Χριστούγεννα 2013 με τη Συλβί Γκιγιέμ στο Μέγαρο Μουσικής

Παραμένει μια από τις σπουδαιότερες χορεύτριες όλων των εποχών. Στα 19 της ανακηρύχτηκε πρίμα μπαλαρίνα στην Όπερα του Παρισιού από τον τότε καλλιτεχνικό διευθυντή Ρούντολφ Νουρέγεφ. Αντισυμβατική και ασυμβίβαστη η Συλβί Γκιγιέμ, στα 47 της σήμερα, δεν έπαψε ποτέ να εξελίσσεται.

Στη σπουδαία καλλιτεχνική διαδρομή της έχει σφραγίσει με τον προσωπικό της κινησιολογικό κώδικα τόσο το κλασικό μπαλέτο όσο και τον σύγχρονο χορό. Έτσι η παράσταση με τίτλο «Χριστούγεννα με τη Συλβί Γκιγιέμ», που θα πραγματοποιηθεί από τις 19 έως τις 30 Δεκεμβρίου 2013 στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, αναμένεται με ξεχωριστό ενδιαφέρον. Και, βέβαια, δεν είναι ακριβώς… μία παράσταση, αλλά τέσσερα αριστουργηματικά έργα («Sacred Monsters», «Μαργαρίτα και Αρμάνδος», «Etudes» και «Η Ωραία Κοιμωμένη») σε τρεις παραστάσεις, συνθέτοντας από κοινού ένα από τα λαμπερότερα εορταστικά γκαλά χορού.

Συνοδοιπόροι της σε αυτό το εγχείρημα, από την μία ο φημισμένος χορευτής και χορογράφος Άκραμ Καν στην πολυβραβευμένη παράσταση «Sacred Monsters» (19-23 Δεκεμβρίου) συνοδεία ζωντανής μουσικής. Απ’ την άλλη, τα περίφημα Μπαλέτα του Τόκιο στο κλασικό «Μαργαρίτα και Αρμάνδος» (25-30 Δεκεμβρίου) μαζί με κορυφαίους συνεργάτες και σολίστες, όπως ο πιανίστας Ντέιβιντ Καμπάσι, ο χορευτής Ολιβιέ Σανού και ο πρώτος χορευτής της Σκάλας του Μιλάνου, Μάσιμο Μούρου.

«Πρόκειται για βραδιές καθαρότητας και αγνότητας, γεμάτες έντονα συναισθήματα, βραδιές αντιθέσεων, ονείρου και δακρύων. Ελπίζω το κοινό να τις απολαύσει», ανέφερε η Συλβί Γκιγιέμ σε σημερινή συνέντευξη Τύπου που δόθηκε με αφορμή τις παραστάσεις της, παρουσία του Άκραμ Καν. Για τον ίδιο, το μεγάλο ατού της παρτενέρ του είναι η «παιδιάστικη περιέργεια» που τη χαρακτηρίζει, η οποία συναντάται σε όλους τους μεγάλους δημιουργούς.

«Αν και σωματικά είμαστε πολύ διαφορετικοί, αυτό που μας συνδέει είναι ότι μας απασχολούν τα ίδια ερωτήματα και το ενδιαφέρον μας για την έννοια του χρόνου. Τα πάντα εξαρτώνται από αυτόν. Ανάμεσα στο οριζόντιο, γραμμικό χρόνο, που είναι το ρολόι και τον κάθετο, τον πνευματικό χρόνο, που θα μπορούσε να είναι ο θάνατος, έρχεται η συνάντησή μας επί σκηνής», εξήγησε ο Άκραμ Καν.

Στα «Ιερά Τέρατα» οι δύο καλλιτέχνες εξερευνούν τη δυναμική και τη γλώσσα του μπαλέτου και του «kathak», ανταλλάσσοντας εμπειρίες, ακόμη και παιδικές αναμνήσεις, εκφράζοντας παράλληλα την κοινή επιθυμία τους για πειραματισμό, διεύρυνση της γνώσης και απόκτηση προσωπικής φωνής και έκφρασης.

