Το ηλεκτροσόκ εγκεφάλου ως θεραπεία για την κατάθλιψη

hlecrosok egkefalou uerapeia kataulipshΟ όρος ηλεκτροσόκ ή ηλεκτροσπασμοθεραπεία (electroconvulsive therapy, ECT) χρησιμοποιείται στην Ελλάδα με δέος αλλά χαρακτηρίζει μια θεραπεία που σε άλλες χώρες χρησιμοποιείται ευρύτατα για την αντιμετώπιση των ψυχιατρικών διαταραχών Ειδικότερα, το ηλεκτροσόκ εγκεφάλου είναι μια θεραπεία που έχει να προσφέρει η ιατρική επιστήμη για την κατάθλιψη.

Πραγματικά, το ηλεκτροσόκ μπορεί να αποβεί σωτήρια θεραπεία για τα άτομα μείζοντα (βαριά) κατάθλιψη και να αποτρέψει μια πιθανή αυτοκτονία. Μερικές φορές τα αντικαταθλιπτικά χάπια και η ψυχοθεραπεία δεν φέρνουν τα επιθυμητά αποτελέσματα ή, με βάση την κατάσταση της υγείας ενός ατόμου, μπορεί να μην είναι κατάλληλες μέθοδοι. Όμως υπάρχουν κι άλλες επιλογές όπως το ηλεκτροσόκ και η φωτοθεραπεία.

Το ηλεκτροσόκ εγκεφάλου ενδείκνυται στις περιπτώσεις που η κατάθλιψη είναι τόσο σοβαρή που κινδυνεύει η ζωή του αρρώστου ή που η ταχεία βελτίωση είναι αναγκαία (π.χ. πολύ σοβαρός κίνδυνος αυτοκτονίας, «κατατονική» κατάθλιψη) ή σε περιπτώσεις που αντενδείκνυται η χορήγηση αντικαταθλιπτικών φαρμάκων (καρδιαγγειακή νόσος και εγκυμοσύνη). Το ηλεκτροσόκ εφαρμόζεται σε ειδικές κλινικές και νοσοκομεία και διενεργείται από αναισθησιολόγο σε συνεργασία με ψυχίατρο.

Η ηλεκτροσπασμοθεραπεία θεωρείται μια μέθοδο θεραπείας για την κατάθλιψη χωρίς μεγάλες θανατηφόρες παρενέργειες. Το ποσοστό θνητότητας στη σημερινή εποχή είναι μικρότερο από το 1/10.000 ασθενείς (τα τελευταία στοιχεία αναφέρουν 1/50.000 ασθενείς), ένας κίνδυνος παρόμοιος με αυτόν της γενικής αναισθησίας μιας συνηθισμένης χειρουργικής επέμβασης. Σε αυτό έχει συμβάλλει η δραστική βελτίωση της τεχνολογίας των μηχανημάτων που κάνουν ηλεκτροσόκ σε σχέση με το παρελθόν. Πρέπει να τονιστεί ότι ο ασθενής δε βιώνει πόνο ή οποιοδήποτε πρόβλημα κατά τη διάρκεια της συνεδρίας καθώς βρίσκεται υπό αναισθησία.

Η ιστορία

Ο περισσότερος κόσμος θεωρεί ότι το ηλεκτροσόκ είναι κάτι τρομερό γιατί του θυμίζει ταινίες τρόμου. Υπάρχει ο φόβος για πιθανή βλάβη στον εγκέφαλο αλλά σύγχρονη έρευνα δεν έχει καταγράψει ένα τέτοιο αποτέλεσμα. Αν και ο τρόπος δράσης δεν είναι πλήρως ξεκάθαρος, είναι γνωστό ότι η ηλεκτροσπασμοθεραπεία επιφέρει βιοχημικές μεταβολές στους νευροδιαβιβαστές του εγκεφάλου και στις ορμόνες, μεταβάλλοντας την επικοινωνία μεταξύ των νευρώνων.

