Το σύνδρομο Άσπεργκερ (Asperger)

Το σύνδρομο Asperger (Άσπεργκερ) είναι μια νευρολογική διαταραχή και ονομάστηκε έτσι από τον Βιεννέζο γιατρό Hans Asperger, ο οποίος το 1944 δημοσίευσε μια διατριβή όπου περίγραφε ένα πρότυπο από συμπεριφορές σε μερικούς νεαρούς, οι οποίοι είχαν κανονική νοημοσύνη και γλωσσική ανάπτυξη αλλά επεδείκνυαν ανεπάρκεια στην κοινωνικότητα και στην επικοινωνία ενώ οι κινήσεις τους ήταν συνήθως αδέξιες και άχαρες.

Το σύνδρομο πολλές φορές χαρακτηρίζεται ως «κρυφή διαταραχή» διότι δεν μπορούμε να καταλάβουμε αν κάποιος έχει αυτό το σύνδρομο από την εξωτερική του εμφάνιση.

Τα άτομα με σύνδρομο Asperger παρουσιάζουν μια ποικιλία χαρακτηριστικών και η διαταραχή εκτείνεται από ελαφριά έως πολύ σοβαρή. Παρουσιάζουν αξιοσημείωτο έλλειμμα στις κοινωνικές δεξιότητες, δυσκολεύονται όταν συμβαίνουν αλλαγές στο περιβάλλον και προτιμούν την μονοτονία. Πολλά άτομα με Άσπεργκερ επιζητούν την κοινωνική συναναστροφή, αλλά δυσκολεύονται στο να αρχίσουν και να διατηρήσουν κοινωνικές σχέσεις. Αυτό τους προκαλεί μεγάλο άγχος.

Τα συμπτώματα

Τα άτομα με σύνδρομο Άσπεργκερ δυσκολεύονται να εκφραστούν συναισθηματικά και κοινωνικά. Δυσκολεύονται να αντιληφθούν τη σημασία της μη λεκτικής επικοινωνίας όπως χειρονομίες, εκφράσεις προσώπου και στάση σώματος. Δεν γνωρίζουν πότε να αρχίσουν ή να δώσουν τέλος σε μια συζήτηση. Μιλούν με μονότονη μη εκφραστική φωνή και δεν κατανοούν εύκολα τη σημασία της αλλαγής τόνου. Αντιλαμβάνεται τα νοήματα κυριολεκτικά και να δυσκολεύεται στην αναγνώριση αστείων, μεταφορών και ειρωνείας. Έχουν επιφανειακά τέλειο λόγο που όμως τείνει να είναι τυπικός και σχολαστικός.

Επίσης, τα άτομα με σύνδρομο Άσπεργκερ έχουν μια εμμονή με ρουτίνες (συγκεκριμένους τρόπους συμπεριφοράς) προσπαθώντας να καταστήσουν τον κόσμο γύρω τους λιγότερο μπερδεμένο και αγχωτικό. Ορισμένα παιδιά για παράδειγμα μπορεί να επιμένουν να ακολουθούν πάντοτε τον ίδιο δρόμο για το σχολείο ή να αναστατώνονται όταν γίνεται κάποια ξαφνική αλλαγή στο σχολικό πρόγραμμα. Οι ενήλικες με Άσπεργκερ συχνά προτιμούν να ακολουθούν ένα συγκεκριμένο και προκαθορισμένο πρόγραμμα για να οργανώσουν την ημέρα τους. Αναπάντεχες αλλαγές στο πρόγραμμα αυτό μπορούν να τους αγχώσουν ή να τους αναστατώσουν.

Συνήθως όσοι έχουν το σύνδρομο διαθέτουν κανονικό η υψηλό δείκτη νοημοσύνης και αρκετά από αυτά επιδεικνύουν εξαιρετικές δεξιότητες ή ταλέντα. Το λεξιλόγιό τους μπορεί να είναι πάρα πολύ πλούσιο και μερικά παιδιά που έχουν το σύνδρομο ακούγονται σαν μικροί καθηγητές. Όμως, ενώ η γλωσσική τους ανάπτυξη είναι επιφανειακά κανονική, υπάρχει έλλειμμα στην πρακτική χρήση της γλώσσας. Το πρόβλημα είναι ότι χρησιμοποιούν τη γλώσσα εξαιρετικά κυριολεκτικά και έχουν δυσκολία να την χρησιμοποιήσουν την σε κοινωνικό πλαίσιο, δηλαδή, επικοινωνιακά και με φαντασία. Η φωνή των ατόμων με Άσπεργκερ τείνει να είναι επίπεδη και δίχως συναίσθημα ενώ μπορεί να απουσιάζει και η κοινή λογική. Αυτό τους κάνει να μοιάζουν αφελείς και γίνονται θύματα κοροιδίας ή τραμπουκισμού.

