Παιδί και διαταραχές ύπνου

download555555555Η άρνηση του παιδιού για ύπνο, η δυσκολία του να αποκοιμηθεί ή να ξυπνήσει, η υπνοβασία, η υπνηλία κατά τη διάρκεια της ημέρας είναι ορισμένες από τις πιο συνήθεις αιτίες ανησυχίας και παραπόνων που εκφράζουν οι γονείς προς τους γιατρούς.

Ο ύπνος αποτελεί την πρωταρχική δραστηριότητα του εγκεφάλου στα πρώτα χρόνια της ζωής του παιδιού. Mέχρι την ηλικία των δύο ετών, το διάστημα που ένα παιδί έχει κοιμηθεί είναι 10.000 ώρες, χρόνος που αντιστοιχεί σε 14 μήνες περίπου, ενώ το διάστημα που είναι ξύπνιο φτάνει μόνο τις 7.500 ώρες, χρόνος που αντιστοιχεί περίπου σε 10 μήνες. Ακόμα και στην ηλικία των πέντε ετών, διαπιστώνεται ότι το παιδί έχει διανύσει μεγαλύτeρο χρονικό διάστημα σε κατάσταση ύπνου σε σύγκριση με το χρόνο που είναι ξύπνιο και ασχολείται με διάφορες δραστηριότητες. Αυτή η διαπίστωση υποδηλώνει τη μεγάλη σημασία της λειτουργίας του ύπνου για την ανάπτυξη του εγκεφάλου (Dahl, 1996).

Επιπλέον, έχει διαπιστωθεί η συχνή συνύπαρξη των διαταραχών ύπνου με άλλες μορφές ψυχοπαθολογίας, αν και δεν έχει διευκρινιστεί η αιτιώδης σχέση μεταξύ τους (Dahl et al., 1991). Σε ορισμένες περιπτώσεις, οι διαταραχές ύπνου είναι πρωτογενείς και ενδέχεται να προκαλούν περαιτέρω ψυχολογικά προβλήματα, ενώ σε άλλες περιπτώσεις οι διαταραχές ύπνου αποτελούν σύμπτωμα κάποιας αναπτυξιακής διαταραχής. Σε κάθε περίπτωση πάντως, οι διαταραχές της λειτουργίας του ύπνου ασκούν σημαντικές επιδράσεις στη γενική φυσική και ψυχική υγεία του ατόμου, οι οποίες δικαιολογούν τη θέση των διαταραχών αυτών στην αναπτυξιακή ψυχοπαθολογία και το αυξανόμενο ενδιαφέρον που προκαλούν στους ειδικούς.

Κατά τη διάρκεια ενός εικοσιτετραώρου, κάθε άτομο διέρχεται από φάσεις ύπνου και εγρήγορσης, οι οποίες εναλλάσσονται μεταξύ τους. Ένας εικοσιτετράωρος κύκλος «ύπνου-εγρήγορσης» ονομάζεται κιρκάδιος κύκλος. Ο κύκλος αυτός καθορίζεται από τη φυσική διαδικασία των εγκεφαλικά ελεγχόμενων σωματικών ρυθμών και αποτελεί ένα «εσωτερικό ρολόι», το οποίο είναι συνήθως σταθερό και ρυθμίζει τις εναλλαγές ανάμεσα στον ύπνο και την εγρήγορση. Ωστόσο, η λειτουργία του κιρκάδιου κύκλου επηρεάζεται σημαντικά από περιβαλλοντικούς παράγοντες και είναι δυνατό να διαταραχθεί από καταστάσεις

Η ρύθμιση του κιρκάδιου κύκλου και η εγκαθίδρυση ενός σταθερού προγράμματος ύπνου στα παιδιά επηρεάζεται σε μεγάλο βαθμό από τις απαιτήσεις και τις προσδοκίες των γονέων, οι οποίες με τη σειρά τους διαμορφώνονται στο συγκεκριμένο πολιτιστικό πλαίσιο στο οποίο ζει η οικογένεια (McKenna et al., 1993). Για παράδειγμα, ο μεσημεριανός ύπνος, ο οποίος συνηθίζεται σε ορισμένες μόνο κοινωνίες, αποτελεί μια συνήθεια που επηρεάζει τον κιρκάδιο κύκλο.

