Μπύρα και σοκολάτα επηρεάζουν το μικροβίωμα του εντέρου

Αναλύοντας περισσότερα από 1.000 δείγματα ανθρώπινων κοπράνων, ερευνητές από το Βέλγιο βρήκαν μια σειρά από παράγοντες, που αφορούν τη διατροφή και τον τρόπο ζωής, οι οποίοι επηρεάζουν τη σύνθεση της μικροχλωρίδας του εντέρου συμπεριλαμβανομένων της κατανάλωσης μπύρας και σοκολάτας. Η μελέτη δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Science.

Ο Jeroen Raes, επικεφαλής της μελέτης και καθηγητής Μικροβιολογίας  στο Καθολικό Πανεπιστήμιο της Leuven, ανέφερε ότι τα νέα ευρήματα μπορούν να βοηθήσουν τις μελλοντικές έρευνες για το μικροβίωμα του εντέρου το οποίο αποτελείται από δεκάδες τρισεκατομμύρια μικροοργανισμούς, περιλαμβάνοντας τουλάχιστον 1.000 είδη βακτηρίων, και μπορεί να ζυγίζει μέχρι 2 κιλά.

Ενώ το ένα τρίτο της εντερικής μικροχλωρίδας είναι κοινό για την πλειονότητα των ανθρώπων, τα δύο τρίτα μπορεί να αφορούν κάθε άτομο ξεχωριστά. Ως εκ τούτου, οι ερευνητές ενδιαφέρθηκαν να μάθουν πώς επηρεάζεται το μικροβίωμα.

Να σημειωθεί ότι η σύνθεση της εντερικής χλωρίδας έχει βρεθεί σε προηγούμενες μελέτες ότι παίζει σημαντικό ρόλο στην υγεία, από την ανάπτυξη καρκίνου του παχέος εντέρου ως την εμφάνιση παχυσαρκίας.

Παράγοντες που επηρεάζουν το μικροβίωμα

Οι Βέλγοι ερευνητές προσδιόρισαν 69 διαφορετικούς παράγοντες που επηρεάζουν τη σύνθεση των μικροβίων στο έντερο.

Όπως διαπίστωσαν, το 95% των περίπου 1.000 συμμετεχόντων έφεραν 14 κοινά είδη μικροβίων, γεγονός που υποδηλώνει ότι υπάρχει ένα βασικό ανθρώπινο μικροβίωμα το οποίο εν συνεχεία μεταβάλλεται από διάφορους παράγοντες οι οποίοι έχουν ως αποτέλεσμα να αποικούν τελικά στο ανθρώπινο έντερο 600 διαφορετικά είδη μικροβίων.

Σύμφωνα με τα νέα ευρήματα, η μπύρα και η μαύρη σοκολάτα μπορούν να επηρεάσουν σε μεγάλο βαθμό τη σύνθεση της εντερικής μικροχλωρίδας. Κάποιοι άλλοι παράγοντες είναι τα αντισυλληπτικά χάπια, και η λήψη φαρμάκων όπως τα αντιόξινα για τις καούρες, τα αντιβιοτικά, οι στατίνες, τα αντισταμινικά και τα αντιφλεγμονώδη.

Αντίθετα με άλλες μελέτες, δεν βρέθηκε ότι τρόπος γέννησης (με φυσικό τοκετό ή καισαρική) και το αν κάποιος είχε θηλάσει ως μωρό επηρεάζει τη σύνθεση της μικροχλωρίδας στην ενήλικη ζωή.

Ωστόσο οι 69 αυτοί παράγοντες εξηγούν μόνο το 7% των διαφορών στο μικροβίωμα μεταξύ των ανθρώπων. Το υπόλοιπο πιστεύεται ότι οφείλεται ως ένα βαθμό σε γενετικά αίτια και σε διαφοροποιήσεις των ίδιων των μικροβίων τα οποία έχουν την τάση να αλλάζουν και να προσαρμόζονται στο περιβάλλον όπου βρίσκονται.

Οι ερευνητές σημειώνουν ότι υπάρχουν ακόμα πολύ περισσότερα για να μάθουμε σχετικά με την εντερική χλωρίδα και εκτιμούν ότι περίπου 40.000 δείγματα ανθρώπινου δειγμάτων θα πρέπει να μελετηθούν για να προσδιοριστεί μια πιο συνολική εικόνα.

Δείτε επίσης