ΘΕΙΑΜΙΝΗ (ΒΙΤΑΜΙΝΗ Β1)

Η θειαµίνη είναι µια υδατοδιαλυτή βιταµίνη του συµπλέγµατος των βιταµινών Β. Είναι επίσης γνωστή και ως βιταμίνη Β1 και ανευρίνη. Ημερήσια συνιστώμενη δόση είναι 1-1,2 mg για τα παιδιά, 1-1,2 mg για τις γυναίκες και 1,2-1,5 mg για τους άνδρες.

ΤΡΟΦΕΣ ΠΟΥ ΠΕΡΙΕΧΟΥΝ ΘΕΙΑΜΙΝΗ

Μέση ποσότητα βιταμίνης Β1 που περιέχουν 100 γραμμάρια τροφής – η ακριβής ποσότητα εξαρτάται από την ποικιλία.

Ηλιόσποροι 2,29 mg
Δημητριακά πρωινού 1,30 mg
Νιφάδες από βρώμη 1,25 mg
Κουκουνάρι 1,24 mg
Σουσάμι 1,21 mg
Φιστίκια μακαντέμια 1,20 mg
Χοιρινό ψητό (ωμοπλάτη) 1,12 mg
Ζαμπόν 1,04 mg
Χοιρινό ψητό (μπούτι) 1,02 mg
Ψαρονέφρι ψητό 0,94 mg
Φιστίκια Αιγίνης 0,84 mg
Βρώμη 0,76 mg
Κιμάς χοιρινός, ψητός 0,71 mg
Μπέικον 0,69 mg
Νιφάδες βρώμης 0,68 mg
Μαύρο ρύζι 0,60 mg
Ψωμί βρώμης 0,50 mg
Ξηροί καρποί 0,50 mg
Τόνος φρέσκος 0,50 mg
Ψωμί λευκό 0,47 mg
Ψωμί σίκαλης 0,43 mg
Πέστροφα 0,43 mg
Κάσιους 0,42 mg

ΔΟΣΟΛΟΓΙΑ

Η θειαµίνη είναι διαθέσιµη σε δισκία και κάψουλες. Επίσης απαντάται σε πολυβιταµινούχα σκευάσµατα και σε συµπληρώµατα µαγιάς.

ΔΡΑΣΗ

Η βιταμίνη Β1 λειτουργεί ως συνένζυµο στην οξειδωτική αποκαρβοξυλίωση των α-κετοξέων  (παραγωγή ενέργειας) και στην αντίδραση τρανσακετολάσης της οδού της φωσφορικής  πεντόζης (µεταβολισµός των υδατανθράκων). Επίσης η θειαµίνη είναι σηµαντική για την  διαβίβαση νευρικών ερεθισµάτων.

ΒΙΟΔΙΑΘΕΣΙΜΟΤΗΤΑ

Η βιοδιαθεσιµότητα της µπορεί να ελαττωθεί µε τη χρήση αλκοόλ. Οι απαιτήσεις σε θειαµίνη  αυξάνονται ανάλογα µε την πρόσληψη υδατανθράκων. Η θειαµίνη είναι ασταθής για pH>7,  ενώ η προσθήκη διττανθρακικού νατρίου σε πράσινα λαχανικά (για διατήρηση του πράσινου  χρώµατος τους) µπορεί να οδηγήσει σε απώλειες µεγάλων ποσοτήτων θειαµίνης. Επίσης  καταστρέφεται από την θερµότητα και από την επεξεργασία τροφίµων σε αλκαλικό pH, µε  υψηλές θερµοκρασίες και υπό την παρουσία οξυγόνου, ή άλλων οξειδωτικών παραγόντων.

Οι ανταγωνιστές της θειαµίνης στον καφέ, στο τσάι, στο ωµό ψάρι, στους ξηρούς καρπούς  και σε µερικά λαχανικά µπορούν να οδηγήσουν σε καταστροφή της θειαµίνης κατά την  παρασκευή φαγητών, ή στο έντερο κατά την πέψη.