Η λειτουργία του κιρκάδιου κύκλου διαφοροποιείται κατά τη διάρκεια της ανάπτυξης. Στα νεογνά, η εναλλαγή ύπνου-εγρήγορσης επέρχεται κάθε 3 έως 4 ώρες περίπου και ρυθμίζεται κυρίως από την αίσθηση της πείνας. Στην ηλικία των τριών μηνών, αυξάνουν τα διαστήματα ύπνου κατά τη διάρκεια της νύχτας και μειώνονται κατά τη διάρκεια της ημέρας. Ανάμεσα στα τρία και πέντε έτη, ο κιρκάδιος κύκλος των παιδιών ομοιάζει με αυτόν των ενηλίκων. Στους ενήλικες, υπάρχει συνήθως μία μόνο εναλλαγή μεταξύ ύπνου και εγρήγορσης ανά εικοσιτετράωρο και η φάση του ύπνου επέρχεται τη νύχτα και διαρκεί περίπου 8 έως 10 ώρες.

Η βασική διαγνωστική και ερευνητική μέθοδος για τη μελέτη της λειτουργίας του ύπνου είναι η πολυυπνογραφική αξιολόγηση, η οποία περιλαμβάνει την καταγραφή αντικειμενικών δεδομένων σχετικά με τον ύπνο, με τη βοήθεια εξειδικευμένων μηχανημάτων και ηλεκτρονικών υπολογιστών.  Η μέθοδος αυτή έχει οδηγήσει τους ειδικούς στην καταγραφή δύο βασικών φάσεων ύπνου, οι οποίες εναλλάσσονται μεταξύ τους.

NREM και REM (ορθόδοξος και παράδοξος ύπνος)

Η πρώτη φάση είναι αυτή του «ορθόδοξου» ύπνου. Ο ορθόδοξος ύπνος είναι συγχρονισμένος και χαρακτηρίζεται από «κανονικής ταχύτητας οφθαλμικές κινήσεις» (NREM- NonRapid Eye Movement). Κατά τη διάρκεια του ορθόδοξου ύπνου, η αναπνοή, ο ρυθμός της καρδιάς και η πίεση είναι κανονικά, η ροή του αίματος στον εγκέφαλο μειώνεται, η θερμοκρασία του εγκεφάλου πέφτει ελαφρά και οι σκελετικοί μύες διατηρούν τον τόνο.

Η δεύτερη φάση είναι αυτή του «παράδοξου ύπνου». Ο παράδοξος ύπνος, ο οποίος ονομάζεται επίσης ασυγχρόνιστος ή ενεργός ύπνος, χα¬ρακτηρίζεται από συχνές εκρήξεις σταδίων REM (Rapid Eye Movement), δηλαδή «γοργών οφθαλμικών κινήσεων». Κατά τη διάρκεια του παράδοξου ύπνου, η αναπνοή, ο καρδιακός ρυθμός και η πίεση είναι ακανόνιστα και παρατηρούνται περισσότερες κινήσεις στο σώμα και στο πρόσωπο. Μια δυνατή κίνηση του σώματος προηγείται συχνά, για ένα ή δύο λεπτά, κάθε περιόδου παράδοξου ύπνου, η οποία τερματίζεται με μια παρόμοια κίνηση. Οι περισσότεροι σκελετικοί μύες είναι χαλαροί. Η ροή του αίματος στον εγκέφαλο είναι μεγαλύτερη απ’ ό,τι κατά την εγρήγορση και η θερμοκρασία του εγκεφάλου αυξάνεται.

Ο παράδοξος ύπνος καλύπτει το 20-25% του συνολικού χρόνου του ύπνου στον άνθρωπο. Στους ενήλικες, ο παράδοξος ύπνος εναλλάσσεται με τον ορθόδοξο ύπνο περίπου κάθε 80-100 λεπτά, ενώ οτα νεογνά, οι εναλλαγές αυτές πραγματοποιούνται συχνότερα, κάθε 50-60 λεπτά. Η διάρκεια των περιόδων του παράδοξου ύπνου αυξάνεται κατά τις πρωινές ώρες, γι’ αυτό και τα περισσότερα όνειρα τα βλέπουμε συνήθως εκείνο το χρονικό διάστημα. Επίσης, εκείνο το χρονικό διάστημα εκδηλώνονται συνήθως οι διαταραχές του ύπνου που σχετίζονται με τη φάση REM, όπως οι εφιάλτες.

