ΒΙΤΑΜΙΝΗ D

Η βιταµίνη D είναι µια λιποδιαλυτή βιταµίνη. Η σπουδαιότητά της οφείλεται στο γεγονός ότι ρυθµίζει το µεταβολισµό του ασβεστίου και του φωσφόρου. Είναι µοναδική ανάµεσα στις βιταµίνες διότι: 1) υπάρχει σε φυσική µορφή µόνο σε µερικές κοινές τροφές και 2) µπορεί να σχηµατιστεί στο σώµα από την έκθεση του δέρµατος στις υπεριώδεις ακτίνες του ηλιακού φωτός.

vitamin-d-food55s1Βιταµίνη D είναι ο γενικός όρος που χρησιµοποιείται για να περιγράψει όλες τις στερόλες που παρουσιάζουν τη βιολογική δραστηριότητα της χοληκαλσιφερόλης. Αυτές είναι:
• Βιταµίνη D1 (καλσιφερόλη)
• Βιταµίνη D2 (εργοκαλσιφερόλη)
• Βιταµίνη D3 (χοληκαλσιφερόλη)
• 1(ΟΗ)D3 (1υδροξυχοληκαλσιφερόλη, αλφακαλσιδόλη)
• 25(ΟΗ)D3 (25 υδροξυχοληκαλσιφερόλη, καλσιφεδιόλη)
• 1,25(ΟΗ)2D3 (1,25 διυδροξυχοληκαλσιφερόλη, καλσιτριόλη)
• 24,25(ΟΗ)2D3 (24,25 διυδροξυχοληκαλσιφερόλη)
• Διϋδροταχυστερόλη

Η βιταµίνη D2 είναι ο τύπος που προστίθεται συχνότερα σε τρόφιµα και διαιτητικά συµπληρώµατα.

Μια διεθνής µονάδα (1 Unit) βιταµίνης D ορίζεται ως η δραστικότητα 0,025 µg χοληκαλσιφερόλης. Δηλαδή 1 µg βιταµίνης D = 40 units βιταµίνης D κα: 1 unit βιταµίνης D = 0,025 µg βιταµίνης D.

ΤΡΟΦΕΣ ΠΟΥ ΠΕΡΙΕΧΟΥΝ ΒΙΤΑΜΙΝΗ D (σε μ µg)

VITAЬШТЕ Δ

ΔΟΣΟΛΟΓΙΑ

Η βιταµίνη D είναι διαθέσιµη σε δισκία και σε κάψουλες, και επίσης βρίσκεται σε πολλά πολυβιταµινούχα συµπληρώµατα διατροφής και ιχθυέλαια. Η κατάλληλη δόση βιταµίνης D στις περισσότερες περιπτώσεις είναι 10 µg την ηµέρα.

ΣΥΝΘΕΣΗ ΣΤΟ ΔΕΡΜΑ

H έκθεση του δέρµατος στις υπεριώδεις ακτίνες έχει ως αποτέλεσµα τη σύνθεση της χοληκαλσιφερόλης (βιταµίνη D3). Αυτή είναι και η κύρια πηγή της βιταµίνης D. Το ποσό της χοληκαλσιφερόλης που δηµιουργείται εξαρτάται από: 1) το χρόνο της έκθεσης, 2) την περιοχή του εκτιθέµενου δέρµατος, 3) το µήκος κύµατος της ακτινοβολίας, 4) τον βαθµό
µόλυνσης της ατµόσφαιρας, 5) το χρώµα του δέρµατος (υψηλή συγκέντρωση µελανίνης απαιτεί µεγαλύτερη έκθεση, ώστε να επιτευχθεί ο ίδιος βαθµός σύνθεσης) και 6) την ηλικία του ατόµου (οι ηλικιωµένοι έχουν τη µισή ικανότητα σύνθεσης α τους νέους).

ΔΡΑΣΗ

Η βιταµίνη D είναι απαραίτητο συστατικό για την προαγωγή της απορρόφησης και της χρησιµοποίησης του ασβεστίου και του φωσφόρου από το ερειστικό σύστηµα. Σε συνεργασία µε παραθυρεοειδικές ορµόνες και την καλσιτονίνη, ρυθµίζει τη συγκέντρωση του ασβεστίου στο αίµα ανάλογα µε τις ανάγκες, καθώς και την εναπόθεση ή αποµάκρυνση του ασβεστίου στα οστά. Συµµετέχει στην νευροµυϊκή λειτουργία και σε πλήθος άλλων κυτταρικών λειτουργιών, συµπεριλαµβανοµένης της λειτουργίας του ανοσοποιητικού συστήµατος

ΜΕΤΑΒΟΛΙΣΜΟΣ

Η βιταµίνη D απορροφάται µε τη βοήθεια των χολικών αλάτων από το λεπτό έντερο µέσω του λεµφικού συστήµατος. Η απορρόφηση της εκτιµάται γύρω στο 50%.

