Οι ρινοϊοί (Rhinoviruses) είναι μικρού μεγέθους rna ιοί και εξαιρετικοί στο να μεταδίδονται και να προσβάλλουν τον άνθρωπο. Δε φέρουν έλυτρο και πολλαπλασιάζονται στα κύτταρα όταν η θερμοκρασία του σώματος είναι 33 βαθμοί Κελσίου, όπως στη ρινική κοιλότητα. Αυτός είναι ο λόγος που οι ρινοϊοί δεν προκαλούν λοίμωξη στο κατώτερο αναπνευστικό σύστημα (π.χ. πνευμονία) όπου η θερμοκρασία είναι 37°C.
Υπάρχουν 99 διαφορετικοί τύποι ρινοϊών, που αποτελούν στις μισές περίπου περιπτώσεις το αίτιο του κοινού κρυολογήματος. Στις υπόλοιπες περιπτώσεις τα αίτια είναι διάφοροι άλλοι ιοί, όπως της γρίπης, της παραγρίπης, corona, coxsackie, αδενοϊοί.
Οι ρινοϊοί βρίσκονται μόνο στον άνθρωπο, όλες τις εποχές. Επειδή δε φέρουν έλυτρο είναι σχετικά ανθεκτικοί στους οργανικούς διαλύτες (π.χ. οινόπνευμα). Καταστρέφονται στο όξινο PΗ του στομάχου, με απολυμαντικά όπως το υποχλωριώδες νάτριο (διάλυμα οικιακής χλωρίνης 10%) και με ιωδιούχα αντισηπτικά. Στο εξωτερικό περιβάλλον αντέχουν μέχρι 24 ώρες σε θερμοκρασίες 6-23 βαθμούς Κελσίου.
Μετάδοση
Ο κυριότερος τρόπος μετάδοσης των ρινοϊών είναι με τα σταγονίδια που εκπέμπονται στον αέρα κατά το βήχα ή το φτάρνισμα, και από τις εκκρίσεις της μύτης. Στα παιδιά, που γενικότερα τηρούν λιγότερο καλή υγιεινή, η μετάδοση είναι ευκολότερη επειδή όταν τρέχει η μύτη τους βάζουν συχνότερα τα χέρια στο στόμα, τη μύτη και τα μάτια. Η μετάδοση με τα χέρια μπορεί να γίνει και με έμμεση επαφή με μολυσμένα αντικείμενα. Έχει διαπιστωθεί, ότι μέχρι και 35% των επιφανειών (πόμολα, τηλεχειριστήρια συσκευών, διακόπτες ηλεκτρισμού, τηλέφωνα) που αγγίζουν στις καθημερινές τους δραστηριότητες ασθενείς με ρινοϊό, μπορεί να φιλοξενούν το ιό μέχρι και 24 ώρες μετά τη χρήση και να γίνουν εστίες μετάδοσης της λοίμωξης.
Οι λοιμώξεις από ρινοϊούς είναι πιο συχνές το φθινόπωρο, χειμώνα και αρχή της άνοιξης. Σ’ αυτό συμβάλλει η μεγαλύτερη επιβίωση των ιών στο εξωτερικό περιβάλλον (χαμηλές θερμοκρασίες) καθώς και οι συνθήκες μεγαλύτερης μεταδοτικότητας με τον άμεσο τρόπο (σχολείο, περισσότερος χρόνος στο σπίτι, μεγαλύτερος συνωστισμός ανθρώπων σε κλειστούς χώρους). Παρ’ όλο που οι ρινοϊοί προκαλούν ήπια λοίμωξη (κοινό κρυολόγημα), είναι εξαιρετικά μολυσματικοί, με την έννοια, ότι το 75% των ατόμων που μολύνονται από τον ιό, θα νοσήσουν από το κοινό κρυολόγημα.