Η μνήμη των ψυχολογικών γεγονότων του ύπνου είναι φτωχή, αλλά το ξύπνημα σε οποιοδήποτε στάδιο του ύπνου προκαλεί συχνά ανάκληση των αμέσως προηγούμενων νοητικών καταστάσεων. Κατά τον ορθόδοξο ύπνο συμβαίνουν υπναγωγικές ψευδαισθήσεις, δηλαδή σύντομες, ασύνδετες και συχνά περίεργες αισθητηριακές εμπειρίες. Το ξύπνημα από τον ορθόδοξο ύπνο προκαλεί συνήθως αποσπασματικές αναφορές, χαρακτηριζόμενες ως «σκέψη», ενώ το ξύπνημα από τον παράδοξο ύπνο προκαλεί μακρές, ζωηρές και περιπετειώδεις αναφορές, χαρακτηριζόμενες ως «όνειρα».

Οι δυσκολίες ύπνου ανά ηλικία

Οι ανάγκες ύπνου του ανθρώπου διαφοροποιούνται κατά τη διάρκεια της ανάπτυξης, ιδιαίτερα τα πρώτα χρόνια της ζωής. Τόσο οι εναλλαγές ύπνου – εγρήγορσης όσο και οι εναλλαγές των δύο φάσεων του ύπνου έχουν διαφορετική διάρκεια και συχνότητα καθώς το παιδί μεγαλώνει. Για το λόγο αυτόν οι δυσκολίες που σχετίζονται με τον ύπνο δεν είναι ίδιες σε όλες τις ηλικίες.

Στα μωρά και στα νήπια, η μεγαλύτερη δυσκολία αφορά τη διατήρηση συνεχόμενου ύπνου κατά τη διάρκεια της νύχτας. Οι γονείς συχνά παραπονιούνται ότι τα παιδιά αυτής της ηλικίας ξυπνούν πολλές φορές με κλάματα τη νύχτα και δυσκολεύονται να ξανακοιμηθούν. Ωστόσο, η ρύθμιση του βιολογικού κύκλου ύπνου – εγρήγορσης του βρέφους καθορίζεται, σε μεγάλο βαθμό, από τις αλληλεπιδράσεις ανάμεσα στο βρέφος και τους γονείς του καθώς επίσης από τις γνωστικές, συναισθηματικές και κοινωνικές εμπειρίες του βρέφους. Στα πλαίσια αυτής της αλληλεπίδρασης, οι ατομικές διαφορές των βρεφών ως προς την ποιότητα, τη διάρκεια και το πρόγραμμα ύπνου, άλλοτε ερμηνεύονται από τους γονείς ως φυσιολογικά χαρακτηριστικά και άλλοτε ως δυσκολίες που τους προβληματίζουν και τους ανησυχούν. Φαίνεται, δηλαδή, ότι η δυσκολία ενός μωρού να αποκοιμηθεί ή η μικρή διάρκεια ύπνου τη νύχτα αξιολογούνται ως προβληματικές ή μη καταστάσεις ανάλογα με τις αντιλήψεις, την υπομονή και τις απαιτήσεις των γονέων.

Στην προσχολική ηλικία, τα προβλήματα ύπνου των παιδιών εντοπίζονται κυρίως στη δυσκολία τους να αποκοιμηθούν, ενώ στη σχολική ηλικία τα προβλήματα εντοπίζονται συνήθως στην άρνηση των παιδιών να πάνε για ύπνο (Anders et al., 1992). Ακόμα και σε αυτές τις περιπτώ σεις πάντως, οι απαιτήσεις των γονέων έχουν ιδιαίτερη σημασία για το    χαρακτηρισμό της κατάστασης ως προβληματικής ή όχι. Ομοίως, οι πολιτιστικές συνήθειες επηρεάζουν σημαντικά αυτές τις αντιλήψεις. Για παράδειγμα, στις δυτικές κοινωνίες το παιδί ενθαρρύνεται από πολύ νωρίς να κοιμάται στο δικό του κρεβάτι και, όταν αυτό δεν επετυγχάνεται, η κατάσταση αξιολογείται συνήθως ως προβληματική. Αντίθετα, στην Ιαπωνία και σε άλλες κοινωνίες της Ανατολής, το παιδί συνηθίζει να κοιμάται με τους γονείς του μέχρι την ηλικία των 13 ετών περίπου και αυτή η κατάσταση θεωρείται απόλυτα φυσιολογική (Harkness &  Super, 1995).

