Επτά πράγματα που πρέπει να ξέρετε για τον κορωνοϊό

Η κρυφή ελπίδα ότι ο ιός SARS-CoV-2 θα υποχωρούσε το καλοκαίρι λόγω της ζέστης διαψεύστηκε και τώρα προβλέπεται ένας δύσκολος ο χειμώνας. Οι υπόλοιποι κορωνοϊοί, οι οποίοι προκαλούν κρυολόγημα, είναι γνωστό ότι έχουν εποχικότητα και αρχίζουν να δείχνουν τα “δόντια” τους από τον Οκτώβριο. Ένα μήνα μετά αρχίζει η γρίπη και η απειλή θα γίνει διπλή. Οι νοσοκομειακοί ασθενείς που μολύνονται και με τους δύο ιούς διατρέχουν σημαντικά μεγαλύτερο κίνδυνο να πεθάνουν σε σχέση με όσους μολύνονται μόνο από τον κορωνοϊό. Μια βρετανική μελέτη έδειξε ότι το 43% των ασθενών που νοσηλεύτηκαν και με τις δύο λοιμώξεις πέθανε, σε σύγκριση με το 27% όσων νοσηλεύτηκαν μόνο λόγω κορωνοϊού.

Θεωρείται πλέον δεδομένο ότι μια ευρεία χρήση εμβολίου δεν θα γίνει πριν από εννιά μήνες. Καθώς η νόσος COVID-19, υπολογίζεται ότι έχει θνητότητα μεταξύ 0,3% και 1,3% επί των συνολικών κρουσμάτων, αν μολυνθούν 1 εκατομμύριο άτομα θα πεθάνουν από 3.000 μέχρι 13.000 άτομα. Στις ευάλωτες ομάδες το ποσοστό θνητότητας είναι 3,3%.

Ένα πρόβλημα στην Ελλάδα είναι ότι υπάρχει χαμηλή ανοσία έναντι του SARS-CoV-2. Τα αποτελέσματα μιας μελέτης του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (ΕΚΠΑ) που βασίστηκε σε 2.500 δείγματα ήταν απογοητευτικά για όσους περίμεναν ότι μπορεί να υπήρχε μια άξια λόγου ανοσία στον πληθυσμό. Η ανοσία ήταν μόνο 1% για το διάστημα Ιουνίου-Ιουλίου. Το ποσοστό αυτό είναι φυσικά ανάλογο με το χαμηλό αριθμό κρουσμάτων και θανάτων στη χώρα. Και βέβαια απέχει πολύ από το 60% που απαιτείται για να επιτευχθεί η λεγόμενη ανοσία της αγέλης.

Προβληματίζουν τα κρούσματα επαναμόλυνσης

Η τελευταία ανησυχία είναι ότι ο κορωνοϊός μπορεί να προκαλέσει επαναμόλυνση, αν και κανείς δεν ξέρει πόσο συχνό μπορεί να είναι αυτό το φαινόμενο. Δύο περιπτώσεις που δημοσιεύθηκαν στην επιστημονική βιβλιογραφία επιβεβαίωσαν ότι άτομα που είχαν προηγουμένως μολυνθεί με τον SARS-CoV-2, ξαναμολύνθηκαν. Το ενδιαφέρον με αυτές τις δύο περιπτώσεις είναι ότι καταγράφηκαν διαφορετικά αποτελέσματα. Η περίπτωση του Χονγκ Κονγκ δεν παρουσίασε συμπτώματα ενώ η περίπτωση της Νεβάδας έδειξε σοβαρότερη νόσο τη δεύτερη φορά, και αυτό είναι το ανησυχητικό. Δεν είναι λοιπόν σίγουρο ότι μια ανοσολογική απόκριση απέναντι στον SARS-CoV-2 προστατεύει από επακόλουθη επαναμόλυνση. Και δεν είναι σαφές τι μπορεί να σημαίνει αυτό για ένα εμβόλιο.