Όπως άλλωστε είπε ο Άκραμ, «αν ο καλλιτέχνης είναι ένα μπαλάκι τένις, η καλύτερη φάση του είναι η συνεχής κίνηση από το ένα μέρος στο άλλο και το ιδανικό σημείο έμπνευσης και δημιουργικής ευτυχίας, είναι ακριβώς στη μέση, πάνω απ’ το δίχτυ». Ή αλλιώς, κατά τη Συλβί: «Είμαι κλασική χορεύτρια, έχω εκπαιδευτεί μ’ αυτό το στυλ, την τεχνική, την παράδοση, αλλά όχι σαν οπαδός μιας θρησκείας. Το μόνο «ιερό μέρος», το δικό μου «ιερό τέρας», είναι αποκλειστικά και μόνον το μέρος που χορεύω, η σκηνή! Με οποιαδήποτε τεχνική και μόνο μου «πιστεύω» την αυθεντική έμπνευση και την υψηλή ποιότητα».

Για το «Μαργαρίτα και Αρμάνδος»- το οποίο η Συλβί Γκιγιέμ μαζί με τα Μπαλέτα του Τόκιο παρουσιάζουν σε μία ενιαία παράσταση με τις «Etudes»- η μεγάλη ντίβα του χορού είπε πως πρόκειται για ένα χορευτικό διαμάντι, στο οποίο «η τραγωδία είναι αυτή που έρχεται σε πρώτο πλάνο…».

Το μπαλέτο είναι εμπνευσμένο από το μυθιστόρημα του 19ου αιώνα «Η Κυρία με τις Καμέλιες» του Αλέξανδρου Δουμά, αλλά και από άλλες προσαρμογές της ίδιας ιστορίας, όπως η περίφημη όπερα του Τζιουζέπε Βέρντι, «Τραβιάτα». Το έργο δημιουργήθηκε το 1963 από τον σπουδαίο χορογράφο Σερ Φρέντερικ Αστον, σε μουσική του Λιστ ειδικά για το κορυφαίο χορευτικό ζευγάρι της εποχής, τον Ρούντολφ Νουρέγεφ και την Μαργκό Φοντέιν.

«Ομολογώ ότι λατρεύω να πεθαίνω επί σκηνής, να θυσιάζομαι για τον έρωτα και πιστεύω πως ο κόσμος αυτό αποζητά να δει», ανέφερε η ίδια και πρόσθεσε πως στην παράσταση η μουσική παίζει κυρίαρχο ρόλο, καθώς αποδίδει όλα τα συναισθήματα. «Οφείλω να ομολογήσω ότι και εμείς κλαίμε επί σκηνής και λυπούμαι που το κάνουμε ακόμα και σε μία χαρούμενη γιορτή όπως τα Χριστούγεννα».

Σε ό,τι αφορά τις «Etudes», η Γκιγιέμ είπε πως πρόκειται για μία «ζωντανή, κομψή και εκλεπτυσμένη χορογραφία». Μιλώντας για τον «κώδικα», του Μπαλέτου του Τόκιο, «που μοιάζει σαν οδηγός για χορό», ανέφερε πως απαρτίζεται από νέους σε ηλικία χορευτές, οι οποίοι έχουν μεγάλη διάθεση για δουλειά και αποδίδουν εξαιρετικά σαν σύνολο.

Δεδομένου ότι είναι μία από τις μεγαλύτερες εν ζωή καλλιτέχνιδες, η Γκιγιέμ δεν επαφίεται στην αναγνωρισιμότητά της. Σε ερώτηση δημοσιογράφων, σχετικά με το κατά πόσο αυτή επηρεάζει τη ζωή της, η Γκιγιέμ εξήγησε: «Έχω μια φήμη που συχνά προηγείται, οπότε όταν φτάνω κάπου τα πράγματα είναι πιο εύκολα. Ταυτόχρονα όμως επιβάλλεται να παλέψω σκληρά για να συνεχίσω να είμαι αυτό που είμαι… Καλούμαι να παλέψω όχι με τον κόσμο, αλλά και με τον ίδιο μου τον εαυτό. Δεν μπορώ να βασιστώ απλά στη φήμη και σε ό,τι αυτή μου αποφέρει. Σε κάθε μου βήμα οφείλω ν’ αναρωτιέμαι για ποιο λόγο κάνω ό,τι κάνω».

Και πρόσθεσε:«Το γεγονός ότι ήμουν γυναίκα, συνεσταλμένη και ευαίσθητη δεν με βοήθησε πολύ στην καριέρα μου. Αυτό που με βοηθούσε πάντα, είναι ότι ήμουν φιλομαθής, περίεργη, κάπως ξεροκέφαλη- θα έλεγα- και λειτουργούσα διαισθητικά».

Δείτε επίσης