Τα άτομα με Ασπεργκερ μπορεί να αναπτύξουν ένα έντονο, σχεδόν εμμονικό ενδιαφέρον για κάποιο χόμπι ή απασχόληση (π.χ. συλλογές). Μερικές φορές αυτό το ενδιαφέρον είναι ισόβιο ενώ σε άλλες περιπτώσεις ο κάθε τομέας ενδιαφέροντος αντικαθίσταται από κάποιο άλλο συχνά ασύνδετο. Για παράδειγμα ένα άτομο με Άσπεργκερ μπορεί να αφοσιωθεί στο να μάθει τα πάντα γύρω από τα αυτοκίνητα ή τους υπολογιστές. Μερικοί γίνονται αυθεντίες στον τομέα με τον οποίο έχουν επιλέξει να ασχοληθούν καθώς έχουν μια μορφή αυτοδιεγερτικής συμπεριφοράς. Γενικά με τη κατάλληλη ενθάρρυνση τέτοια ενδιαφέροντα και ικανότητες μπορούν να καλλιεργηθούν έτσι ώστε να αποτελέσουν πεδία σπουδής ή εργασίας.

Συχνά τα άτομα αυτά δείχνουν να έχουν περιορισμένα ενδιαφέροντα. Κάποιος που έχει το σύνδρομο Ασπεργκερ μπορεί να έχει συμπεριφορά παράξενη ή ασυνήθιστη, κάτι που έχει νευρολογική βάση και δεν είναι αποτέλεσμα σκόπιμης αγένειας ή κακής ανατροφής. Τα ακριβή αίτια του συνδρόμου είναι ακόμα αντικείμενο έρευνας. Κλινικές μελέτες υποδεικνύουν ότι ένας συνδυασμός παραγόντων, γενετικών όσο και περιβαλλοντικών, μπορεί να ευθύνεται για τις αλλαγές στη νευροβιολογική εξέλιξη του εγκεφάλου που σχετίζονται με την εμφάνιση του συνδρόμου. Το σίγουρο είναι πάντως ότι το σύνδρομο Άσπεργκερ δεν οφείλεται στην ανατροφή του ατόμου ή την κοινωνικοοικονομική του κατάσταση και οπωσδήποτε δεν προκαλείται από υπαιτιότητα του πάσχοντος.  Οι άντρες είναι πιο επιρρεπείς απ’ ότι οι γυναίκες αλλά ο λόγος γι’ αυτό είναι άγνωστος.

Γίνεται μια μεγάλη συζήτηση για το που ακριβώς ανήκει το σύνδρομο αυτό. Περιγράφεται και ως διαταραχή του αυτιστικού φάσματος. Η Uta Frith στο βιβλίο της «Αυτισμός και σύνδρομο Άσπεργκερ» λέει ότι τα άτομα με το σύνδρομο Asperger «έχουν μια σταγόνα από αυτισμό». Μερικοί ειδικοί πιστεύουν ότι αυτισμός και σύνδρομο Asperger είναι το ίδιο ενώ άλλοι πιστεύουν ότι περιγράφεται καλύτερα ως μη Λεκτική Μαθησιακή Δυσκολία.

Ενώ υπάρχουν πολλές ομοιότητες ανάμεσα στο σύνδρομο Άσπεργκερ και τον κλασσικό αυτισμό, τα άτομα με Άσπεργκερ έχουν λιγότερα προβλήματα με τη λεκτική επικοινωνία και έχουν συνήθως μέση ή και ανώτερη νοημοσύνη. Δεν υποφέρουν από τις μαθησιακές δυσκολίες που συνδέονται με τον αυτισμό, αλλά ενδέχεται να παρουσιάσουν συγκεκριμένα μαθησιακά προβλήματα όπως δυσλεξία, δυσπραξία ή άλλες καταστάσεις όπως διαταραχή ελλειμματικής προσοχής – υπερκινητικότητα (ΔΕΠΥ).

Διάγνωση

Οι ερευνητές πιστεύουν, ότι το σύνδρομο Asperger είναι πιθανόν κληρονομικό επειδή πολλές οικογένειες αναφέρουν ότι υπάρχει ιστορικό. Επιπρόσθετα, διαταραχές όπως η κατάθλιψη και η διπολική διαταραχή (μανιοκατάθλιψη) συχνά αναφέρονται ότι συνυπάρχουν σε άτομα με σύνδρομο Asperger, όπως επίσης και σε άλλα μέλη της οικογένειάς τους.