Η προέλευση του ηλεκτροσόκ χρονολογείται από τις αρχές της δεκαετίας του 1930, όταν οι επιστήμονες διαπίστωσαν ότι μπορούσαν να θεραπεύουν τις ψυχικές ασθένειες προκαλώντας σπασμούς. Για να θεραπεύσουν την κατάθλιψη και άλλες ψυχικές ασθένειες, χορηγούσαν ένεση στους ασθενείς με χημικές ουσίες που προκαλούσαν σπασμούς. Η μέθοδος ήταν πολύ αποτελεσματική σε ορισμένα άτομα, αλλά πολύς κόσμος τρομοκρατούνταν στη σκέψη των σπασμών. Επίσης η χρήση των χημικών αποδείχτηκε αναξιόπιστη.

Μια σημαντική πρόοδος έγινε το 1938, όταν δύο Ιταλοί ερευνητές αντικατέστησαν τις χημικές ουσίες με ηλεκτρικό ρεύμα για να προκαλέσουν σπασμούς σε έναν ασθενή. Το άτομο αυτό, που είχε έντονες αυταπάτες και παραισθήσεις, παρουσίασε πλήρη ανάρρωση έπειτα από 11 τέτοιες θεραπείες. Αυτή η επιτυχία προκάλεσε ραγδαία εξάπλωση του ηλεκτροσόκ, που εκτός από άλλες ψυχικές ασθένειες, άρχισε να εφαρμόζεται και για την αντιμετώπιση της κατάθλιψης.

Οι παρανοήσεις σχετικά με την ηλεκτροσόκ -ότι είναι επώδυνο και επικίνδυνο-οφείλονται στον τρόπο των πρώτων εφαρμογών της. Οι γιατροί άρχισαν να εφαρμόζουν την ηλεκτροσόκ στις ΗΠΑ το 1940. Τότε η θεραπεία γινόταν χωρίς αναισθησία ή χορήγηση μυοχαλαρωτικών. Ο ασθενής είχε πλήρως τις αισθήσεις του και το ιατρικό προσωπικό κρατούσε τα χέρια, τους ώμους και τα πόδια του πριν και κατά τη διάρκεια των σπασμών. Επίσης, αντίθετα με σήμερα, οι γιατροί χρησιμοποιούσαν πολύ ισχυρότερο ηλεκτρικό ρεύμα για να προκαλέσουν τους σπασμούς. Ως αποτέλεσμα, οι παρενέργειες και οι επιπλοκές της διαδικασίας ήταν σημαντικές.

Η διαδικασία

Σήμερα, η ηλεκτροσόκ είναι μια επιστημονικά εκλεπτυσμένη θεραπεία που εφαρμόζεται όλο και πιο συχνά. Ο χρόνος νάρκωσης του ασθενούς είναι μόνο 10 λεπτά ενώ άλλα 30 με 45 λεπτά μένει στην αίθουσα ανάρρωσης. Η ιατρική ομάδα περιλαμβάνει έναν ψυχίατρο, ένα νοσοκόμο και έναν αναισθησιολόγο.

Πριν από τη διαδικασία, οι γιατροί εξετάζουν τον ασθενή και του κάνουν ορισμένες ερωτήσεις για να βεβαιωθούν ότι είναι έτοιμος για τη θεραπεία. Μετά τον μεταφέρουν στο χώρο όπου θα εφαρμοστεί το ηλεκτροσοκ. Αφού ξαπλώσει ο ασθενής, ο γιατρός τοποθετεί στο κεφάλι του μικρά ηλεκτρόδια, στο μέγεθος ενός νομίσματος. Την ώρα που τοποθετεί τα ηλεκτρόδια, ο αναισθησιολόγος χορηγεί ενδοφλεβίως ένα αναισθητικό φάρμακο μικρής διάρκειας που κοιμίζει και ένα μυοχαλαρωτικό φάρμακο για να εμποδίσει τον τραυματισμό των μυών στη διάρκεια των σπασμών. Καθώς αρχίζει να δρα το αναισθητικό, ο γιατρός τοποθετεί στο στόμα μια μάσκα οξυγόνου η οποία βοηθά στην αναπνοή. Ανάλογα με την κατάσταση της υγείας του ασθενούς, ο γιατρός μπορεί να χορηγήσει ενδοφλεβίως κι άλλα φάρμακα. Επίσης τοποθετεί στα χέρια ένα πιεσόμετρο για να μετρά την πίεση του αίματος στις αρτηρίες.

