Βιταμίνη D: Αυξάνει την καρδιοαναπνευστική ικανότητα και την απόδοση κατά την άσκηση

Τα επίπεδα της βιταμίνης D στο αίμα συνδέονται με την καρδιοαναπνευστική ικανότητα, σύμφωνα με μελέτη που δημοσιεύθηκε στο European Journal of Preventive Cardiology, μια έκδοση της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Καρδιολογίας (ESC).

«Η μελέτη μας δείχνει ότι τα υψηλότερα επίπεδα βιταμίνης D συνδέονται με την καλύτερη ικανότητα άσκησης», δήλωσε ο Amr Marawan, επίκουρος καθηγητής εσωτερικής ιατρικής στο Virginia Commonwealth University. «Επίσης, γνωρίζουμε από προηγούμενες έρευνες ότι η βιταμίνη D έχει θετικές επιδράσεις στην καρδιά και στα οστά».

Είναι βέβαιο ότι η βιταμίνη D είναι σημαντική για τα υγιή οστά, αλλά υπάρχουν όλο και περισσότερες ενδείξεις ότι παίζει ρόλο και σε άλλες περιοχές του σώματος, συμπεριλαμβανομένης της καρδιάς και των μυών.

Η καρδιοαναπνευστική ικανότητα είναι ένα αξιόπιστο υποκατάστατο της φυσικής κατάστασης, δηλαδή της ικανότητας της καρδιάς και των πνευμόνων να προμηθεύουν οξυγόνο στους μύες κατά τη διάρκεια της άσκησης. Μετράται καλύτερα ως η μέγιστη κατανάλωση οξυγόνου κατά τη διάρκεια της άσκησης, που αναφέρεται ως VO2 max. Τα άτομα με υψηλότερη καρδιοαναπνευστική ικανότητα έχουν καλύτερη υγεία και ζουν περισσότερο.

Η μελέτη διερεύνησε αν τα άτομα με υψηλότερα επίπεδα βιταμίνης D στο αίμα τους έχουν βελτιωμένη καρδιοαναπνευστική ικανότητα. Διεξήχθη σε αντιπροσωπευτικό δείγμα του πληθυσμού των ΗΠΑ ηλικίας 20-49 ετών με τη χρήση της Εθνικής Έρευνας για την Υγεία και τη Διατροφή (NHANES) κατά την περίοδο 2001-2004. Τα δεδομένα συλλέχθηκαν για τη βιταμίνη D στο αίμα και συσχετίστηκαν με τα στοιχεία που υπήρχαν για το μέγιστο VO2. Από τους 1.995 συμμετέχοντες, το 45% ήταν γυναίκες, το 49% ήταν λευκής φυλής, το 13% είχε υπέρταση και το 4% είχε διαβήτη.

Οι συμμετέχοντες χωρίστηκαν σε τεταρτημόρια των επιπέδων βιταμίνης D. Αυτοί στο ανώτερο τεταρτημόριο είχαν 4,3 φορές υψηλότερη καρδιοαναπνευστική ικανότητα από ό, τι στο κατώτατο τεταρτημόριο. Η σύνδεση παρέμεινε σημαντική, με ισχύ 2,9 φορές, αφού προσαρμόστηκε για παράγοντες που θα μπορούσαν να επηρεάσουν όπως η ηλικία, το φύλο, η φυλή, ο δείκτης μάζας σώματος, το κάπνισμα, η υπέρταση και ο διαβήτης.

Κάθε αύξηση κατά 10 nmol/L στη βιταμίνη D σχετίστηκε με στατιστικά σημαντική αύξηση κατά 0,80 mL/kg/min στο VO2 max. «Αυτό υποδηλώνει ότι υπάρχει μια σχέση απόκρισης – δοσολογίας», δήλωσε ο Marawan. Ο ίδιος σημείωσε ότι αυτή ήταν μια παρατηρητική μελέτη και δεν μπορεί να εξαχθεί συμπέρασμα για τη σχέση αιτίας – αποτελέσματος. Η συσχέτιση ωστόσο ήταν  βαθμιαία και συνεπής μεταξύ των ομάδων, γεγονός που υποδηλώνει ότι είναι ισχυρή.

Να σημειωθεί πάντως ότι οι μεγάλη κατανάλωση βιταμίνης D μπορεί να οδηγήσει σε περίσσεια ασβεστίου στο αίμα, που μπορεί να προκαλέσει ναυτία, εμετό και αδυναμία. Η τοξικότητα προκαλείται από υπερβολικές ποσότητες συμπληρωμάτων αλλά όχι από τη διατροφή ή την έκθεση στον ήλιο, οπότε απαιτείται προσοχή κατά τη λήψη των δισκίων.

Ο Marawan δήλωσε: «Γνωρίζουμε τα βέλτιστα επίπεδα βιταμίνης D για υγιή οστά, αλλά απαιτούνται μελέτες για τον προσδιορισμό του βαθμού στον οποίο η καρδιά πρέπει να λειτουργήσει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Από την άποψη της δημόσιας υγείας, η έρευνα πρέπει να εξετάσει εάν τα συμπληρώματα διατροφής με βιταμίνη D παρέχουν πρόσθετα οφέλη πέρα ​​από την υγεία των οστών».

Δείτε επίσης