Στην εφηβεία, ένα σύνηθες πρόβλημα είναι η υπνηλία κατά τη διάρκεια της ημέρας. Κατά την εφηβεία, μειώνεται σημαντικά η διάρκεια των σταδίων του βαθέος ύπνου (NREM), με αποτέλεσμα οι έφηβοι να έχουν ανάγκη από περισσότερο ύπνο και συχνά να νυστάζουν κατά τη διάρκεια της ημέρας (Carskadon et al., 1980). Στις περιπτώσεις μάλιστα που η σχολική μελέτη και οι υπόλοιπες ασχολίες των σύγχρονων εφήβων επιβάλλουν λιγότερες ώρες ύπνου, τότε εμφανίζονται συμπτώματα όπως συνεχής κόπωση, ευερεθιστότητα και δυσκολίες συγκέντρωσης της προσοχής (Carskadon et al., 1989).

Οι διαταραχές του ύπνου ταξινομούνται σε δύο μεγάλες κατηγορίες: τις πρωτοπαθείς διαταραχές ύπνου ύπνου και τις διαταραχές του ύπνου συνδεόμενες με άλλη ψυχική διαταραχή. Οι πρωτοπαθείς διαταραχές ύπνου θεωρούνται ως το αποτέλεσμα δυσλειτουργίας της φυσιολογικής ικανότητας του οργανισμού να ρυθμίσει τους μηχανισμούς ύπνου – εγρήγορσης, σε αντίθεση με τη δεύτερη κατηγορία, στην οποία οι διαταραχές του ύπνου είναι το αποτέλεσμα κάποιας άλλης ψυχικής διαταραχής ή της χρήσης φαρμάκων.

Οι πρωτοπαθείς διαταραχές ύπνου περιλαμβάνουν δύο ομάδες διαταραχών: τις δυσυπνίες και τις παραϋπνίες.

Δυσυπνίες

Οι δυσυπνίες αφορούν τη δυσκολία του ατόμου να αποκοιμηθεί ή να κοιμηθεί συνεχόμενα. Επεισόδια δυσυπνιών (με εξαίρεση τη ναρκοληψία) είναι συνήθη στα παιδιά. Οι βασικές μορφές των δυσυπνιών είναι:

Πρωτοπαθής αϋπνία. Το βασικό χαρακτηριστικό της πρωτοπαθούς αϋπνίας είναι η δυσκολία επέλευσης ή διατήρησης του ύπνου ή ο μη αναζωογονητικός ύπνος για τουλάχιστον ένα μήνα.

Πρωτοπαθής υπερυπνία. Το κυρίαρχο χαρακτηριστικό της πρωτοπαθούς υπερυπνίας είναι η υπερβολική υπνηλία για τουλάχιστον ένα μήνα, όπως αποδεικνύεται είτε από επεισόδια παρατεταμένου ύπνου είτε από επεισόδια ύπνου κατά τη διάρκεια της ημέρας, που εμφανίζονται σχεδόν καθημερινά. Τα επεισόδια ύπνου κατά τη διάρκεια της ημέρας επέρχονται συνήθως όταν το παιδί βρίσκεται σε κατάσταση χαμηλής διέγερσης, όπως για παράδειγμα όταν βλέπει τηλεόραση. Κατά τη διάρκεια αυτών των επεισοδίων, το παιδί έχει τα μάτια του ανοιχτά και μπορεί να απαντήσει μονολεκτικά σε απλές ερωτήσεις. Δεν μπορεί ωστόσο να απαντήσει σε πιο πολύπλοκες ερωτήσεις και η ικανότητα του για απόκτηση νέων πληρο-φοριών είναι ελάχιστη. Τα παιδιά με υπερυπνία στα οποία τα ημερήσια επεισόδια ύπνου είναι συχνά, μπορεί να διαγνωσθούν, λανθασμένα, ως παιδιά με ήπια νοητική υστέρηση εξαιτίας της μειωμένης ικανότητας τους για μάθηση (Bootzin & Chambers, 1990).

Ναρκοληψία. Η ναρκοληψία χαρακτηρίζεται από αιφνίδια επεισόδια ύπνου REM, τα οποία εμφανίζονται σε καθημερινή βάση ενώ το άτομο βρίσκεται σε εγρήγορση και διαρκούν συνήθως από 10 έως 20 λεπτά. Το παράδοξο είναι ότι το άτομο περνά ξαφνικά στη φάση του ύπνου REM, ενώ βρισκόταν σε εγρήγορση, χωρίς να προηγηθεί η φάση του ύπνου NREM. Κατά τη μετάβαση αυτή, εκδηλώνονται επανειλημμένες παρεμβολές στοιχείων ύπνου REM, όπως ψευδαισθήσεις. Επίσης, συνήθεις είναι οι καταπληξίες, δηλαδή βραχέα επεισόδια αιφνίδιας απώλειας του μυϊκού τόνου. Η διαταραχή αυτή εμφανίζεται συνήθως στο τέλος της εφηβείας ενώ η πλήρης συμπτωματολογία της εκδηλώνεται εξαιρετικά σπάνια πριν από την ηλικία των 10 ετών.

