Αρτηριακή πίεση: Υψηλή, χαμηλή και φυσιολογικές τιμές

piesh aimatos fysiologikhΌταν η καρδιά συσπάται και η αριστερή κοιλία διοχετεύει το αίμα, τα τοιχώματα των  αρτηριών δέχονται μια πίεση η οποία ονομάζεται αρτηριακή πίεση.

Η πίεση που ασκεί το αίμα δεν πρέπει να είναι συνεχώς υψηλή (υπέρταση) γιατί τραυματίζονται οι αρτηρίες, και ειδικότερα το ενδοθήλιο, αλλά ούτε και χαμηλή (υπόταση) γιατί έτσι δεν μπορεί να κυκλοφορήσει σωστά το αίμα. Η πίεση του αίματος είναι μια σημαντική ρύθμιση που πρέπει να κάνει το σώμα κατά μήκος των αρτηριών ώστε να υπάρχουν φυσιολογικές τιμές.

Υπάρχουν δύο ακραίες τιμές μεταξύ των οποίων κυμαίνεται, ανά πάσα στιγμή, η αρτηριακή πίεση, μιας μεγάλης τιμής και μιας μικρής τιμής. Η μεγάλη πίεση εμφανίζεται αμέσως μετά τη συστολή της καρδιάς, όταν δηλαδή η καρδιά συσπάται και το αίμα που έχει μαζευτεί μέσα της εισέρχεται ορμητικά στις αρτηρίες. Αυτή η πίεση ονομάζεται συστολική. Στη συνέχεια, η καρδιά χαλαρώνει με αποτέλεσμα να μειώνεται η αρτηριακή πίεση. Αυτή η πίεση λέγεται διαστολική.

Αν οι δύο ακραίες τιμές της πίεσης είναι φυσιολογικές ή όχι εξαρτάται από διάφορους παράγοντες π.χ από τη λειτουργία των νεφρών, του νευρικού συστήματος, και τη διατροφή η οποία μεταβάλει τους ηλεκτρολύτες και κυρίως το νάτριο και το κάλιο (πρόκειται για ιόντα, δηλαδή άτομα που αποκτούν ένα μικρό ηλεκτρικό φορτίο όταν διαλύονται στα υγρά του σώματος).

Παράγοντες που επηρεάζουν

Η αρτηριακή πίεση εξαρτάται κατ’ αρχήν από τον όγκο του αίματος που ωθείται από την καρδιά προς τις αρτηρίες. Αν ο όγκος του αίματος είναι μεγάλος η πίεση είναι πιο υψηλή από τη φυσιολογική τιμή και αν ο όγκος του αίματος είναι μικρός, η πίεση είναι πιο χαμηλή από τη φυσιολογική τιμή.

Ο όγκος του αίματος επηρεάζεται από το νερό που πίνουμε, άλλωστε το αίμα είναι κατά 60% νερό. Τα νεφρά όμως φιλτράρουν το αίμα μειώνοντας έτσι τον όγκο του αίματος και διαμορφώνουν τις τιμές της πίεσης. Μια ορμόνη, η αλδοστερόνη, επενεργεί στα νεφρά και αυξάνει την αρτηριακή πίεση που έχει πέσει χαμηλά.

Το αυτόνομο νευρικό σύστημα επίσης ρυθμίζει την αρτηριακή πίεση μέσω διαφόρων μηχανισμών. Αν ο όγκος του αίματος είναι μεγάλος και η πίεση υψηλή στις αρτηρίες, ο εγκέφαλος παίρνει το μήνυμα μέσω υποδοχέων που υπάρχουν στις αρτηρίες και δίνει σήμα να διασταλούν οι αρτηρίες ώστε να πέσει η πίεση στη φυσιολογική τιμή. Αν ο όγκος του αίματος είναι μικρός και η πίεση χαμηλή, παράγονται ουσίες που στενεύουν τη διάμετρο των αρτηριών και η πίεση ανεβαίνει προς τη φυσιολογική τιμή. Το νευρικό σύστημα αλλάζει επίσης τον ρυθμό με τον οποίο εργάζεται η καρδιά, τον επιταχύνει ή τον επιβραδύνει.

Τέλος η διατροφή μεταβάλει τους ηλεκτρολύτες (νάτριο, κάλιο, μαγνήσιο και ασβέστιο). Το νάτριο (υπάρχει κυρίως στο αλάτι) και συνηθίζει να βρίσκεται στο χώρο μεταξύ των κυττάρων όπου παρακρατεί νερό. Αυτό εμποδίζει το οξυγόνο και τα άλλα θρεπτικά συστατικά που κυκλοφορούν στο αίμα να μπουν μέσα στα κύτταρα και η καρδιά αναγκάζεται να σπρώχνει πιο δυνατά με αποτέλεσμα να αυξάνεται η πίεση.

