Η δυσλεξία δεν αφορά μόνο το διάβασμα αλλά και την πλαστικότητα του εγκεφάλου

Τα άτομα με δυσλεξία έχουν δυσκολία στην ανάγνωση και στη γραφή. Είναι μια μαθησιακή δυσκολία που δεν έχει τίποτα να κάνει με τη νοημοσύνη. Σύμφωνα με τη Διεθνή Εταιρεία Δυσλεξίας, περίπου το 15% του πληθυσμού έχει συμπτώματα δυσλεξίας, περιλαμβανομένου του αργού ρυθμού ανάγνωσης, του κακού συλλαβισμού και της μειωμένης ικανότητας γραφής, καθώς και προβλήματα στη διάκριση λέξεων που είναι όμοιες ηχητικά.

Μέχρι πρόσφατα, οι ερευνητές θεωρούσαν ότι η δυσλεξία μπορούσε να αποδοθεί μόνο σε γλωσσικές δυσκολίες, συμπεριλαμβανομένων των προβλημάτων επεξεργασίας τυπωμένων λέξεων, και εστίαζαν την προσοχή τους στα γλωσσικά τμήματα του εγκεφάλου.

Αλλά σε μια νέα μελέτη που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Neuron, επιστήμονες με επικεφαλής τον John Gabrieli, καθηγητή επιστημών υγείας και τεχνολογίας στο Ινστιτούτο Τεχνολογίας της Μασαχουσέτης, διαπίστωσε ότι η δυσλεξία μπορεί να οφείλεται σε μια ευρύτερη διαφορά που αφορά την πλαστικότητα του εγκεφάλου. Μετά την ανάλυση λειτουργικών μαγνητικών τομογραφιών του εγκεφάλου που είχαν γίνει σε άτομα με δυσλεξία και χωρίς, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι τα δυσλεκτικά άτομα είναι λιγότερο ικανά στη νευρική προσαρμογή.

Όταν ο εγκέφαλος αντιλαμβάνεται κάτι νέο, είτε πρόκειται για μια λέξη ή αντικείμενο, ή φωνή ή οτιδήποτε άλλο, δαπανά πολλή ενέργεια για να συγκεντρώσει όσες περισσότερες πληροφορίες σχετικά με αυτό το νέο ερέθισμα. Αλλά όταν το ερέθισμα συνεχιστεί, π.χ. ακούει κάποιος ξανά την ίδια φωνή ενός ανθρώπου, ο εγκέφαλος γίνεται πιο αποτελεσματικός και είναι σε θέση να προσαρμοστεί πιο γρήγορα σ’ αυτά που ακούει. Αυτό ονομάζεται νευρική προσαρμογή.

Οι ερευνητές ανακάλυψαν ότι σε άτομα με δυσλεξία, ο εγκέφαλος έχει μια μειωμένη ικανότητα να εγκλιματιστεί σε μια επαναλαμβανόμενη διαδικασία. Για παράδειγμα, όταν μαθητές με δυσλεξία βλέπουν την ίδια λέξη κατ’ επανάληψη, οι περιοχές του εγκεφάλου που εμπλέκονται στην ανάγνωση δεν δείχνουν την ίδια νευρική προσαρμογή με τα μη δυσλεκτικά άτομα. Αυτό υποδηλώνει ότι η πλαστικότητα του εγκεφάλου, η οποία στηρίζει την ικανότητα για μάθηση νέων πραγμάτων είναι μειωμένη, σύμφωνα με τον Gabrieli.

Οι νευρώνες που ανταποκρίνονται σε ένα συγκεκριμένο αισθητηριακό ερέθισμα συνήθως αντιδρούν έντονα στην αρχή, αλλά η αντίδραση υποχωρεί καθώς το ερέθισμα συνεχίζεται. Αυτή η νευρική προσαρμογή αντανακλά χημικές αλλαγές στους νευρώνες που τους καθιστούν ικανότερους να ανταποκρίνονται σταδιακά σε ένα γνωστό ερέθισμα. Το φαινόμενο αυτό, γνωστό ως πλαστικότητα του εγκεφάλου, είναι το κλειδί για την εκμάθηση νέων δεξιοτήτων.

Μειωμένη πλαστικότητα

Σε ένα από τα πειράματα, οι συμμετέχοντες άκουσαν μια σειρά από λέξεις, που διάβασαν τη μια φορά μόνο ένας άνθρωπος και την άλλη φορά τέσσερις άνθρωποι διαδοχικά. Οι μαγνητικές τομογραφίες αποκάλυψαν διαφορά στη δραστηριότητα του εγκεφάλου μεταξύ δυσλεκτικών και μη δυσλεκτικών ατόμων. Ενώ στους μη δυσλεκτικούς, οι περιοχές του εγκεφάλου που αφορούν τη γλώσσα έδειξαν νευρική προσαρμογή μετά από τις λέξεις που άκουσαν από τον ίδιο ομιλητή (αλλά όχι από τους πολλούς ομιλητές) στους δυσλεκτικούς η νευρική προσαρμογή ήταν πολύ μικρότερη. Οι ερευνητές κατέγραψαν το ίδιο φαινόμενο όταν οι συμμετέχοντες κλήθηκαν να κοιτάξουν λέξεις.

Σύμφωνα με τον Gabrieli η μελέτη υποδηλώνει ότι το πρόβλημα με την ανάγνωση και τη γραφή στα δυσλεκτικά άτομα έχει να κάνει όχι μόνο με γλωσσικά προβλήματα αλλά και με την προσαρμοστικότητα του εγκεφάλου. Με άλλα λόγια, τα προβλήματα νευρικής προσαρμογής μειώνουν τη δεξιότητα της ανάγνωσης και της γραφής.

Πάντως οι άνθρωποι με δυσλεξία δεν είναι γνωστό να έχουν πρόβλημα στην αναγνώριση προσώπων. Αυτό μπορεί να οφείλεται σε άλλα κυκλώματα του εγκεφάλου ή διαδικασίες που έχουν αναπτυχθεί, εξελικτικά, για να αντισταθμιστεί η μικρότερη ικανότητα του εγκεφάλου να προσαρμοστεί σε οικεία πρόσωπα. Η ανάγνωση και η γραφή, έχουν αναπτυχθεί πιο πρόσφατα και δεν έχουν εμφανιστεί αντισταθμιστικοί μηχανισμοί.

Σύμφωνα με τους ερευνητές, αυτή είναι η πρώτη μελέτη που παρέχει αποδείξεις για τη μειωμένη πλαστικότητα του εγκεφάλου στα άτομα με δυσλεξία. Τα αποτελέσματα αυτά μπορούν να βοηθήσουν τους εκπαιδευτικούς να κατανοήσουν καλύτερα τι είναι η δυσλεξία, έτσι ώστε να αναπτύξουν πιο αποτελεσματικούς τρόπους εκπαίδευσης για τους μαθητές που έχουν αυτή τη διαταραχή. Εκτιμώντας ότι η δυσλεξία δεν είναι απλώς ένα έλλειμμα στη γλώσσα, την ανάγνωση και το γράψιμο, αλλά κάτι ευρύτερο, θα πρέπει να ακολουθήσουν μια προσέγγιση που ταιριάζει για αυτά τα παιδιά.

Δείτε επίσης