Όταν ο αποκοιμηθεί ο ασθενής λόγω του αναισθητικού και χαλαρώσουν οι μύες του, ο γιατρός πατάει ένα διακόπτη στη συσκευή του ηλεκτροσόκ. Ένα πολύ ασθενές ηλεκτρικό ρεύμα αρχίζει να περνά από τα ηλεκτρόδια στον εγκέφαλο, προκαλώντας σπασμούς που συνήθως διαρκούν από 30 μέχρι 60 δευτερόλεπτα. Λόγω του αναισθητικού και του μυοχαλαρωτικού, ο ασθενής δεν νιώθει καθόλου τους σπασμούς. Η μόνη ένδειξη ότι έχει σπασμούς είναι μια μικρή ρυθμική κίνηση του ποδιού ή του χεριού. Όταν ο γιατρός τυλίξει το πιεσόμετρο γύρω από τον καρπό ή τον αστράγαλο, το μυοχαλαρωτικό σταματά προσωρινά να παραλύει τους μυς στο αντίστοιχο πόδι ή χέρι. Το πόδι ή το χέρι τραντάζεται στη διάρκεια των σπασμών, και βοηθά τους γιατρούς να βεβαιώνονται ότι όντως προκαλείται σπασμός.

Κατά τη διάρκεια των σπασμών ο καρδιακός ρυθμός, η αρτηριακή πίεση και η λήψη οξυγόνου παρακολουθούνται προσεκτικά. Ένα ηλεκτροεγκεφαλογράφημα καταγράφει τη δραστηριότητα του εγκεφάλου και ένα ηλεκτροκαρδιογράφημα δείχνει τη λειτουργία της καρδιάς. Η ξαφνική, αυξημένη δραστηριότητα σηματοδοτεί την αρχή ενός σπασμού και η ευθεία γραμμή του ηλεκτροεγκεφαλογραφήματος δείχνει πότε σταματά ο σπασμός. Λίγα λεπτά αργότερα αρχίζει να εξασθενεί η επίδραση του αναισθητικού και του μυοχαλαρωτικού ενώ οι γιατροί μεταφέρουν τον ασθενή στην αίθουσα ανάρρωσης όπου τον παρακολουθεί μια νοσοκόμα. Τη στιγμή που συνέρχεται μπορεί να νιώθει σύγχυση η οποία διαρκεί από μερικά λεπτά έως μερικές ώρες.

Πως λειτουργεί

Κανένας δε γνωρίζει με βεβαιότητα τον τρόπο με τον οποίο δρα το ηλεκτροσόκ ως θεραπεία της κατάθλιψης. Είναι γνωστό, ωστόσο, ότι στη διάρκεια των σπασμών καθώς και ύστερα από αυτούς αλλάζουν πολλά χημικά στοιχεία του εγκεφάλου. Οι ερευνητές θεωρούν πως όταν γίνεται τακτικά το ηλεκτροσόκ, αυτές οι χημικές αλλαγές διαδέχονται η μία την άλλη και με κάποιο τρόπο μειώνουν την κατάθλιψη.

