C αντιδρώσα πρωτεΐνη (CRP)

Η C αντιδρώσα πρωτεΐνη (CRP) είναι μια πρωτεΐνη που παρά­γεται από το συκώτι ως αντίδραση σε μόλυνση από μικρόβιο ή τραυματισμό των ιστών σε οποιοδήποτε μέρος του σώματος. Η ένδειξη της φλεγμονής ως θεμελιώδες στοιχείο της αθηροσκλήρωσης οδήγησε τους ερευνητές να αναπτύξουν μια ευαίσθητη εξέταση για τη μέτρηση της CRP, την CRP υψηλής ευαισθησίας (hs-CRP).

Τα άτομα με υψηλότερα επίπεδα CRP έχουν διπλάσιες πιθανότητες να εκδηλώσουν στεφανιαία νόσο, έμφραγμα ή άλλο καρδιακό επεισόδιο από όσους έχουν χαμηλότερα επίπεδα. Έτσι, η CRP χρησιμοποιείται σήμερα σε συνδυασμό με άλλους δείκτες (όπως η χοληστερόλη και η αρτηριακή πίεση) για τον υπολογισμό του καρδιαγγειακού κινδύνου.

Οι κανόνες για να χρησιμοποιηθεί η CRP στην κλινική πρακτική είναι υπό διαμόρφωση. Για παράδειγμα, δεν είναι ακόμη σαφές ποια πρέπει να είναι τα στοχευόμενα επίπεδα της CRP για υγιείς άντρες και γυναίκες διαφορετικής φυλής και εθνικών ομάδων.

Προς το παρόν, η αξιολόγηση των κινδύνων στηρίζεται στα παρακάτω τρία επίπεδα CRP:

  • Κάτω από 1 mg/L = Χαμηλός κίνδυνος
  • 1-3 mg/L = Μέσος κίνδυνος
  • Πάνω από 3 mg/L = Υψηλός κίνδυνος

Αν ήδη λαμβάνετε αγωγή για καρδιοπάθεια, ή διατρέχετε υψηλό κίνδυνο καρδιαγγειακής πάθησης, δεν απαιτείται μια εξέταση CRP. Τα αποτελέσματα δεν θα αλλάξουν τον τρόπο με τον οποίο εσείς και ο γιατρός σας θα αντιμετωπίσετε τη νόσο.

Αν διατρέχετε μέσο κίνδυνο εμφράγματος, μια εξέταση hs-CRP μπορεί να σας εντάξει με μεγαλύτερη ακρίβεια σε μια κατηγορία υψηλού ή χαμηλού κινδύνου. Οι μελέτες υποδηλώνουν ότι τα άτομα που διατρέχουν μέτριο κίνδυνο, ανάλογα με τους συμβατικούς παράγοντες κινδύνου, ίσως ενταχθούν στην κατηγορία υψηλού κινδύνου αν έχουν και υψηλά επίπεδα CRP. Αυτά τα άτομα ίσως χρειάζονται πιο επιθετική αγωγή για την πρόληψη του εμφράγματος.

Συγκεκριμένα, ο γιατρός τους μπορεί να θέσει ένα στόχο χαμηλότερης LDL, κάτω από 100 mg/dL αντί για 130 mg/dL. Αν τα επίπεδα χοληστερόλης σας είναι επαρκή αλλά έχετε άλλους παράγοντες κινδύνου (όπως διαβήτη, υπέρταση ή οικογενειακό ιστορικό καρδιακής προσβολής), ρωτήστε το γιατρό σας αν μια εξέταση hs-CRP θα μπορούσε να συμβάλει στον προσδιορισμό του κινδύνου που διατρέχετε και του τρόπου μείωσης του.

Να σημειωθεί ότι οι τιμές της hs-CRP ποικίλλουν αρκετά από το ένα άτομο στο άλλο. Τα γονίδια παίζουν ρόλο από 20% έως 40%. Επίσης παίζουν ρόλο παράγοντες σχετικοί με το περιβάλλον και τον τρόπο ζωής, όπως το κάπνισμα, το ποτό, η διατροφή και η άσκηση. Ο έλεγχος των παραγόντων που αφορούν τον τρόπο ζωής είναι πολύ σημαντικός για να μειωθούν τα επίπεδα της CRP.

Στατίνες και φλεγμονή

Η θεραπεία με στατίνες μειώνει αρκετά τον καρδιαγγειακό κίνδυνο ρίχνοντας τα επίπεδα της LDL αλλά μπορεί επίσης να βοηθήσει και στη μείωση της φλεγμονής. Μια σημαντική μελέτη, που ονομάστηκε JUPITER, βοήθησε να αναδειχθεί αυτή η σχέση.

Η μελέτη συμπεριέλαβε 18.000 προφανώς υγιείς άντρες 50 ετών και άνω και γυναίκες 60 ετών και άνω, που είχαν φυσιολογικά επίπεδα χοληστερίνης αλλά υψηλές τιμές hs-CRP. Οι εθελοντές επιλέχτηκαν στην τύχη για να λάβουν είτε ένα ευρέως χρησιμοποιούμενο φάρμακο στατίνης, την ροζουβαστατίνη, είτε μια εικονική ουσία. Μετά από δύο χρόνια περίπου, τα αποτελέσματα έδειξαν ότι η ροζουβαστατίνη όχι μόνο μείωσε τη χοληστερίνη LDL, όπως ήταν αναμενόμενο, αλλά έριξε και τα επίπε­δα της CRP.

Τα άτομα που πήραν ροζουβαστατίνη είχαν επίσης 44% λιγότερες πιθανότητες να πάθουν κάποιο σοβαρό καρδιαγγειακό επεισόδιο, όπως καρδιακή προσβολή ή εγκεφαλικό, σε σύγκριση με εκείνους που πήραν την εικονική ουσία.

Μετά από αυτά τα αποτελέσματα, η FDA ενέκρινε τη ροζουβαστατίνη για την πρόληψη καρδιοπάθειας σε άτομα με φυσιολογικές τιμές χοληστερίνης (άντρες ηλικίας πάνω από 50 ετών και γυναίκες πάνω από 60 ετών) που έχουν υψηλά επίπεδα CRP και έναν επιπλέον παράγοντα κινδύνου για καρδιοπάθεια, όπως υψηλή πίεση αίματος, χαμηλή HDL χοληστερίνη ή κάπνισμα.

Να σημειωθεί ότι η μελέτη JUPITER έδωσε επιχειρήματα σε όσους λένε ότι η χοληστερίνη στην πραγματικότητα δεν είναι ο βασικός κίνδυνος για την αθηροσκλήρωση αλλά η φλεγμονή μέσα στο σώμα, καθώς η μείωση της CRP έδειξε να έχει την καλύτερη στατιστική σχέση με τα μειωμένα καρδιακά επεισόδια.

Δείτε επίσης