ΜΕΤΑΒΟΛΙΣΜΟΣΗ

Η απορρόφηση γίνεται κυρίως στη νήστιδα και στον ειλεό, τόσο µε ενεργητική µεταφορά όσο και µε παθητική διάχυση. Η θειαµίνη µεταφέρεται µέσω της αλβουµίνης στο πλάσµα και αποθηκεύεται στην καρδιά, στο συκώτι, στους µύες, στα νεφρά και στον εγκέφαλο. Μόνο µικρές ποσότητες αποθηκεύονται, γι’ αυτόν το λόγο είναι απαραίτητη η συνεχής λήψη. Η θειαµίνη γρήγορα  µετατρέπεται στην βιολογικά ενεργή µορφή της, την πυροφωσφορική θειαµίνη (TPP).

Η βιταμίνη Β1 αποβάλλεται κυρίως στα ούρα. Ποσότητες µεγαλύτερες από τις απαιτούµενες  απεκκρίνονται ως ελεύθερη θειαµίνη. Η θειαµίνη διαπερνάει τον πλακούντα και εκκρίνεται στο µητρικό γάλα.

ΕΛΛΕΙΨΗ

Η έλλειψη της θειαµίνης µπορεί να προκαλέσει την ασθένεια «µπέρι-µπέρι». Τα πρώτα συµπτώµατα της ανεπάρκειας (συµπεριλαµβανοµένης της υποκλινικής ανεπάρκειας) είναι η ανορεξία, η νευρικότητα και η απώλεια βάρους. Αργότερα, εµφανίζονται πονοκέφαλοι,  αδυναµία, ταχυκαρδία και περιφερική νευροπάθεια.

Η βαρεία ανεπάρκεια χαρακτηρίζεται από τις επιπλοκές σε δύο βασικά οργανικά συστήµατα: Στο καρδιαγγειακό (υγρό µπέρι-µπέρι) και στο νευρικό σύστηµα (ξηρό µπέρι-µπέρι, εγκεφαλοπάθεια του Wernicke και ψύχωση του Korsakoff). Στα συµπτώµατα του υγρού  µπέρι-µπέρι περιλαµβάνονται µεγαλοκαρδία µε κανονικόν φλεβοκοµβικό ρυθµό (συνήθως ταχυκαρδία) και περιφερικό οίδηµα. Στα συµπτώµατα του ξηρού µπέρι-µπέρι αναφέρονται η διανοητική σύγχυση, η ανορεξία, η µυική αδυναµία και ατροφία και η οφθαλµοπληγία.

Έλλειψη θειαµίνης έχει παρατηρηθεί σε φορείς του ιού HIV, σε ασθενείς που πάσχουν από  σύνδροµο χρόνιας κοπώσεως, σε νοσηλευόµενους ηλικιωµένους ασθενείς καθώς και σε σοβαρά έκτακτα περιστατικά. Το σύνδροµο Wernicke-Korsakoff έχει επίσης συσχετισθεί µε την παρουσία µιας γενετικής παραλλαγής της τρανσακετολάσης, που απαιτεί µεγαλύτερες ποσότητες θειαµίνης σε σχέση µε την φυσιολογική για να δράσει. Αυτή η σχέση δεν έχει αποδειχθεί ακόµα, αλλά εάν επιβεβαιωθεί τότε η οµάδα του πληθυσµού που πάσχει από αυτήν την γενετική ανωµαλία θα πρέπει να προσλαµβάνει µεγαλύτερες δόσεις θειαµίνης από την ισχύουσα συνιστώµενη ηµερήσια πρόσληψη.

ΧΡΗΣΕΙΣ

Συµπληρώµατα θειαµίνης µπορεί να είναι ευεργετικά σε άτοµα άνω των 65 χρονών, σε  ανθρώπους που καταναλώνουν ποσότητες αλκοόλ περισσότερο από δύο µονάδες ηµερησίως, καπνστές και φορείς του ιού HIV. Εν τούτοις, επειδή η έλλειψη µιας βιταµίνης Β συχνά συνοδεύεται µε έλλειψη µιας άλλης βιταµίνης Β, είναι πλέον ενδεδειγµένη η λήψη ενός πολλαπλού συµπληρώµατος βιταµινών B παρά µόνο θειαµίνης.

