν τη γυναίκα έξω από το σπίτι και τον παραδοσιακό ρόλο της νοικοκυράς. Οι αλλαγές που βιώσαμε το τελευταίο μισό του 20ού αιώνα είναι συνταρακτικές αν συγκριθούν χρονικά και ποιοτικά με τη μακρόχρονη καταγεγραμμένη ανθρώπινη ιστορία. Η βιασύνη και η ανυπομονησία μας πιθανόν να μη μας αφήνουν αυτό να το δούμε, όμως τα πράγματα είναι μάλλον έτσι. Οι γυναίκες σπουδάζουν, δουλεύουν, έχουν ακόμη και την επιλογή να μην παντρευτούν ή να μην κάνουν παιδιά ή να κάνουν εκτός γάμου. Στην Ελλάδα συγκριτικά στοιχεία σχετικά με τη γαμηλιότητα (γάμοι ανά 1.000 κατοίκους) δείχνουν ότι το 1965 είχαμε ένα συντελεστή 9,4‰ ενώ το 1999 το αντίστοιχο ποσοστό ήταν 5,9‰. Τα διαζύγια ήταν το 1960  0,3‰ ενώ το 1995  1,1‰. Στην Ολλανδία από τις γυναίκες που γεννήθηκαν το 1971 το 21% αναμένεται να μείνει χωρίς παιδιά, ενώ το ποσοστό αυτό θα φθάσει το 25% για τις νεότερες γενιές.

Έτσι, η απελευθέρωση της γυναίκας, σχετική κατά πολλούς, επέφερε αλλαγές στη θέση της στην κοινωνία και στην οικογένεια. Θα λέγαμε ότι άλλαξε την οικογένεια όπως την ξέραμε. Πολλά ζευγάρια συγκατοικούν χωρίς γάμο, αρκετές γυναίκες δεν κάνουν παιδιά είτε από επιλογή είτε επειδή το αναβάλλουν έως ότου πια δεν είναι εφικτό και κάποιες άλλες αποφασίζουν να κρατήσουν και να μεγαλώσουν μόνες τους παιδιά. Πολλά ζευγάρια χωρίζουν και τα παιδιά μένουν με τον ένα γονέα, ενώ έχουμε αρκετές οικογένειες σε ανασύνθεση.

Με την απογραφή του πληθυσμού το 1991 προέκυψε ότι το 6% του συνολικού αριθμού των οικογενειών είναι μονογονεϊκή οικογένεια (το 4,8% μόνες μητέρες και το 1,2% μόνοι πατέρες), δηλαδή περίπου 160.000 οικογένειες. Σε έρευνα της Eurostat το ποσοστό των μονογονεϊκή οικογένεια, πάντα στην Ελλάδα, το 1989 ήταν 5% και το 1996 ήταν 7%. Δεν υπάρχει νεότερη καταγραφή, αλλά ο καθένας παρατηρώντας την πραγματικότητα γύρω του καταλαβαίνει ότι τα ποσοστά αυτά πρέπει να έχουν αυξηθεί σημαντικά και, πάντως, το ποσοστό των μονογονεϊκών οικογενειών  σύμφωνα με τους ρυθμούς αύξησης που αναδεικνύονται μέσα από τις έρευνες πρέπει να ξεπερνάει το 10%. Ο μέσος όρος των μονογονεϊκών οικογενειών στην Ε.Ε. ήταν 9% το 1983, 11% το 1989 και 14% το 1996. Αύξηση 58% αυτού του τύπου οικογένειας.

Στην Ελλάδα οι εκτός γάμου γεννήσεις ήταν το 1960 1,2 (αναλογία σε 100 γεννήσεις ζώντων) ενώ το 1999 ήταν 4,0. Ο μέσος όρος στην Ε.Ε. ήταν τα ίδια έτη 5,1 και 27,2 αντίστοιχα. Στις σκανδιναβικές χώρες τα ποσοστά φτάνουν το 45-55%, ακολουθεί η κεντρική Ευρώπη με ποσοστά γύρω στο 30% και ακολουθούν οι χώρες του Νότου γύρω στο 10-15% του συνόλου των γεννήσεων.

Να διευκρινίσουμε ότι ως μονογονεϊκή οικογένεια θεωρείται η οικογένεια εκείνη όπου τα τέκνα είναι κάτω των 18 ετών, ανήλικα δηλαδή, και εδώ υπάρχει μια διάσταση απόψεων ως προς το τι είναι μονογονεϊκή οικογένεια, γιατί, με βάση το νομικό πλαίσιο, π.χ. στην Ελλάδα το παιδί θεωρείται υπό την προστασία του γονέα που έχει την επιμέλεια μέχρι το πέρας των σπουδών, το τέλος της στρατιωτικής θητείας κ.λπ. Φυσικά δεν υπολογίζονται οι μόνοι γονείς που ξαναβρίσκουν ένα σύντροφο και αποτελούν έτσι τις λεγόμενες «συνδυασμένες οικογένειες» ή «θετές οικογένειες» ή «μεικτές οικογένειες». Στην Ευρώπη μονογονεϊκή οικογένεια θεωρείται και εκείνη που ο ένας γονέας απουσιάζει για οικονομικούς ή επαγγελματικούς λόγους, όπως είναι η μετανάστευση, το ναυτικό κ.λπ. Η μονογονεϊκότητα είναι για πολλούς μια περιοδική κατάσταση και αυτό εξηγεί κατά ένα μεγάλο μέρος την έλλειψη συντονισμένης και συλλογικής δράσης από την πλευρά τους, καθώς και την αποφυγή λήψης μέτρων από την πολιτεία.