Η ναρκοληψία είναι μια σοβαρότερη μορφή διαταραχής ύπνου, η οποία έχει κληρονομική βάση και οφείλεται σε νευρολογική δυσλειτουργία, η οποία επηρεάζει την ικανότητα του ατόμου να εισέλθει στον ύπνο REM και να εξέλθει από αυτόν. Η διαταραχή αυτή είναι χρόνιας φύσης αν και ορισμένα από τα συνοδά νευρολογικά συμπτώματα ενδέχεται να υποχωρούν με το πέρασμα του χρόνου.

Συνδεόμενη με την αναπνοή διαταραχή του ύπνου. Πρόκειται για αποδιοργάνωση του ύπνου που οδηγεί σε υπερβολική υπνηλία ή αϋπνία, η οποία θεωρείται ότι οφείλεται σε συνδεόμενη με με την αναπνοή τον ύπνο αναπνευστική διαταραχή. Η πιο συνήθης μορφή αυτής της διαταραχής στα παιδιά είναι το σύνδρομο αποφρακτικής υπνικής άπνοιας. Η διαταραχή χαρακτηρίζεται από δυνατό ροχαλητό και ακολουθούν παύσεις άπνοιας και σύντομες εγέρσεις ή ανήσυχες κινήσεις. Λόγω των αναπνευστικών δυσκολιών τους, τα παιδιά αυτά κάνουν συνήθως ανήσυχο ύπνο, ενδέχεται να βρέχουν το κρεβάτι τους τη νύχτα και πολλές φορές υιοθετούν παράξενες στάσεις ύπνου προκειμένου να διευκολύνουν την αναπνευστική τους λειτουργία. Εξαιτίας του ανήσυχου ύπνου τους, πολλές φορές τα παιδιά αυτά αισθάνονται κουρασμένα κατά τη διάρκεια της ημέρας και συχνά εκδηλώνουν συμπτώματα απροσεξίας και υπερκινητικότητας, τα οποία ενδέχεται να παρεμποδίζουν τη σχολική μάθηση. Για τους λόγους αυτούς, τα συμπτώματα της διαταραχής αυτής εύκολα μπορούν να παρερμηνευθούν ως συμπτώματα άλλης αναπτυξιακής διαταραχής, όπως της ΔΕΠ-Υ και των Ειδικών Μαθησιακών Δυσκολιών (Hansen & Vandendberg, 1997).

Η συνδεόμενη με την αναπνοή διαταραχή του ύπνου στα παιδιά οφείλεται συνήθως σε διογκωμένες αδενοειδείς εκβλαστήσεις και κρεατάκια. Η αφαίρεση τους με χειρουργική επέμβαση μπορεί να αποκαταστήσει τις αναπνευστικές δυσκολίες και τις δυσκολίες ύπνου.

Διαταραχή ου κιρκαδιανού ρυθμού του ύπνου. Πρόκειται για ένα επίμονο και επαναλαμβανόμενο πρότυπο αποδιοργάνωσης του ύπνου που οδηγεί σε υπερβολική υπνηλία ή αϋπνία, το οποίο οφείλεται σε κακό συγχρονισμό μεταξύ του προγράμματος ρυθμού του ύπνου-εγρήγορσης που απαιτείται από το περιβάλλον του ατόμου και το δικό του κιρκαδιανό πρότυπο ύπνου – εγρήγορσης.

Η διαταραχή του κιρκαδιανού ρυθμού του ύπνου προκαλείται συνήθως από περιβαλλοντικούς παράγοντες. Στους εφήβους, ένας τέτοιος παράγοντας είναι η πολύωρη μελέτη ακόμα και κατά τη νύχτα, ενώ στους ενήλικες ένας τέτοιος παράγοντας είναι η γέννηση ενός παιδιού που απαιτεί συχνές διακοπές του ύπνου κατά τη διάρκεια της νύχτας.