Πρόσφατα, οι επιστήμονες διεξήγαγαν μαγνητική τομογραφία εγκεφάλου σε εννέα ατόμων (έξι άνδρες και τρεις γυναίκες) με σοβαρή κατάθλιψη πριν και μετά την υποβολή τους σε ηλεκτροσπασμοθεραπεία. Ολοι οι ασθενείς δεν αποκρίνονταν στις συμβατικές φαρμακευτικές θεραπείες  και υποβάλλονταν σε ηλεκτροσόκ δύο φορές εβδομαδιαίως – υποβλήθηκαν συνολικά σε οκτώ συνεδρίες κατά μέσο όρο. Οπως προέκυψε, η μείωση της επικοινωνίας μεταξύ διαφορετικών περιοχών του εγκεφάλου που προκαλούσε στο ηλεκτροσόκ οδηγούσε και σε σημαντική βελτίωση των καταθλιπτικών συμπτωμάτων.

Ο επικεφαλής της μελέτης, καθηγητής Ψυχιατρικής στο Πανεπιστήμιο του Αμπερντίν Ιαν Ράιντ ανέφερε ότι «επί δεκαετίες το ηλεκτροσόκ θεωρείται αμφιλεγόμενη θεραπεία και ότι  η κύρια κριτική που ασκείται είναι ότι δεν γνωρίζουμε πώς επιδρά στον εγκέφαλο. Πιστεύουμε ότι λύσαμε έναν 70χρονο γρίφο καθώς η μελέτη μας αποκαλύπτει ότι το ηλεκτροσόκ επιδρά στον τρόπο με τον οποίο διαφορετικές περιοχές του εγκεφάλου που εμπλέκονται στην κατάθλιψη επικοινωνούν μεταξύ τους». Ο καθηγητής προσέθεσε ότι το 75%-85% των ασθενών απαλλάσσονται από τα συμπτώματα της κατάθλιψης.

Τα περισσότερα άτομα που κάνουν ηλεκτροσόκ δέχονται 6 με 12 θεραπείες στη διάρκεια μερικών εβδομάδων. Συνήθως, η θεραπεία γίνεται τρεις φορές την εβδομάδα. Μόλις αρχίσουν να υποχωρούν τα συμπτώματα, θα πρέπει ο ασθενής να συνεχίσει μια μορφή θεραπείας για να εμποδίσει τυχόν υποτροπή της κατάθλιψης. Μετά την ηλεκτροσόκ χορηγούνται αντικαταθλιπτικά χάπια ή θεραπείες σε πιο αραιά διαστήματα, κάτι που ονομάζεται ηλεκτροσόκ διατήρησης. Το ηλεκτροσόκ διατήρησης γίνεται μία φορά την εβδομάδα και σταδιακά μειώνεται σε μία φορά το μήνα ή μία φορά κάθε μερικούς μήνες. Ορισμένα άτομα κάνουν περιοδικές θεραπείες για ένα χρόνο ή και παραπάνω.

Το ηλεκτροσόκ έχει αποτελέσματα στο 80% των ατόμων που ολοκληρώνουν όλες τις συνεδρίες. Τα αποτελέσματα πολλές φορές δεν είναι άμεσα, αλλά γενικά δρα πιο γρήγορα από τα φάρμακα. Πολλοί ασθενείς αρχίζουν να παρατηρούν βελτίωση στα συμπτώματα έπειτα από δύο ή τρεις θεραπείες και γενικά μένουν ευχαριστημένοι με τα αποτελέσματα.

Παρενέργειες

Κατά τις πρώτες δεκαετίες εφαρμογής του ηλεκτροσόκ, οι θάνατοι από την εφαρμογή του ήταν 1/1.000 ασθενείς. Οι τελευταίες μελέτες αναφέρουν ένα πολύ χαμηλότερο ποσοστό θνησιμότητας με 1-2 θανάτους ανά 50.000 ασθενείς.