Η χοληκαλτσιφερόλη (βιταµίνη D3), προσλαµβανόµενη είτε από τη δίαιτα είτε από την επίδραση της ηλιακής ακτινοβολίας πάνω στο δέρµα, µεταφέρεται µε µια ειδική σφαιρίνη, τη βιταµινο-D-δεσµευτική πρωτείνη, στο αίµα και καταλήγει στο ήπαρ. Εκεί µετατρέπεται σε 25-ΟΗ-D3 και µεταφέρεται στους νεφρούς, όπου µετατρέπεται σε 1,25-(ΟΗ)2-D3, την πιο δραστική µορφή της βιταµίνης D. Η δραστική ένωση 1,25-(ΟΗ)2-D3 δρα ως ορµόνη. Οι κυριότερες αποθήκες της βιταµίνης D είναι ο λιπώδης ιστός και οι σκελετικοί µύες. Μερικές ποσότητές της βρίσκονται στο ήπαρ, στον εγκέφαλο, στους πνεύµονες, στον σπλήνα, στα οστά και στο δέρµα.

Η κύρια οδός απέκκρισης της βιταµίνης D είναι εκείνη της χολής, µέσω της oποίας αποβάλλεται µε τα κόπρανα. Ποσοστό µικρότερο του 4% της ολικής αποβολής της ανευρίσκεται στα ούρα.

ΕΛΛΕΙΨΗ

Ανεπάρκεια της βιταµίνης D έχει ως αποτέλεσµα τη µειωµένη εντερική απορρόφηση ασβεστίου και φωσφόρου. Επίσης, υποκαλιαιµία, υποφωσφαταιµία, αύξηση δραστικότητας της αλκαλικής φωσφατάσης στο πλάσµα και υπερπαραθυρεοειδισµό. Η αποµετάλλωση* των οστών οδηγεί σε ραχίτιδα στα παιδιά και σε οστεοµαλακία στους ενήλικες. Τα παιδιά επίσης µπορεί να εµφανίσουν σπασµούς και τετανία.

Υπάρχουν επίσης αποδείξεις από έρευνες ότι χαµηλά επίπεδα βιταµίνης D στο πλάσµα του αίµατος σχετίζονται µε την εµφάνιση οστεοαρθρίτιδας και ρευµατοειδούς αρθρίτιδας, καθώς και µε τον κίνδυνο εµφάνισης σακχαρώδους διαβήτη. Είναι ακόµη άγνωστο αν τα διαιτητικά συµπληρώµατα βιταµίνης D µπορούν να παρεµποδίσουν την εµφάνιση των παραπάνω ασθενειών.

ΧΡΗΣΗ

Οι απαιτήσεις σε βιταµίνη D µπορεί να αυξηθούν, καθώς και η χορήγηση συµπληρωµάτων να καταστεί αναγκαία σε:
• Βρέφη που θηλάζουν, χωρίς συµπληρωµατική βιταµίνη D, ή που έχουν περιορισµένη έκθεση στην ηλιακή ακτινοβολία.
• Εγκυµοσύνη.
• Θηλασµό (ιδιαίτερα µε βρέφη που έχουν γεννηθεί το φθινόπωρο).
• Ηλικιωµένους, που έχουν περιορισµένη έκθεση στην ηλιακή ακτινοβολία (πιθανόν λόγω µειωµένης κινητικότητας.
• Άτοµα µε σκούρο δέρµα.
• Αυστηρά χορτοφάγους.
• Σε άτοµα που δεν εκτίθενται αρκετά στην ηλιακή ακτινοβολία.

Η βιταµίνη D έχει ερευνηθεί για τον πιθανό της ρόλο στην οστεοπόρωση, τον καρκίνο και την υπέρταση:

Οστεοπόρωση. Η βιταµίνη D (ανεξάρτητα από το ασβέστιο) µπορεί να καταστεί χρήσιµη στην πρόληψη της οστεοπόρωσης. Μερικές έρευνες έχουν δείξει ότι γυναίκες που είχαν υποστεί κατάγµατα στο ισχίο παρουσίαζαν χαµηλά επίπεδα βιταµίνης D στο πλάσµα.

Υπάρχουν ορισµένα στοιχεία που συνηγορούν υπέρ του ότι τα συµπληρώµατα βιταµίνης D βοηθούν στη µείωση της απώλειας οστικής µάζας και του κινδύνου καταγµάτων, και σε συνδυασµό µε το ασβέστιο, µπορεί να ενισχύσουν το αποτέλεσµα της ορµονικής θεραπείας.
Ωστόσο, άλλες έρευνες δεν έδειξαν κάποια µείωση στην συχνότητα των καταγµάτων έπειτα από χρήση συµπληρωµάτων. Οι διαφορές στα αποτελέσµατα µπορεί να οφείλονται στους διαφορετικούς τύπους της βιταµίνης D που χρησιµοποιούνται για την παρασκευή των
συµπληρωµάτων. Όσον αφορά στην µετεµµηνοπαυσική οστεοπόρωση, υπάρχουν αποδείξεις ότι τα ανάλογα της βιταµίνης D -περισσότερο απ’ ότι η βιταµίνη D- παρουσιάζουν προστατευτική δράση στα οστά.

