Άπνοια ύπνου, υπέρταση και αντιμετώπιση

ypertash apnoiaτου Κώστα Θωμόπουλου, Καρδιολόγου

Η επιστημονική κοινότητα τα τελευταία χρόνια έχει καταβάλλει προσπάθειες για να αναδείξει τους διαφορετικούς παράγοντες που συμβάλλουν στη μόνιμη αύξηση της αρτηριακής πίεσης πάνω από κάποια όρια (>140/90 mmHg) που ορίζουν την αρτηριακή υπέρταση. Ένας από αυτούς τους παράγοντες είναι η άπνοια ύπνου (υπνική άπνοια).

Μέσα από μια πληθώρα αιτιών ανήσυχου και μη ξεκούραστου ύπνου υπάρχει η συγκεκριμένη παθολογική οντότητα που ονομάζεται σύνδρομο άπνοιας ύπνου με μεγάλη συχνότητα στο γενικό πληθυσμό, 4% στις γυναίκες και 9% στους άνδρες, και ακόμη μεγαλύτερη στους υπερτασικούς ασθενείς, περίπου 15-20%.

Τα πρόσωπα που πάσχουν από άπνοια ύπνου είναι αυτά που το βράδυ συνήθως ροχαλίζουν, σηκώνονται συχνά προς ούρηση (χωρίς να πάσχουν από προστάτη οι άνδρες), ενδέχεται να ξυπνάνε εύκολα και έχουν εργώδη αναπνοή κατά τον ύπνο τους, που μοιάζει σαν να πνίγονται και να ασθμαίνουν. Ο ύπνος στο σύνδρομο άπνοιας ύπνου είναι επιφανειακός (όχι βαθύς) και κατακερματισμένος.

Όμως το μαρτύριο των ανθρώπων αυτών δεν περιορίζεται στη βραδινή κατάκλιση αλλά συνεχίζεται και κατά τη διάρκεια της ημέρας. Πράγματι, το πρωί έχουν πονοκεφάλους, είναι ευερέθιστοι, φαίνονται σαν μισοκοιμισμένοι και τείνουν να αποκοιμηθούν με ευκολία ακόμη και σε καθιστή θέση, ενώ η αποδοτικότητά τους στην εργασία είναι μειωμένη. Η ημερήσια υπνηλία είναι το κυριότερο σύμπτωμα των ασθενών που πάσχουν από σύνδρομο άπνοιας στον ύπνο. Όλα τα παραπάνω έχουν κοινωνικές και νοσολογικές προεκτάσεις.

Για παράδειγμα τα πρόσωπα με άπνοια ύπνου εμπλέκονται συχνά σε τροχαία ατυχήματα, επειδή έχουν μειωμένη συγκέντρωση στην οδήγηση, ορισμένες φορές τείνουν να αποκοιμηθούν στο τιμόνι, απολύονται πιο εύκολα από την εργασία τους λόγω μειωμένης αποδοτικότητας, στην καλύτερη περίπτωση «παίρνουν εξιτήριο» από την κρεβατοκάμαρα από τον/την σύζυγο, επειδή ροχαλίζουν έντονα, ενώ στη χειρότερη περίπτωση παίρνουν διαζύγιο όχι μόνο γιατί ροχαλίζουν αλλά επειδή πολλές φορές πάσχουν από σεξουαλική δυσλειτουργία.

Υπέρταση και υπνική άπνοια

Όμως η ιστορία δεν τελειώνει εδώ: υπάρχουν και χειρότερα. Οι ασθενείς με σύνδρομο άπνοιας ύπνου είναι υπερτασικοί στο 50%, είναι παχύσαρκοι στα 2/3 τουλάχιστον, 30% περίπου πάσχουν από διαβήτη, ενώ παθαίνουν πιο συχνά εγκεφαλικά επεισόδια, εμφράγματα και αρρυθμίες σε σχέση με αυτούς που έχουν φυσιολογικό ύπνο. Φαίνεται δηλαδή ότι η καρδιαγγειακή νοσηρότητα του συνδρόμου άπνοιας ύπνου είναι σημαντική και, πολλές φορές, οι πάσχοντες καταλήγουν νοσηλευόμενοι σε κάποια κλίνη καρδιολογικής κλινικής, εάν δεν θεραπευτούν έγκαιρα.

Ενώ λοιπόν οι απνοϊκοί πάσχουν από υπέρταση στο 50% των περιπτώσεων, οι υπερτασικοί έχουν σύνδρομο άπνοιας ύπνου στο 15-20% των περιπτώσεων. Αυτή η σημαντική συσχέτιση του συνδρόμου άπνοιας ύπνου με την αρτηριακή υπέρταση, με δεδομένες τις επιδημικές τάσεις της υπέρτασης στο γενικό πληθυσμό μας, υπαγορεύει δυο πράγματα. Πρώτον ότι όλοι οι απνοϊκοί θα πρέπει να ελέγχονται για πιθανότητα συνύπαρξης υπέρτασης και άλλων παραγόντων καρδιαγγειακού κινδύνου και, δεύτερον, ότι οι υπερτασικοί θα πρέπει να ελέγχονται για πιθανή συνύπαρξη συνδρόμου άπνοιας ύπνου. Όπως είπαμε στην εισαγωγή, το σύνδρομο άπνοιας ύπνου μπορεί να είναι ένας από τους τροποποιήσιμους παράγοντες που
συμβάλλουν στην αύξηση της αρτηριακής πίεσης.