Το ηλεκτροσόκ συστήνεται όταν τα συμπτώματα είναι τόσο σοβαρά που υπάρχει ανησυχία για τυχόν απόπειρα αυτοκτονίας. Σε ορισμένες περιπτώσεις με μείζονα κατάθλιψη, ο ασθενής αρνείται να φάει και να πιει σε σημείο να απειλείται σοβαρά η υγεία του. Μερικές φορές, οι ασθενείς με σοβαρή κατάθλιψη έχουν αυταπάτες ή παραισθήσεις που προκαλούν μεγάλη ταραχή, με αποτέλεσμα να αυξάνεται ο κίνδυνος το άτομο να βλάψει τον εαυτό του ή τους άλλους. Σε αυτές τις περιπτώσεις, δεν υπάρχει χρόνος μέχρι να δράσουν τα αντικαταθλιπτικά χάπια.

Μια άλλη περίπτωση είναι όταν η ασθένεια δεν βελτιώνεται με άλλα αντικαταθλιπτικά φάρμακα. Αν η ψυχοθεραπεία και τουλάχιστον δύο είδη αντικαταθλιπτικών χαπιών δε φέρουν αποτέλεσμα, η επόμενη καλύτερη λύση είναι η ηλεκτροσόκ. Τέλος, το ηλεκτροσόκ αποτελεί  μια επιλογή όταν ο ασθενής δεν αντέχει τις παρενέργειες των αντικαταθλιπτικών φαρμάκων.

Άμεσες παρενέργειες από το ηλεκτροσόκ είναι σπάνιες εκτός από πονοκεφάλους, μυϊκούς πόνους ή ναυτία και σύγχυση, που προκαλούνται συνήθως κατά τις πρώτες ώρες μετά την επέμβαση. Κατά τη διάρκεια της θεραπείας μπορεί να είναι πιο δύσκολο για τους ασθενείς να θυμηθούν τα πρόσφατα γεγονότα, αν και αυτές οι διαταραχές της πρόσφατης μνήμης υποστρέφονται κατά τη διάρκεια των επόμενων ημερών και εβδομάδων μετά την ολοκλήρωση της συνολικής θεραπείας.

Μερικοί ασθενείς αναφέρουν επίσης μερική απώλεια της μνήμης για τα γεγονότα που έλαβαν χώρα κατά τις ημέρες, εβδομάδες και μήνες που προηγούνται της θεραπείας. Ενώ οι περισσότερες από αυτές τις διαταραχές μνήμες τυπικά αποκαθίστανται σε περίοδο ημερών έως μηνών μετά το ηλεκτροσοκ, μερικοί ασθενείς έχουν αναφέρει μεγαλύτερης χρονικής διάρκειας προβλήματα με την μνήμη τους. Ωστόσο, άλλα πάλι άτομα αναφέρουν βελτιωμένη ικανότητα μνήμης μετά από το ηλεκτροσόκ, λόγω βελτίωσης της συγκέντρωσης τους, σύμπτωμα που σχετίζεται με τη μείζονα κατάθλιψη.

Οι ερευνητές δεν έχουν σήμερα καμία ένδειξη ότι το ηλεκτροσόκ βλάπτει τον εγκέφαλο. Υπάρχουν ιατρικές ασθένειες, όπως η επιληψία, που προκαλούν κρίσεις με σπασμούς και οι οποίες (εκτός αν είναι παρατεταμένες ή σύνθετες), δεν βλάπτουν τον εγκέφαλο. Αλλά οι εκ λόγω του ηλεκτροσόκ προκληθείσες επιληπτικές κρίσεις εμφανίζονται κάτω από αυστηρά ελεγχόμενες συνθήκες. Η έρευνα έχει αποδείξει ότι η ποσότητα της ηλεκτρικής ενέργειας που εισέρχεται στον εγκέφαλο (ένα μικρό κλάσμα από αυτό που εφαρμόζεται στο τριχωτό της κεφαλής) είναι πολύ χαμηλότερη σε ένταση και σε διάρκεια από εκείνη που θα ήταν κρίσιμη για βλάβη του εγκεφάλου.

Δείτε επίσης