Ο χρόνος επώασης είναι 8-10 ώρες, με τα τυπικά συμπτώματα του κοινού κρυολογήματος να εμφανίζονται μετά από 1-3 ημέρες. Ο μικρός χρόνος επώασης εξηγείται από το γεγονός, ότι ο ιός είναι εξαιρετικά αποτελεσματικός να προκαλεί λοίμωξη. Μέσα σε 10-15 λεπτά μετά τη μόλυνση αρχίζει να πολλαπλασιάζεται στη ρινική κοιλότητα και τον οπίσθιο ρινοφάρυγγα.
Ποιες λοιμώξεις προκαλούν
Η λοίμωξη από ρινοϊούς εκδηλώνεται ως κοινό κρυολόγημα με συμπτώματα από το ανώτερο αναπνευστικό σύστημα. Συνήθως αρχίζει με φτάρνισμα και ρινόρροια (συνάχι). Η ρινική υπερέκκριση αυξάνει και συνοδεύεται από απόφραξη των ρινικών κοιλοτήτων. Είναι δυνατόν να υπάρχει ερεθισμός του ανωτέρου αναπνευστικού σωλήνα με πονοκέφαλο και αδιαθεσία.
Τα συμπτώματα της νόσου είναι πιο έντονα την 3η και την 4η ημέρα, αλλά ο βήχας και η ρινόρροια μπορεί να επιμείνουν για 7-10 ημέρες. Σε αντίθεση με τη γρίπη, πυρετός και ρίγος σπάνια παρατηρούνται στο κοινό κρυολόγημα. Τα συμπτώματα του κοινού κρυολογήματος είναι πιο έντονα, όταν η ατμόσφαιρα είναι μολυσμένη. Το κοινό κρυολόγημα συνδυάζεται πολλές φορές με έξαρση άσθματος. Σπάνια όμως οι ρινοϊοί προκαλούν βρογχίτιδα.
Η ανοσία έναντι των ρινοϊών είναι μικρής διάρκειας. Αυτό το δεδομένο, σε συνδυασμό με το μεγάλο αριθμό οροτύπων, εξηγεί γιατί οι προσβολές ενός ατόμου κατά τη διάρκεια ενός έτους είναι περισσότερες από μια (συνήθως 3~5)·
Διάγνωση, θεραπεία και πρόληψη
Η κλινική εικόνα του κοινού κρυολογήματος είναι χαρακτηριστική, ώστε η εργαστηριακή διάγνωση να μην είναι αναγκαία εκτός και αν ο κλινικός γιατρός την χρειάζεται για την διαφορική διάγνωση από τις άλλες λοιμώξεις. Οι διαγνωστικές μέθοδοι είναι η απομόνωση σε καλλιέργειες κυττάρων και οι ορολογικές μέθοδοι. Οι ρινικές εκκρίσεις είναι το καλύτερο κλινικό δείγμα για την απομόνωση του ιού. Οι ορολογικές δοκιμασίες για την ανίχνευση ειδικών IgG και IgM αντισωμάτων δεν έχουν πρακτικό ενδιαφέρον.
Δεν χορηγούνται φάρμακα και η θεραπεία είναι υποστηρικτική.
Δεν υπάρχουν ειδικά προληπτικά μέτρα. Η ανάπτυξη εμβολίου έναντι των ρινοϊών παρουσιάζει δυσκολίες λόγω του μεγάλου αριθμού οροτύπων, της πιθανής αντιγονικής μετατροπής τους και της μικρής διάρκειας της ανοσίας. Επιπρόσθετα το όφελος από το εμβόλιο θα είναι πολύ μικρό, επειδή οι ρινοϊοί δεν προκαλούν σοβαρή νόσο.
Το πλύσιμο των χεριών και η αποφυγή του αγγίγματος με τα χέρια των ματιών, του στόματος και της μύτης, ελαχιστοποιούν τις πιθανότητες του ρινοϊού να μεταδοθεί και να προκαλέσει κρυολόγημα σε άλλα άτομα. Επίσης η απολύμανση των μολυσμένων αντικειμένων και η χρησιμοποίηση μαντηλιών κατά το φτάρνισμα και το βήχα, είναι τα καλύτερα μέτρα για να σταματήσει η διασπορά του ιού.