Βασιλική-Μαρία Ηλιάδου: Εχθρός της υγείας ο θόρυβος

Σε σημαντικό εχθρό της ανθρώπινης υγείας μπορεί να εξελιχθεί ο θόρυβος, καθώς η έκθεση σε αυτόν από μικρή ηλικία μπορεί να επηρεάσει το ακουστικό σύστημα και τον εγκέφαλό μας.

Τα παραπάνω υπογράμμισε, μιλώντας στον ραδιοφωνικό σταθμό “Πρακτορείο 104,9 FM”, η επίκουρη καθηγήτρια του ΑΠΘ, υπεύθυνη του Ιατρείου Ψυχοακουστικής του ΑΧΕΠΑ, Βασιλική-Μαρία Ηλιάδου.

Συνδυάζοντας την αύξηση του προσδόκιμου ζωής με την επίπτωση που μπορεί να έχει η πιο παρατεταμένη -λόγω μακροβιότητας- έκθεση των ανθρώπων σε επιβαρυντικές συνθήκες, όπως ο θόρυβος, για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, η κα Ηλιάδου ανέφερε ότι ο θόρυβος μπορεί να επηρεάσει το ακουστικό μας σύστημα και τον εγκέφαλο. Συνεπώς, η αυξημένη ένταση θορύβου μπορεί να είναι εκ των κορυφαίων εχθρών της ανθρώπινης υγείας.

Παραμετροποιώντας τα δεδομένα η υπεύθυνη του Ιατρείου Ψυχοακουστικής τόνισε πως “στην πραγματικότητα ο εχθρός είναι η αυξημένη ένταση” ενώ αναφέρθηκε εκτενώς και στο πώς επιδρά αυτή η πραγματικότητα στη μαθησιακή διαδικασία. «Υπάρχουν κάποιοι μαθητές, που ενώ μπορεί να ακούνε φυσιολογικά σε ήσυχες συνθήκες, να μην τους επιτρέπεται συνολικά από το ακουστικό τους σύστημα, περιφερικό και κεντρικό, να ακούσουν με την ίδια ευκολία σε θόρυβο. Όλοι δυσκολευόμαστε στο θόρυβο αλλά όταν αυτό ξεπερνάει το φυσιολογικό, τότε έχουμε εκεί μια κατάσταση που λέγεται ‘διαταραχή ακουστικής επεξεργασίας’ -συχνά την αναφέρουν και ως κεντρική διαταραχή- και εκεί μπορεί τα παιδιά πραγματικά να δυσκολεύονται πάρα πολύ το κομμάτι της μάθησης» εξήγησε η ειδικός.

Η κα Ηλιάδου δεν παρέλειψε να αναφερθεί και στις μελέτες που τοποθετούν την Ελλάδα σε μια ιδιαίτερη θέση, σχέση με άλλες χώρες της Ευρώπης. “Ως μεσογειακή χώρα έχουμε εκ των προτέρων μεγαλύτερο θόρυβο μέσα στις τάξεις μας, κάτι που είναι γνωστό κι έχει καταγραφεί και στην Ιταλία και στη Μάλτα. Όλες οι μεσογειακές χώρες ξεπερνούν τα προβλεπόμενα ανώτατα όρια θορύβου μέσα στη σχολική αίθουσα. Αυτές οι μελέτες γίνονται στη κεντρική Ευρώπη όπου τα πράγματα είναι διαφορετικά, υπάρχουν π.χ. μοκέτες κάτω στις αίθουσες ή υπάρχουν και πιο μαλακές επιφάνειες που απορροφούν τον ήχο και άρα έχουμε σε αυτές τις χώρες και στα σχολεία τους) λιγότερη πρόσμειξη θορύβου στις ακουστικές πληροφορίες που προσλαμβάνει το παιδί”, εξήγησε.

Ένα ερώτημα που σαφώς προκύπτει από το παραπάνω δεδομένα είναι αν τα ελληνόπουλα, με βάση αυτές τις διαφορές, μειονεκτούν σε σχέση με μαθητές αυτών των χωρών όταν το γνωστικό αντικείμενο είναι στο ίδιο επίπεδο, αλλά οι συνθήκες είναι τόσο διαφορετικές μέσα στις τάξεις.

Η κα Ηλιάδου ανέφερε: “Το κεντρικό ακουστικό νευρικό σύστημα συνεχίζει να ωριμάζει μέχρι τα 12 με 13 χρόνια. Τα παιδιά αυτά μπορεί να ‘φαίνεται’ ότι έχουν θέματα διάσπασης προσοχής και στην πραγματικότητα αυτό να είναι κάτι δευτερογενές. Κάποιος που δυσκολεύεται να ακούσει σε αυτό το περιβάλλον, ιδιαίτερα ένα παιδί, είναι πιο εύκολο να παραιτηθεί και άρα να δώσει την εικόνα ότι δεν προσέχει, είναι αφηρημένο ή δεν ενδιαφέρεται”.

Δείτε επίσης