Από την άλλη μεριά, το κάλιο βρίσκεται μέσα στα κύτταρα τραβώντας το νερό εκεί και ρίχνει την πίεση (το ίδιο κάνουν το ασβέστιο και το μαγνήσιο).

Μια διατροφή λοιπόν με πολύ αλάτι (επεξεργασμένα τρόφιμα) ανεβάζει τη πίεση και μια διατροφή με αρκετά φρούτα και λαχανικά ρίχνει τη πίεση (τα φρούτα και τα λαχανικά περιέχουν ελάχιστο νάτριο). Η ισορροπία των ηλεκτρολυτών έχει σημασία ώστε να επικρατούν φυσιολογικές τιμές στην αρτηριακή πίεση του αίματος.

Αξίζει να ειπωθεί ότι οι φυσιολογικές τιμές μεταβάλλονται κατά τη διάρκεια της ημέρα. Το πρωί έχουμε υψηλότερη πίεση, στη συνέχεια υπάρχει μια σταθεροποίηση και εμφανίζεται μία πτώση τις βραδυνές ώρες. Στον ύπνο, η αρτηριακή πίεση μειώνεται. Επίσης η πίεση του αίματος είναι υψηλότερη τους χειμερινούς μήνες και πέφτει με την άνοδο της θερμοκρασία το καλοκαίρι.

Στις γυναίκες είναι φυσιολογικό να πέφτει κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης αλλά εμφανίζεται υπέρταση στο 6-8% των κυήσεων. Η υψηλή αρτηριακή πίεση κατά την εγκυμοσύνη μπορεί να είναι το πρώτο σημάδι προεκλαμψίας, μιας δυνητικά επικίνδυνης πάθησης που εκδηλώνεται στο δεύτερο μισό της εγκυμοσύνης και λίγες εβδομάδες μετά τον τοκετό.

Είναι αξιοσημείωτο ότι η συστολική πίεση τείνει να αυξάνεται με την ηλικία. Ακόμη κι εκείνοι που έχουν φυσιολογικές μετρήσεις στα 55 χρόνια τους, έχουν 90% πιθανότητες να εμφανίσουν αργότερα υψηλή συστολική πίεση. Ωστόσο παρατηρείται μια μικρή υποχώρηση της διαστολικής πίεσης.

Υψηλές τιμές μπορεί βραχυπρόθεσμα να υπάρξουν από το σωματικό στρες και ιδιαίτερα από το ψυχολογικό στρες. Στην έντονη άσκηση, η συστολική τιμή μπορεί να φτάσει τα 200 mmHg, κάτι που μπορεί να συμβεί και στο έντονο ψυχολογικό στρες. Ωστόσο όταν σταματήσει η άσκηση ή παρέλθει η συγκίνηση, η πίεση επανέρχεται στη φυσιολογική της τιμή μέσα σε 10 λεπτά. Τέλος, η πίεση αλλάζει ανάλογα με τη στάση του σώματος.

Οι φυσιολογικές τιμές

Σήμερα πιστεύεται ότι οι ιδανικές τιμές της αρτηριακής πίεσης είναι κάτω από 120/80 mmHg, δηλαδή, η συστολική (μεγάλη) να μην υπερβαίνει τα 120 mmHg και η διαστολική (μικρή) να μην υπερβαίνει το 80 mmHg.

Οι φυσιολογικές τιμές, υπό την έννοια ότι συναντώνται σε ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού είναι 120-129/80-84 mmHg.

Ωστόσο υπάρχει η τάση να θεωρούνται φυσιολογικές οι μικρότερες δυνατόν τιμές, εφόσον βέβαια δεν δημιουργούν υπόταση. Αυτό προέκυψε από μελέτες που έδειξαν ότι τα άτομα με συστολική πίεση 110 mmHg έχουν μικρότερη πιθανότητα να πάθουν καρδιοαγγειακά επεισόδια σε σχέση με άτομα που είχαν αρτηριακή πίεση 120 mmHg ή 130 mmHg.

Όσοι έχουν συστολική 130-139 mmHg και διαστολική μεταξύ 85-90 mmHg πρέπει να προσέχουν. Η κατηγορία αυτή ορίζεται ως προϋπέρταση, ένα στάδιο που μπορεί να φέρει την ήπια υπέρταση, δηλαδή 140-159 τη συστολική και 90-99 τη διαστολική.

