Μη κετοτικό υπερωσμωτικό κώμα

Το υπεργλυκαιμικό μη κετονικό υπερωσμωτικό κώμα αποτελεί μαζί με τη διαβητική κετοξέωση τις πιο σοβαρές οξείες επιπλοκές του σακχαρώδη διαβήτη. Συνήθως ο ασθενής είναι ηλικιωμένος που αγνοούσε την ύπαρξη σακχαρώδους διαβήτη ή που είχε διαβήτη τύπου 2 τον οποίο ρύθμιζε με δίαιτα.

Οι πρώτες αναφορές για το υπεργλυκαιμικό μη κετονικό υπερωσμωτικό κώμα είχαν γίνει πριν περίπου έναν αιώνα. Από τότε ακολούθησαν ορισμένες περιγραφές του μέχρι την πρώτη τεκμηριωμένη δημοσίευση από τους Sament και Schwartz το 1957.

Στην κατάσταση αυτή τα επίπεδα γλυκόζης στο αίμα μπορούν να φτάσουν σε εξαιρετικά υψηλά επίπεδα (πάνω από 800 mg/dl) και να προκαλέσουν σοβαρή αφυδάτωση και σύγχυση ή κώμα.

Όσο το πρόβλημα επιδεινώνεται, η αφυδάτωση συνοδεύεται από σύγχυση, υπνηλία και καρδιακές προσβολές, οδηγώντας σε υπερωσμωτικό κώμα. Αγγειακές θρομβώσεις συμβαίνουν ως αποτέλεσμα της αφυδάτωσης, του μειωμένου αγγειακού όγκου, της χαμηλής καρδιακής παροχής, της αυξημένης ωσμωτικότητας. Αυτή η κατάσταση μπορεί να αποβεί μοιραία και ο ασθενής πρέ­πει να νοσηλευτεί, συχνά στη μονάδα εντατικής παρακολούθησης.

Κατά προσέγγιση, το υπερωσμωτικό κώμα κυμαίνεται σε 1 νέο περιστατικό ανά 1.000 διαβητικούς ασθενείς ανά έτος -η διαβητική κετοξέωση συμβαίνει σε 4,6-8 ανά 1.000 διαβητικούς ασθενείς ανά έτος. Η μέση ηλικία των ασθενών είναι 57-70 έτη, αν και το 10% των περιστατικών εμφανίζεται σε παιδιά.

Η έναρξη των συμπτωμάτων μπορεί να είναι ύπουλη και να διαρκέσει για μέρες ή και για εβδομάδες και έτσι πριν την πλήρη εγκατάσταση της κλινικής εικόνας υπάρχει ένα στάδιο με αδυναμία, πολυουρία και πολυδιψία.

Η θνητότητα ανέρχεται περίπου σε 15% -ενώ στη διαβητική κετοξέωση είναι κάτω από 5%- και αυξάνεται σημαντικά σε ηλικιωμένους ασθενείς ή νοσηλευόμενους ασθενείς σε ιδρύματα χρονίων παθήσεων. Είναι λογικό να συμβαίνει πιο συχνά σε ηλικιωμένα άτομα όταν το επίπεδο σακχάρου στο αίμα αυξάνεται, επειδή δεν καταφέρνουν να αναγνωρίσουν εν­δείξεις, όπως η δίψα, η αδυναμία ή το άγχος, ή επειδή υπάρ­χει αλληλεπίδραση με στεροειδή φάρμακα. Το υψηλό ποσοστό θνητότητας αποδίδεται στις παθολογικές καταστάσεις που συνυπάρχουν, στη μεγάλη ηλικία των ασθενών, στη σηπτική κατάσταση που μπορεί να οδηγήσει σε καταπληξία, στην καθυστέρηση της διάγνωσης και στη λανθασμένη αρχική θεραπεία.

Αν ο ασθενής δεν μπορεί να ανταποκριθεί και να πιει περισσότερα υγρά, είτε επειδή δεν αισθάνεται δίψα (συνηθισμένο στους ηλικιωμέ­νους) ή εξαιτίας οποιασδήποτε άλλης νευρολογικής βλάβης (για παράδειγμα, μετά από εγκεφαλικό επεισόδιο) που δυ­σκολεύει τη λήψη υγρών, τα επίπεδα σακχάρου μπορεί να εκτοξευθούν στα ύψη.

Αντιμετώπιση

Η υπερωσμωτική υπεργλυκαιμία είναι μια επείγουσα κατάσταση που απαιτεί άμεση αναγνώριση και αντιμετώπιση.

Η θεραπεία συνίσταται στην χορήγηση υγρών, ινσουλίνης για να μειωθεί η γλυκόζη στο αίμα και στην προσεκτική αναπλήρωση των ηλεκτρολυτών, ιδίως καλίου, νατρίου και φωσφόρου. Σχεδόν όλοι οι ασθενείς με υπερωσμωτική υπεργλυκαιμία παρουσιάζουν έλλειμμα καλίου λόγω νεφρικών και σε κάποιες περιπτώσεις γαστρεντερικών απωλειών.

Η  αποκατάσταση υγρών στοχεύει στην αύξηση του ενδαγγειακού όγκου και στην αποκατάσταση της νεφρικής λειτουργίας. Η χορήγηση υγρών πρέπει να γίνεται προσεκτικά για την αποφυγή εγκεφαλικού οιδήματος και επειδή η μεγάλη πλειοψηφία των ασθενών είναι ηλικιωμένοι με καρδιακά προβλήματα.

Θεωρείται ότι η υπεργλυκαιμική κρίση διορθώθηκε όταν οι ασθενείς έχουν ικανοποιητικό επίπεδο συνείδησης, η ωσμωτικότητα του πλάσματος έχει αποκατασταθεί και είναι ικανοί να σιτιστούν από το στόμα.

Απαιτείται παράλληλα στενή παρακολούθηση του ασθενούς και αναζήτηση και θεραπεία πιθανών παθολογικών καταστάσεων που προκάλεσαν την υπερώσμωση.

Οι λοιμώξεις (συχνότερα η πνευμονία και οι λοιμώξεις των ουροφόρων οδών) αποτελούν συχνούς παθογενετικούς μηχανισμούς. Για το λόγο αυτό πρέπει να λαμβάνονται καλλιέργειες αν υπάρχουν ύποπτα κλινικά σημεία, ακόμα και επί απουσίας πυρετού.

Δείτε επίσης