Η μονογονεϊκή οικογένεια με τον κοινωνικό αποκλεισμό

Ο κοινωνικός αποκλεισμός ταυτίζεται με τη φτώχεια, ερμηνεύοντας την έννοια με όρους καταναλωτικής ικανότητας αλλά και με τη συνολική υποβάθμιση της κατάστασης του ατόμου, σχετική με την έλλειψη των δικαιωμάτων και πρόσβασης στο κοινωνικό σύνολο. Δεν νοείται δηλαδή μόνο ως έλλειψη πόρων, αλλά και ως σχετική αποστέρηση πλεονεκτημάτων και δικαιωμάτων και έλλειψη πρόσβασης σε διαδικασίες και ευκαιρίες. Ως κατάσταση φτώχειας ορίζεται η ύπαρξη εισοδήματος στο 50% του μέσου εισοδήματος, συμπεριλαμβανομένων των επιδομάτων που προβλέπονται.

Τα στατιστικά στοιχεία είναι δυστυχώς απογοητευτικά. Το 18% των μόνων μητέρων αρχηγών νοικοκυριών είναι κάτω από τα όρια της φτώχειας, ενώ μόνο το 5,8% των παντρεμένων συμβιούντων. Στη Μ. Βρετανία το 51,8 των φτωχών νοικοκυριών είναι μονογονεϊκή οικογένεια. Για τα παιδιά των μονογονεϊκών οικογενειών η φτώχεια είναι επίσης μια μάστιγα. Σε μια έρευνα που έγινε σε 18 χώρες (δυστυχώς δεν συμπεριλαμβάνεται η Ελλάδα αλλά τα στοιχεία είναι ενδεικτικά) το 50% των παιδιών που προέρχονται από τέτοιες οικογένειες ζουν κάτω από το όριο φτώχειας. Σε μερικές χώρες το ποσοστό είναι ακόμη πιο υψηλό και μην απορήσετε, αλλά αυτό συμβαίνει σε χώρες όπως οι ΗΠΑ, η Αυστραλία και η Νορβηγία.

Οι αιτίες αυτής της φτώχειας είναι πολλές. Κύρια είναι ο διαχωρισμός ενός νοικοκυριού σε δύο και κατά συνέπεια η αδυναμία κάλυψης των αναγκών. Αυξάνουν οι ανάγκες αλλά τα εισοδήματα παραμένουν τα ίδια. Στην περίπτωση των γυναικών αρχηγών Μ.Ο. θα λέγαμε ότι μειώνονται και εξαιτίας του περιορισμένου χρόνου που διαθέτουν ειδικά όταν τα παιδιά είναι μικρά. Στη χειρότερη θέση βρίσκονται οι ανύπαντρες μητέρες λόγω έλλειψης διατροφής.

Με το διαζύγιο ο άνδρας μένει ελεύθερος να κάνει και δύο δουλειές εάν επιθυμεί, κάτι που μπορούσε να κάνει και κατά τη διάρκεια του γάμου έτσι και αλλιώς, αφού η συμμετοχή του άνδρα στην άμισθη εργασία του νοικοκυριού είναι τουλάχιστον περιορισμένη έως ανύπαρκτη. (Η άμισθη εργασία υπολογίζεται, ανάλογα με την οικονομική μονάδα που χρησιμοποιείται, μεταξύ 44% και 110% της εθνικής παραγωγής στην Ολλανδία). Στην Κύπρο το 53% των ανδρών, σε κατάσταση γάμου, δεν συμμετέχουν καθόλου στο μεγάλωμα των παιδιών τους. Ειδικά όμως μετά το διαζύγιο η συμμετοχή του άνδρα περιορίζεται στην καλύτερη περίπτωση κάθε Σαββατοκύριακο που παίρνει το παιδί του και σε κάποια απογεύματα μέσα στο μήνα. Αυτό του δίνει πλεονέκτημα και στην προσωπική και συναισθηματική/σεξουαλική και κοινωνική ζωή σε σχέση με τη μόνη μητέρα, που δεν έχει πού να αφήσει το παιδί της και αδυνατεί συνήθως να ανταποκριθεί στις ανάγκες μιας καινούργιας σχέσης.

Αντίθετα, ε έλλειψη χρόνου χαρακτηρίζει τις γυναίκες αρχηγούς μονογονεϊκών οικογενειών. Πολλές γυναίκες αδυνατούν να αφήσουν να παιδιά τους έστω και για πέντε λεπτά. Η αποδόμηση των οικογενειακών και κοινωνικών σχέσεων αφήνει τη μόνη μητέρα γυμνή από οποιαδήποτε συμπαράσταση σε μια περίοδο που και αυτή και το παιδί της τη χρειάζονται απελπισμένα. Πόσο μάλλον η γυναίκα αυτή να ψάξει για εργασία ή να βελτιώσει τα επαγγελματικά της προσόντα για να παρακολουθήσει τις αλλαγές στον εργασιακό χώρο και να είναι ανταγωνιστική. Οι πιο πολλές γυναίκες που κάνουν παιδιά σε μικρή ηλικία και χωρίζουν μένουν στάσιμες όσον αφορά την απόκτηση πρόσθετων επαγγελματικών προσόντων και συχνά αποκλείονται από την αγορά εργασίας πολύ νωρίς και αναγκάζονται να ασκήσουν εργασίες επιβίωσης. Το 50% των μόνων μητέρων δεν έχει καθόλου εκπαιδευτικά προσόντα συγκριτικά με το 38% όλων των γυναικών ηλικίας μεταξύ 25 και 49 ετών (Μ. Βρετανία).

 

Δείτε επίσης