Μην ασκείστε αν υποπτεύεστε ότι έχετε συμπτώματα

Αποφύγετε την άσκηση εάν έχετε πυρετό, βήχα ή δυσκολία στην αναπνοή. Μείνετε σπίτι, ξεκουραστείτε και ζητήστε ιατρική βοήθεια. Η άσκηση, και ειδικά η έντονη, μπορεί να θέσει τη ζωή σας σε κίνδυνο αν έχετε ίωση. Κινδυνεύετε ακόμα και αν είστε αθλητής όπως έδειξε η περίπτωση του άτυχου διεθνούς μπασκετμπολίστα Μάικλ Ότζο ο οποίος έφυγε από τη ζωή στις 6 Αυγούστου από ανακοπή καρδιάς την ώρα που έκανε ατομική προπόνηση στο Βελιγράδι. Ο Νιγηριανός ήταν θετικός στον κορωνοϊό στα τέλη Ιουνίου-Ιουλίου, έχοντας βήχα, πυρετό και πνευμονία αλλά είχε ανακάμψει και ήταν αρνητικός σε επόμενα τεστ. Αυτό δείχνει ότι ο κορωνοϊός, είτε έχει αρνητική επίδραση στο σώμα και μετά την πάροδο των συμπτωμάτων είτε -το χειρότερο- μπορεί να αφήσει μόνιμες συνέπειες στην καρδιά. Υπήρχαν πάντως ενδείξεις ότι ο Ότζο δεν είχε αναρρώσει πλήρως.

Προστατέψτε τα μάτια σας

Η μάσκα αυτή τη στιγμή είναι το μοναδικό όπλο κατά της μετάδοσης του ιού, μαζί βέβαια με τη διατήρηση των αποστάσεων. Σαφώς και έχουν δημιουργηθεί πολλά ερωτήματα για τη μάσκα διότι οι ειδικοί και ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας έλεγαν στην αρχή ότι δεν χρησιμεύει ιδιαίτερα και ότι μπορεί να κάνει ακόμα και κακό αν κάποιος δεν τη φοράει σωστά. Η στάση των ειδικών άλλαξε αλλά οι αρνητές της μάσκας έχουν κολλήσει στην παλιά άποψη. Τώρα πιστεύεται πως προστατεύει οτιδήποτε στέκεται εμπόδιο ανάμεσα στο πρόσωπό μας και στους άλλους, ακόμα και τα γυαλιά που φοράμε. Μια κινεζική μελέτη βρήκε ότι όσοι φοράνε κάθε μέρα τα γυαλιά τους -εγκαταλείποντας τους φακούς επαφής- έχουν μικρότερη πιθανότητα να μολυνθούν από τον κορωνοϊό, ίσως γιατί τα μάτια είναι μία από τις πύλες εισόδου που χρησιμοποιεί ο ιός.

Προσοχή στις κοινωνικές εκδηλώσεις 

Οι περισσότερες λοιμώξεις με SARS-CoV-2 μεταδίδονται από το ένα άτομο στο άλλο στο πλαίσιο των κοινωνικών επαφών παρά μέσω της οικογενειακής επαφής. Σε μια μελέτη περισσότερων από 1.000 λοιμώξεων  στο Χονγκ Κονγκ, από τα τέλη Ιανουαρίου έως τα τέλη Απριλίου, ερευνητές από το Πανεπιστήμιο του Χονγκ Κονγκ συνέλεξαν στοιχεία για πολλαπλά συμβάντα υπερμετάδοσης, στα οποία ένα μολυσμένο άτομο μεταβίβασε τον ιό σε τουλάχιστον έξι άλλους. Μουσικοί που έπαιζαν σε τέσσερα μπαρ του Χονγκ Κονγκ πυροδότησαν τη μεγαλύτερη μετάδοση, που οδήγησε σε 106 λοιμώξεις. Άλλες 19 περιπτώσεις συνδέθηκαν με μοναχό που δεν είχε συμπτώματα αλλά βρέθηκε ότι έχει μολύνει άλλους σε έναν ναό. Σχεδόν το 70% των περιπτώσεων δεν μετέδωσε σε κανέναν άλλον την ασθένεια, βρήκε η ερευνητική ομάδα.

Σε μια άλλη μελέτη, που δημοσιεύθηκε από τα Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων, στις ΗΠΑ, διαπιστώθηκε ότι οι μισοί από αυτούς που κόλλησαν τον ιό είχαν βγει προηγουμένως έξω να φάνε σε κάποιο εστιατόριο. Η μελέτη αυτή δεν έκανε διάκριση μεταξύ εσωτερικών και εξωτερικών χώρων των εστιατορίων, κάτι που ασφαλώς ενέχει διαφορετικό κίνδυνο.