Καρκίνος. Υπάρχουν συγκεκριµένες αποδείξεις ότι χαµηλά επίπεδα βιταµίνης D συνδέονται µε ορισµένα είδη καρκίνου όπως στο κόλον, στον προστάτη και στο στήθος.

Υπέρταση. Η βιταµίνη D, ενδεχοµένως µέσω ενός µηχανισµού που επηρεάζει τον µεταβολισµό του ασβεστίου, φαίνεται να παίζει κάποιον ρόλο στην ρύθµιση της πίεσης του αίµατος. Τα ανάλογα της βιταµίνης D έχει βρεθεί µετά από έρευνες ότι µειώνουν τα επίπεδα της αρτηριακής πίεσης. Αποµένει να αποδειχθεί εάν τα ευεγερτικά αποτελέσµατα στη πίεση του αίµατος µπορούν να προέλθουν από την αυξηµένη διαιτητική πρόσληψη σε βιταµίνη D, ή στη λήψη συµπληρωµάτων αυτής.

ΠΡΟΦΥΛΑΞΕΙΣ

Η βιταµίνη D πρέπει να αποφεύγεται σε: Υπερκαλιαιµία, νεφρική οστεοδυστροφία µε υπερφωσφαταιµία.

Φυτοφάγοι. Τα διαιτητικά συµπληρώµατα που περιέχουν βιταµίνη D3 (χοληκαλτσιφερόλη) προέρχονται από ζωικές πηγές και εποµένως δεν θεωρούνται κατάλληλα για τους αυστηρώς φυτοφάγους, ενώ, η βιταµίνη D2 (εργοκαλτσιφερόλη) προέρχεται από φυτικές πηγές.

Εγκυµοσύνη και θηλασµός. Δεν έχουν παρατηρηθεί προβλήµατα σε φυσιολογική πρόσληψη. Υπάρχει αυξηµένος κίνδυνος υπερκαλιαιµικής τετανίας σε βρέφη τα οποία θηλάζουν, όταν οι µητέρες δεν προσλαµβάνουν αρκετές ποσότητες βιταµίνης D.

ΠΑΡΕΝΕΡΓΕΙΕΣ

Υπάρχει ευρύ φάσµα ανεκτικότητας της βιταµίνης D αλλά, δόσεις 250 µg (50.000 Διεθνείς µονάδες) ηµερησίως για έξι µήνες µπορεί να προκαλέσουν τοξικότητα. Τα βρέφη και τα παιδιά είναι περισσότερο ευάλωτα σε σχέση µε τους ενήλικες. Η πρόσληψη µεγάλων δόσεων οδηγεί σε υπερκαλιαιµία µε τα συνωδά της συµπτώµατα (απάθεια, ανορεξία, διάρροια, ξηρότητα στόµατος, κούραση, πονοκέφαλο, ναυτία και έµετο, δίψα και αδυναµία.)

Άλλα συµπτώµατα συνδέονται µε την αποτιτάνωση µαλακών ιστών και περιλαµβάνουν: Πόνο στα οστά, καρδιακή αρρυθµία, υπέρταση, νεφρική βλάβη, ψύχωση (σπάνια) και απώλεια βάρους.

ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ ΜΕ ΦΑΡΜΑΚΑ

Αντιεπιληπτικά: Μπορεί να µειώσουν την επίδραση της βιταµίνης D επιταχύνοντας τον µεταβολισµό της.
Καλτσιτονίνη: Μπορεί να δρα ανταγωνιστικά µε τη βιταµίνη D.
Χολεστυραµίνη, Χολεστιπόλη: Μπορεί να µειώσουν την εντερική απορρόφηση της βιταµίνης D.
Διγοξίνη: Εξαιτίας της υπερασβισταιµία, της οφειλόµενης σε βιταµίνη D µπορεί να ενισχυθούν τα αποτελέσµατα της διγοξίνης, οδηγώντας σε καρδιακή αρρυθµία.
Υγρή παραφίνη: Μπορεί να µειώσει την εντερική απορρόφηση της βιταµίνης D (πρέπει να αποφεύγεται η µακρόχρονη χορήγηση της υγρής παραφίνης).
Σουκραλφάτη: Μπορεί να µειώσει την εντερική απορρόφηση της βιταµίνης D.
Θειαζινικά διουρητικά: Μπορεί να αυξήσουν τον κίνδυνο υπερκαλιαιµίας.
Παράγωγα της βιταµίνης D: Αυξάνουν τον κίνδυνο τοξικότητας µε συµπληρώµατα βιταµίνης D.

ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ ΜΕ ΘΡΕΠΤΙΚΑ ΣΥΣΤΑΤΙΚΑ

Ασβέστιο: Μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο υπερκαλιαιµίας.

Δείτε επίσης