Άρα στους υπερτασικούς μας ενδιαφέρει να κάνουμε ερωτήσεις για την ποιότητά του ύπνου τους, πρώτον, γιατί μπορούμε να απομονώσουμε ένα αντιμετωπίσιμο αίτιο υπέρτασης, που διαφορετικά θα μας διέφευγε, δεδομένου ότι σπάνια ένας υπερτασικός λέει στο γιατρό του ότι έχει ημερήσια υπνηλία και ότι δεν κοιμάται καλά το βράδυ. Δεύτερον, επειδή ένας υπερτασικός με σύνδρομο άπνοιας ύπνου έχει αυξημένο καρδιαγγειακό κίνδυνο για μελλοντικά καρδιαγγειακά επεισόδια. Και τρίτον, για λόγους κοινωνικής προστασίας δεδομένης της αναμφισβήτητης συσχέτισης του συνδρόμου άπνοιας ύπνου με τα τροχαία ατυχήματα.

Αντιμετώπιση και συσκευή CPAP

Τι αλλάζει, λοιπόν, στην αντιμετώπιση των υπερτασικών ασθενών με υποψία συνδρόμου άπνοιας ύπνου σε σχέση με τους υπερτασικούς χωρίς άπνοια ύπνου; Αυτό που αλλάζει είναι ότι η πρώτη ομάδα των υπερτασικών ασθενών θα πρέπει να οδηγηθεί σε ειδική εξέταση που ονομάζεται μελέτη ύπνου (πολυπνογραφική μελέτη) σε εργαστήριο ύπνου. Ο εξεταζόμενος θα παραμένει στο νοσοκομείο για ένα τουλάχιστον βράδυ, όπου θα καταγραφούν διαφορετικές παράμετροι του ύπνου του και τελικά θα επιβεβαιωθεί η ύπαρξη του συνδρόμου, ενώ ταυτόχρονα θα γίνει η σταδιοποίηση της βαρύτητας του συνδρόμου σε ήπιο, μέτριο και σοβαρό.

Πολλά από τα νοσοκομεία στην ελληνική επικράτεια διαθέτουν τέτοιες εξειδικευμένες μονάδες μελέτης ύπνου, όπου εξετάζονται ασθενείς με κλινική υποψία συνδρόμου άπνοιας ύπνου. Έτσι λοιπόν ένας υπερτασικός ασθενής με ημερήσια υπνηλία και επιβεβαιωμένο σύνδρομο άπνοιας ύπνου με μελέτη ύπνου αντιμετωπίζεται με όλα τα υγιεινοδιαιτητικά μέτρα και φάρμακα της υπερτάσεως, προσθέτοντας τώρα και την ειδική συσκευή, που ονομάζεται CPAP, και συμβάλλει στην αποκατάσταση του ανήσυχου ύπνου.

Η συσκευή CPAP δρα έτσι ώστε να αφήνει τον ανώτερο αεραγωγό ανοικτό και έτσι να αίρεται το αίτιο που οδηγεί στο ροχαλητό και στα επεισόδια άπνοιας (διακοπή του αερισμού) κατά τη διάρκεια του ύπνου. Η χρήση της CPAP αποκαθιστά τον ξεκούραστο ύπνο, διώχνει την υπνηλία κατά τη διάρκεια της ημέρας ενώ φαίνεται να μειώνει τα επίπεδα της αρτηριακής πίεσης, ειδικά σε αυτούς που πάσχουν από σοβαρή υπέρταση και σε όσους υποφέρουν από ανθεκτική υπέρταση, η οποία δύσκολα αντιμετωπίζεται, ακόμη και με αρκετά φάρμακα.

Σε ήπιες υπερτάσεις με σύνδρομο άπνοιας η συσκευή CPAP δεν είναι βέβαιο ότι ελαττώνει την αρτηριακής πίεση, όπως δείχνουν οι σχετικές μελέτες που έχουν γίνει μέχρι σήμερα και παρουσιάζουν μικρές μόνο μειώσεις των επιπέδων της αρτηριακής πίεσης. Από την άλλη πλευρά ο υπερτασικός ασθενής με σύνδρομο άπνοιας δεν θα πρέπει να αντιμετωπίζεται μόνο ως ασθενής με μεγαλύτερη πίεση από το φυσιολογικό αλλά ως ασθενής με επηρεασμένη φυσιολογία του καρδιαγγειακού συστήματος. Υπάρχουν ενδείξεις ότι η αποτελεσματική χρήση της CPAP βοηθάει στην αποκατάσταση της επηρεασμένης
αυτής καρδιαγγειακής φυσιολογίας που απορρέει από το σύνδρομο άπνοιας ύπνου.

Συμπέρασμα: Η υπέρταση και το σύνδρομο άπνοιας ύπνου συχνά συνυπάρχουν και επηρεάζουν αρνητικά τον καρδιαγγειακό κίνδυνο. Η σύγχρονη αντιμετώπιση αμφοτέρων αυτών των παθολογικών καταστάσεων είναι απαραίτητη κατά τη θεραπευτική παρέμβαση τόσο για την πρόληψη των καρδιαγγειακών επεισοδίων όσο για την βελτίωση της ποιότητας ζωής των πασχόντων. Οι εξεταζόμενοι θα πρέπει να αναφέρουν στο γιατρό τους πληροφορίες σχετικά με την ποιότητα του ύπνου τους, έτσι ώστε να τον καθοδηγήσουν στο διαγνωστικό αλγόριθμο της διάγνωσης του συνδρόμου άπνοιας-ύπνου.

Κώστας Θωμόπουλος
Καρδιολόγος, Επιμελητής Καρδιολογικού Τμήματος ΓΝΜ «Έλενα Βενιζέλου»

Δείτε επίσης