Η χρήση της θειαµίνης ερευνάται για διάφορες καταστάσεις, όπως η νόσος Alzheimer και τα στοµατικά έλκη. Υπάρχουν ορισµένες ενδείξεις ότι η αυξηµένη λήψη θειαµίνης µπορεί να ωφελήσει τους ηλικιωµένους, όµως δεν έχει ξεκαθαριστεί ακόµα ο ρόλος των συµπληρωµάτων θειαµίνης στη θεραπεία της νόσου Alzheimer. Η έλλειψη θειαµίνης έχει συσχετισθεί µε την εµφάνιση στοµατικών ελκών, όµως περαιτέρω έρευνες θα πρέπει να διεξαχθούν για να διασαφηνιστεί αν η λήψη συµπληρωµάτων θειαµίνης µπορεί να βελτιώσει τα συμτώματα.

Ανέκδοτες αναφορές υποδεικνύουν ότι η θειαµίνη διαθέτει επίσης εντοµοαπωθητική δράση. Ακόµα, έχει βρεθεί ότι υψηλές δόσεις θειαµίνης (25 mg ηµερησίως) είναι ευεργετικές κατά της διαβητικής νευροπάθειας, του ιού HIV και της δυσλειτουργίας της στύσης, αλλά µόνο σε  όσους έχουν χαµηλά επίπεδα θειαµίνης. Στις µελέτες συνήθως χορηγούνται παράλληλα µε θειαµίνη και άλλες βιταµίνες Β, οπότε είναι δύσκολο να αποδοθούν αυτά τα οφέλη µόνο στην  θειαµίνη.

ΠΡΟΦΥΛΑΞΕΙΣ

Υπερευαισθησία στην θειαµίνη.
Εγκυµοσύνη και θηλασµός
Δεν έχουν καταγραφεί προβλήµατα.

ΠΑΡΕΝΕΡΓΕΙΕΣ

Η θειαµίνη δεν φαίνεται να έχει τοξικές παρενέργειες εκτός, ίσως, από γαστρικό ερεθισµό κατά τη λήψη µεγάλων δόσεων από το στόµα. Μεγάλες παρεντερικές δόσεις είναι καλά ανεκτές, όµως έχουν υπάρξει περιπτώσεις αναφυλακτικής αντίδρασης (βήχας, δύσπνοια, δυσκαταποσία, ερυθρότητα δέρµατος και εξάνθηµα, οίδηµα προσώπου, χειλιών και των βλεφάρων).

ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ

Αλκοόλ: η υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ προάγει την ανεπάρκεια θειαµίνης.
Φουροσεµίδη: µπορεί να αυξήσει την απώλεια θειαµίνης µέσω των ούρων. Η θεραπεία για µεγάλο χρονικό διάστηµα µε φουροσεµίδη µπορεί να προάγει την ανεπάρκεια θειαµίνης. Έχει αποδειχτεί ότι τα συµπληρώµατα θειαµίνης βελτιώνουν την αριστερή κοιλιακή λειτουργία σε ασθενείς µε συµφορητική καρδιακή ανεπάρκεια που λαµβάνουν θεραπεία µε φουροσεµίδη.

Η έλλειψη σε  µεγάλο βαθµό µιας από τις βιταµίνες Β µπορεί να οδηγήσει σε ανωµαλίες του µεταβολισµού.

ΗΜΕΡΗΣΙΕΣ ΑΝΑΓΚΕΣ

Οι απαιτήσεις σε βιταμίνη Β1 εξαρτώνται από την προσλαµβανόµενη ενέργεια. Γι’ αυτόν το  λόγο οι απαιτούµενες ποσότητες συνήθως εκφράζονται σε mg/1000 kcal, αλλά και ως ολικές  τιµές βασισµένες στις εκτιµώµενες µέσες ενεργειακές απαιτήσεις, για την πλειοψηφία του  πληθυσµού.

Δείτε επίσης