Προστατεύουν οι απλές πλαστικές ασπίδες προσώπου;

Οι ασπίδες προσώπου ασφαλώς και προστατεύουν αλλά είναι άγνωστο σε ποιο βαθμό. Οι προσωπίδες έχουν κάποια πλεονεκτήματα σε σύγκριση με τις χειρουργικές ή υφασμάτινες μάσκες. Είναι πιο άνετες στη χρήση και εμποδίζουν κάποιον να βάζει το χέρι του στο πρόσωπο. Αλλά η μέχρι τώρα έρευνα έχει δείξει αντιφατικά πράγματα και οι ειδικοί δεν τις προτείνουν ως αντικατάσταση της μάσκας. Μια μελέτη βρήκε ότι οι προσωπίδες μπλοκάρουν 10 φορές περισσότερο τα λεπτά σωματίδια σε σχέση με τη χειρουργική μάσκα. Από την άλλη μεριά, μελέτη βρήκε ότι ενώ η προσωπίδα μπλοκάρει τα σταγονίδια, στη συνέχεια αυτά με ευκολία ξεφεύγουν και διασπείρονται ανάλογα και με το πόσο φυσάει ο αέρας. Αν ανήκετε στις ευάλωτες ομάδες και θέλετε να πάτε στη λαϊκή, η καλύτερη προστασία είναι η μάσκα και από πάνω της η προσωπίδα -σ’ αυτό κανένας ειδικός δεν θα διαφωνήσει.

Σημαντική η μετάδοση πριν εμφανιστούν τα συμπτώματα

Το 40% της μετάδοσης του κορωνοϊού προέρχεται από άτομα που δεν είναι ακόμη άρρωστα. Η μετάδοση συμβαίνει λίγες ημέρες πριν ή αμέσως με την έναρξη των συμπτωμάτων στο άτομο που έχει μολυνθεί. Αυτό βρήκαν ερευνητές από το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης οι οποίοι μελέτησαν 191 περιπτώσεις. Οι ερευνητές ανέλυσαν το χρονοδιάγραμμα της αρχικής μόλυνσης των μεταδοτικών ατόμων και το πότε εμφανίστηκαν τα συμπτώματα στα άτομα αυτά. Το 40% των συμβάντων μετάδοσης σημειώθηκαν πριν την έναρξη των συμπτωμάτων και το 35% την ημέρα που εμφανίστηκαν τα συμπτώματα ή μια μέρα μετά. Εξαιτίας αυτού, κρίνεται ότι η δυνατότητα γρήγορης διάγνωσης, δηλαδή η χρήση των rapid test, είναι το κλειδί για τον έλεγχο της πανδημίας.

Η σχετική ακρίβεια των rapid test

Υπάρχουν δύο ειδών τεστ, τα μοριακά που ανιχνεύουν τον κορωνοϊό και δίνουν αποτέλεσμα μέσα σε 4-6 ώρες και τα ορολογικά που ανιχνεύουν αντισώματα έναντι του ιού. Για να αναπτυχθούν τα αντισώματα χρειάζεται να περάσουν μέρες, συνεπώς τα ορολογικά τεστ δεν είναι κατάλληλα για τη διάγνωση της μόλυνσης.

Τα μοριακού τύπου rapid test ανιχνεύουν συγκεκριμένες πρωτεΐνες του ιού -γνωστές ως αντιγόνα- και μπορούν να δώσουν απάντηση σε 15 λεπτά, κοστίζοντας περίπου 5 δολάρια. Λειτουργούν σαν τα οικιακά τεστ εγκυμοσύνης χωρίς να απαιτούν εργαστήριο. Ένα από αυτά δημιουργήθηκε από την Abbott Laboratories, το οποίο έχει παραγγείλει η αμερικανική κυβέρνηση. Αλλά τι αξιοπιστία έχουν τα γρήγορα τεστ;

Ενώ ένα μοριακό τεστ που χρησιμοποιεί την τεχνική της αλυσιδωτής αντίδρασης πολυμεράσης (PCR) μπορεί να ανιχνεύσει ένα μόριο RNA του ιού σε ένα μικρολίτρο διαλύματος, τα γρήγορα τεστ χρειάζονται δείγμα που περιέχει χιλιάδες -πιθανώς δεκάδες χιλιάδες- σωματίδια του ιού ανά μικρολίτρο για να δείξουν θετικό αποτέλεσμα. Εάν λοιπόν ένα άτομο έχει χαμηλές ποσότητες του ιού στο σώμα του, το γρήγορο τεστ μπορεί να δώσει ψευδώς αρνητικό αποτέλεσμα. Το τεστ της Abbott εντοπίζει σωστά τον ιό στο 95-100% των περιπτώσεων εάν τα δείγματα συλλέχθηκαν εντός μιας εβδομάδας από την έναρξη των συμπτωμάτων αλλά το ποσοστό πέφτει στο 75% εάν τα δείγματα ελήφθησαν μία εβδομάδα μετά.

Δείτε επίσης