Από εκεί και ύστερα υπάρχει η μέτρια υπέρταση, (πάνω από τα 160/100 mmHg) και η βαριά υπέρταση (πάνω από 180/110 mmHg).

Σημειώστε ότι μία μελέτη που δημοσιεύθηκε στο ιατρικό περιοδικό Lancet κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι μεγάλες διακυμάνσεις της αρτηριακής πίεσης μέσα στο 24ωρο είναι ίσως πιο επικίνδυνες από τη υψηλή μέση αρτηριακή πίεση. Ίσως οι μεγάλες διακυμάνσεις της αρτηριακής πίεσης να προκαλούν βαρύτερους τραυματισμούς στον ενδοθήλιο (την εσωτερική επίστρωση των αρτηριών) απ’ ότι μια σταθερά ανεβασμένη αρτηριακή πίεση.

Προκειμένου να τεθεί η σωστή διάγνωση της υπέρτασης, της υπότασης και της ασταθούς πίεσης, είναι απαραίτητο να γίνεται 24ωρη καταγραφή της πίεσης με Holter. Με τον τρόπο αυτό, καταγράφονται συνεχώς, ανά 20 λεπτά, οι τιμές της πίεσης μέρα και νύκτα και παρακολουθείται η διακύμανσή της. Από την μορφολογία της καμπύλης που καταγράφεται, μπορεί να προκύψουν οι αιτίες της υψηλής ή χαμηλής της πίεσης καθώς και η ενδεδειγμένη θεραπεία.

Όσοι έχουν υπέρταση και δεν λαμβάνουν θεραπεία, διατρέχουν:

  • 7 φορές μεγαλύτερο κίνδυνο αγγειακού εγκεφαλικού επεισοδίου
  • 3 φορές μεγαλύτερο κίνδυνο εμφράγματος μυοκαρδίου
  • 6 φορές μεγαλύτερο κίνδυνο για εμφάνιση καρδιακής ανεπάρκειας
  • 3 φορές για αορτικά ανευρύσματα και αρτηριοπάθεια των κάτω άκρων.
  • Σημαντικό κίνδυνο για επιδείνωση της εγκεφαλικής δυσλειτουργίας και της νόσου Αλτσχάιμερ.

Η υπέρταση κάνει ζημιά και στα νεφρά τα οποία διαθέτουν πολλές αρτηρίες. Με τα χρόνια, η υψηλή πίεση του αίματος στενεύει τις αρτηρίες των νεφρών οι οποίες γίνονται αδύναμες. Αυτό έχει ως συνέπεια να μην τροφοδοτούνται με αρκετό αίμα και οξυγόνο οι νεφροί, κάτι που ανεβάζει την πίεση του αίματος και έτσι δημιουργείται ένας φαύλος κύκλος.

Όποιος έχει υψηλή πίεση πρέπει να μεταβάλλει τον τρόπο ζωής και τη διατροφή του. Η απώλεια βάρους για τους υπέρβαρους, η ένταξη στην καθημερινότητα κάποιας φυσικής δραστηριότητας (π.χ. γρήγορο βάδισμα 3-4 χιλιόμετρα την μέρα), η διακοπή του καπνίσματος, η μείωση του στρες, η ελάττωση του αλκοόλ, η ελάττωση του αλατιού και της καφεΐνης ρίχνουν τις υψηλές τιμές και συμβάλλουν στην πρόληψη των καρδιαγγειακών επεισοδίων. Να τονιστεί ότι μια μικρή ελάττωση του βάρους μπορεί να ρυθμίσει το επίπεδο της αρτηριακής πίεσης χωρίς φάρμακα, σε όσους έχουν οριακή υπέρταση.

Η διατροφή που σήμερα ξεχωρίζει και θεωρείται ως η πιο αποτελεσματική για τη μείωση της υπέρτασης είναι η δίαιτα DASH. Η δίαιτα αυτή περιλαμβάνει πολλά φρούτα και λαχανικά αλλά ελάχιστο αλάτι. Σύμφωνα με τις διεθνείς συστάσεις οι ασθενείς με υπέρταση πρέπει να λαμβάνουν το πολύ 4-6 γραμμάρια αλατιού την ημέρα, δηλαδή 1.600-2.400 mg νατρίου (το νάτριο αποτελεί το 40% του αλατιού).

Δείτε επίσης