Το Κακό και η σαγήνη του, ένα βιβλίο από τον Θάνο Λίποβατς

Λόγος περί του κακού στη Ζωή, στη Φιλοσοφία, στην Ιστορία, από τον ομότιμο καθηγητή της Πολιτικής Ψυχολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, Θάνο Λίποβατς. “Η απατηλή σαγήνη και η διαβρωτική βία του κακού” επιγράφεται το βιβλίο ,που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πόλις. Πρόκειται για ένα γνωστικό πανόραμα κειμένων και σχολών σκέψης για το Κακό, το οποίο- κατά τον συγγραφέα – αποτελεί σε όλους μας το πιο ανοίκειο κομμάτι του εαυτού μας. Είναι μια “συζήτηση” σε 492 σελίδες που οδηγεί σε έννοιες όπως Ασυνείδητο, Ορμές, Φαντασίωση, Άγχος, Επιθυμία, Θέληση, Αγάπη.

Ο καθηγητής στην εισαγωγή επισημαίνει ότι η έννοια της θέλησης – δίχως την οποία δεν νοείται το κακό- δεν υπήρχε ως έννοια στην προχριστιανική αρχαιότητα. Το μοντέλο που ίσχυε ήταν ο ανταγωνισμός ανάμεσα στον ορθό λόγο και τα πάθη, δηλαδή “το επιθυμείν ως ζωώδεις ορέξεις, όπου ο άνθρωπος υποκύπτει στα εξωτερικά αντικείμενα των αισθήσεων”. Στόχος της φιλοσοφίας τότε ήταν η ηγεμόνευση του ορθού λόγου επί των επιθυμιών.

Ο Σωκράτης ήταν ο πρώτος ο οποίος αποκάλυψε το υποκείμενο ως άτομο που διαφοροποιείται από τη μάζα των πολιτών και τηρεί κριτική στάση απέναντι στις απόψεις και στις πράξεις.

Προχωρώντας στη γνώση του Καλού και του Κακού στην Παλαιά Διαθήκη τονίζει ότι στο βιβλίο της “Γεννέσως” υπάρχει το παράδοξο της ελευθερίας του ανθρώπου ως υπευθυνότητας για τον κόσμο και ως αυξανόμενης επικινδυνότητας της ελευθερίας. Η γνώση του Καλού και του Κακού παραπέμπει στην αναγνώριση του Θεού, δημιουργού και κυρίου, η οποία οφείλει να γίνει δυνατή μέσω ενός ορίου και μιας θεϊκής εντολής. Ο Ιησούς στην Καινή Διαθήκη πλειοδότησε πάνω στη ρήση της Παλαιάς Διαθήκης με το “αγάπα τον πλησίον σου” κηρύσσοντας το “αγάπα τον εχθρό σου”, εξαίροντας την πράξη της δωρεάς χωρίς ανταλλάγματα, καθώς ο εαυτός και το “φαντασιακό εγώ” παύει να το εγωκεντρικό σημείο αναφοράς.

Επισκοπώντας τη θεωρία του Γερμανού φιλοσόφου Εμμάνουελ Καντ περί του ριζικού Κακού, βάσει του οποίου ο άνθρωπος είναι εκ φύσεως κακός, άρα έχει συνείδηση του ηθικού Νόμου, ο μελετητής αναφέρεται στη θέση “για το κακό ως… ωραία τέχνη”.

Αναλύοντας τη φροϋδική σχολή εξηγεί ότι στον πόλεμο έρχονται στην επιφάνεια όλε οι άγριες – ωμές ορέξεις, παρά την πολιτισμική αγωγή, αλλά υπογραμμίζει ότι το ξερίζωμα του κακού δεν μπορεί να υπάρξει, καθώς οι πρωτόγονες ορμές έχουν πίσω τους μια μακρά εξέλιξη και, αφού αναστέλλονται, μετατίθενται σε άλλους χώρους. Η ερωτική ορμή και η ανάγκη αγάπης, επιδρά στις κακές εγωκεντρικές ορμές και μέσω της μείξης των ορμών οι εγωιστικές μεταβάλλονται, εν μέρει, σε κοινωνικές ορμές.

Καταλήγοντας στα νεώτερα ιστορικά χρόνια ο καθηγητής μιλάει για την μεγάλη οικονομική κρίση μετά τον Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο, που βρήκε ηττημένη τη Γερμανία, με διαλυμένο το κράτος, διαβρωμένες τις αξίες, με τη χαριστική βολή στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης , η οποία οδηγήθηκε στο Ναζισμό, που με τη σειρά του επέβαλε πεποιθήσεις ενάντια στις αξίες του Διαφωτισμού. Τότε η ηθική κατάληξε να είναι απλώς έθιμα και συμβάσεις. Και φθάσαμε στο παράδοξο – τονίζει- τα εγκλήματα κατά των Εβραίων να τα διαπράττουν όχι εγκληματικές προσωπικότητες αλλά κανονικοί άνθρωποι.

Αναφερόμενος στις μέρες μας λέει ότι οι ηθικοί κανόνες δεν θεωρούνται πάλι αυτονόητοι “ως συνέπεια της επικράτησης του κερδοσκοπικού χρηματιστηριακού κεφαλαίου και του μηδενιστικού αμοραλισμού της λεγόμενης μετανεωτερικότητας”.

Ένα βιβλίο μέσα στο Κακό που μας βρήκε… Μια μελέτη μέσα στην κρίση, όπου άλλοι πεθαίνουν και άλλοι λατρεύουν …

Δείτε επίσης