Επειδή η εμφάνιση των χαρακτηριστικών του συνδρόμου διαφέρει σημαντικά από άτομο σε άτομο η διάγνωση είναι δύσκολη. Το σύνδρομο μπορεί να διαγνωσθεί αργότερα απ’ ότι ο αυτισμός στα παιδιά και κάποια χαρακτηριστικά του μπορεί να μην διαγνωσθούν παρά μετά την ενηλικίωση. Συνήθως η επίσημη διάγνωση γίνεται από ψυχιάτρους ή κλινικούς ψυχολόγους. Για μερικούς μια τέτοια διάγνωση συνδέεται με ισόβιο στίγμα, αλλά στις περισσότερες περιπτώσεις η διάγνωση βοηθάει το άτομο όπως και το ευρύτερο περιβάλλον του (οικογενειακό, σχολικό, εργασιακό) να καταλάβουν τις ιδιαιτερότητές του και να ανταποκριθούν στις ανάγκες του. Η διάγνωση επίσης εξασφαλίζει πρόσβαση στις απαιτούμενες υποστηρικτικές υπηρεσίες που μπορούν να βελτιώσουν τη ζωή ενός τέτοιου ατόμου δραματικά.

Είναι πολύ σημαντικό να γίνει έγκαιρα η διάγνωση στο παιδί που έχει το σύνδρομο γιατί χρειάζεται να αντιμετωπιστεί άμεσα και να του προσφερθεί η κατάλληλη υποστήριξη. Όσοι βοηθούν και στηρίζουν ένα παιδί με Άσπεργκερ πρέπει να έχουν σωστή ενημέρωση και κατάλληλη εκπαίδευση σχετικά με τις ιδιαίτερες ανάγκες του κάθε παιδιού. Αυτό ισχύει τόσο για το σχολικό περιβάλλον όσο και για την οικογένεια του πάσχοντος.

Ήδη από πολύ μικρή ηλικία το σύνδρομο είναι φανερό στην κοινωνική συμπεριφορά των παιδιών, γιατί απομονώνονται και δε θέλουν να παίξουν με άλλα παιδιά. Προτιμούν να είναι μόνα τους και οι άλλοι να τα αφήνουν στην ησυχία τους. Στο σχολείο, στα διαλείμματα, κάθονται συχνά απομακρυσμένα από τα υπόλοιπα παιδιά και χαρακτηρίζονται ως “παράξενα” από τους συνομήλικούς τους.

Δεν ενδιαφέρονται να μπουν σε κάποια ομάδα ή να συνεργαστούν στις σχολικές εργασίες ή στα αθλητικά. Κινούνται αργά και άκαμπτα, συχνά έχουν δυσκολία να δέσουν τα κορδόνια τους, να κάνουν ποδήλατο ή να κολυμπήσουν. Τα παιδιά με Άσπεργκερ μπορεί να καταλάβουν τη διαφορετικότητά τους όταν φτάσουν στην εφηβεία. Τότε επιλέγουν και πάλι τη μοναχικότητα για να μη γίνεται αντιληπτή η διαφορετικότητα αυτή. Δυσκολεύονται να καταλάβουν γιατί κάποιος συμπεριφέρεται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, γιατί αισθάνεται όπως αισθάνεται και πώς εκφράζει τα συναισθήματά του. Δεν βρίσκουν τον τρόπο να επικοινωνήσουν με τους γύρω τους ώστε να γίνουν κατανοητοί.

Προς το παρόν δεν υπάρχει θεραπεία ή συγκεκριμένος ιατρικός τρόπος αντιμετώπισης του συνδρόμου. Τα παιδιά με Άσπεργκερ μεγαλώνοντας γίνονται ενήλικες με Άσπεργκερ.

Βέβαια καθώς η κατανόηση μας για το φαινόμενο αυξάνεται ποιοτικά και ποσοτικά και οι υποστηρικτικές υπηρεσίες βελτιώνονται, τα άτομα με Άσπεργκερ έχουν αυξημένες ευκαιρίες να αναγνωρίσουν και να εκμεταλλευτούν το δυναμικό τους και τελικά να ζήσουν μια αξιοπρεπή και δημιουργική ζωή. Τώρα πια υπάρχουν αρκετές θεραπευτικές προσεγγίσεις και παρεμβάσεις οι οποίες μπορούν να βελτιώσουν τη ποιότητα ζωής τους. Σε αυτές περιλαμβάνονται παρεμβάσεις κοινωνικής αλληλεπίδρασης, συμπεριφορική θεραπεία και ακόμα και αλλαγές στη διατροφή.

 

Δείτε επίσης