Παραϋπνίες

Η δεύτερη κατηγορία πρωτοπαθών διαταραχών ύπνου είναι οι παραϋπνίες, οι οποίες χαρακτηρίζονται από την εισβολή περιστατι­κών εγρήγορσης κατά τη διάρκεια του νυχτερινού ύπνου. Οι βασικές μορφές των παραϋπνιών είναι οι εξής:

Εφιάλτες. Η διαταραχή εφιαλτών χαρακτηρίζεται από επανειλημμένες αφυπνίσεις με λεπτομερή ανάκληση εκτενών και εξαιρετικά τρομακτικών ονεί­ρων, τα οποία συνήθως αφορούν απειλές κατά της επιβίωσης και της ασφάλειας. Οι εφιάλτες εμφανίζονται κατά τη διάρκεια του ύπνου REM, συνήθως τις πρωινές ώρες. Κατά την αφύπνιση από τα τρομακτικά όνειρα, το άτομο ανακτά γρήγορα τον προσανατολισμό και την εγρήγορση. Η ένταση και η συχνότητα των εφιαλτών συχνά επηρεάζο­νται από αγχώδεις ή συναισθηματικά τραυματικές εμπειρίες στη ζωή του ατόμου. Oι εφιάλτες ξεκινούν συνήθως στην ηλικία μεταξύ τριών και έξι ετών. Σε αυτή την ηλικία, οι εφιάλτες συ­χνά σχετίζονται με φόβους τιμωρίας ή εγκατάλειψης.

Οι εφιάλτες προκαλούνται συνήθως από συναισθηματικές εντάσεις, άγχος ή τραυματικές εμπειρίες στη ζωή του ατόμου και υποχωρούν με το πέρασμα του χρόνου χωρίς να εξελίσσονται σε χρόνια κατάσταση που να επηρεάζει τη λειτουργικότητα και τις καθημερινές δραστηριότητες του.

Διαταραχή ενυπνίου τρόμου. Η διαταραχή ενυπνίου τρόμου χαρακτηρίζεται από επανειλημμένα επεισόδια αιφνίδιας αφύπνισης από τον ύπνο, τα οποία αρχίζουν με μια κραυγή πανικού και συνοδεύονται από έντονο φόβο και σημεία διέγερσης του αυτόνομου νευρικού συστήματος. Τα επεισόδια αυτά εμ­φανίζονται συνήθως μία έως τρεις ώρες αφότου το άτομο έχει αποκοι­μηθεί, κατά τη μετάβαση από τη φάση NREM στη φάση REM. Το άτομο δεν ανταποκρίνεται συνήθως στις προσπάθειες των άλλων να το ηρεμή­σουν κατά τη διάρκεια του επεισοδίου. Επιπλέον, δεν μπορεί να προσ­διορίσει την αιτία του τρόμου του και την επόμενη μέρα συνήθως δεν θυμάται το επεισόδιο. Εάν αφυπνιστεί, φαίνεται αποδιοργανωμένο και δυσκολεύεται να προσανατολιστεί στο χώρο και στο χρόνο.

Υπνοβασία. Η διαταραχή υπνοβασίας χαρακτηρίζεται από επαναλαμβανόμενα υπνοβασίας επεισόδια έγερσης από το κρεβάτι και βάδισης κατά τη διάρκεια του ύπνου. Ενώ το άτομο βαδίζει, έχει συνήθως ανέκφραστο πρόσωπο, με καθηλωμένο βλέμμα και μπορεί να αφυπνιστεί μόνο με μεγάλη δυσκο­λία. Οι κινήσεις του σώματος δεν είναι καλά συντονισμένες και η βάδι­ση δεν φαίνεται να οδηγεί προς κάποια κατεύθυνση με συγκεκριμένο σκοπό. Επίσης, εάν αφυπνιστεί ή την επόμενη μέρα, το άτομο έχει αμνησία για το επεισόδιο. Τα επεισόδια υπνοβασίας εμφανίζονται συνήθως για πρώτη φορά στην ηλικία μεταξύ τεσσάρων και οκτώ χρόνων, ενώ είναι συνηθέστερα γύρω στην ηλικία των 12 ετών.

Οι ενύπνιοι τρόμοι και η υπνοβασία οφείλονται σε διέγερση του Κεντρικού Νευρικού Συστήματος, ιδιαίτερα μάλιστα στην ενεργοποίηση του κινητικού και αυτόνομου νευρικού συστήματος. Η κληρονομικότητα φαίνεται να παίζει σημαντικό ρόλο στην εμφάνιση των επεισοδίων υπνοβασίας, καθώς έχει διαπιστωθεί πως στο 80% των ατόμων με αυτή τη διαταραχή αναφέρεται οικογενειακό ιστορικό υπνοβασίας.

Δείτε επίσης