Το 2002, ο ιρλανδός πολεµικός ανταποκριτής Πάτρικ Κόκµπερν βρισκόταν σε αποστολή της «Ιντιπέντεντ» στην Καµπούλ, όταν δέχθηκε ένα τηλεφώνηµα από τη γυναίκα του που έντροµη τον ενηµέρωνε ότι ο 19χρονος γιος τους Χένρι βούτηξε στα παγωµένα νερά του Νιουχέιβεν, στη Νότια Αγγλία, και θα πέθαινε αν δεν τον βοηθούσαν δύο ψαράδες, οι οποίοι τον µετέφεραν στο νοσοκοµείο. Οι γιατροί διέγνωσαν ότι ο γιός τους έπασχε από παρανοϊκή σχιζοφρένεια.
Ο Χένρι είχε ξεκινήσει από το διαμέρισμά του στο Μπράιτον, όπου σπούδαζε Τέχνες, αλλά ενώ περπατούσε αισθανόταν ότι θάµνοι, δένδρα και άγρια ζώα κατευθύνονταν κατά πάνω του. Ακόµη«έβλεπε» φυλακισµένους να κρύβονται και τους τραγουδούσε. Οταν έφθασε στο Νιουχέιβεν, κρύφτηκε πρώτα κάτω από κάτι σκάλες και τελικά πήδηξε στο νερό.
Η είδηση ήρθε ως κεραυνός εν αιθρία για τον ιρλανδό δηµοσιογράφο. Πριν μερικούς μήνες που είχε δει τον γιο του, όλα φαίνονταν απολύτως φυσιολογικά. Μάλιστα ο Χένρι είχε κάνει, όπως πάντα, τα έξυπνα καιπνευµατώδη σχόλιά του. Η γυναίκα του που είχε επισκεφθεί τον γιιό τους στο Μπράιτον του είχε ότι συµπεριφερόταν κάπως περίεργα αλλά το είχε αποδώσει σε φοιτητική εκκεντρικότητα.
Οι γονείς ήταν πραγµατικά πολύ δύσκολο να πείσουν τον Χένρι να ακολουθήσει τη φαρµακευτική αγωγή – τις περισσότερες φορές έκρυβε τα χάπια του ή τα έφτυνε. Οι αρχικές ελπίδες του πατέρα του ότι επρόκειτο µόνο για παροδική κρίση σχιζοφρένειας πολύ γρήγορα διαψεύστηκαν.
Ο Χένρι µπήκε για πρώτη φορά σε νευρολογική κλινική το 2003. Εκεί πέρασε τα επόµεναεπτά χρόνια, µε µερικά διαλείµµατα ωστόσο: 30 φορές δραπέτευσε και αρκετές κόντεψε να χάσει τηζωή του, όπως τότε που καθόταν γυµνός κάτω από ένα δένδρο, µέσα στο χιόνι, επί δύο ηµέρες. Η κατάσταση άρχισε να βελτιώνεται το 2007, όταν διακοµίστηκε στο Νοσοκοµείο Cygnet, στο Ανατολικό Λονδίνο.Και αυτό διότι από εκεί ήταν πολύ δύσκολο να δραπετεύσει και το νοσηλευτικό προσωπικό φρόντιζε ώστε ο Χένρι να παίρνει κανονικά τα φάρµακά του.
Καθώς άρχισε σιγά σιγά να θεραπεύεται – αλλά όχι πλήρως – στον πατέρα του γεννήθηκε η ιδέα να καταγράψουν την εµπειρία τους αυτή σε ένα βιβλίο. Ανν ο Χένρι έγραφε για την πάθησή του, ίσως αυτό θα τον βοηθούσε να κοιτάξει κατάµατα την αρρώστια και θα ακολουθούσε τη θεραπεία του οικειοθελώς.
Πρωτύτερα αισθανόταν ντροπή, όταν για παράδειγµα συναντούσε παλιούς συµµαθητές, που εργάζονταν, ήταν παντρεµένοι και είχαν παιδιά. Εκείνος το µόνο που µπορούσε να απαντήσει στην ερώτηση «Τι έκανες όλα αυτά τα χρόνια;», ήταν πως µπαινόβγαινε σε ιδρύµατα. Ισως λοιπόν, αν έλεγε πως γράφει ένα βιβλίο για τη σχιζοφρένεια, αυτό να αναπτέρωνε το ηθικό του και να τόνωνε την τσακισµένη αυτοπεποίθησή του. Η αποτύπωσητων βιωµάτων του Χένρι και της οικογένειάς του θα εξυπηρετούσε διπλό σκοπό. Αφενός θα τον βοηθούσε να διώξει τους δαίµονές του και αφετέρου θα διαλεύκανε το τοπίο γύρω από τη σχιζοφρένεια και γενικά τις πνευµατικές αρρώστιες, για τις οποίες οι πάσχοντες και το περιβάλλον τους αισθάνονται ντροπή να µιλήσουν.
Τελικά, η κατάσταση του Χένρι βελτιωνόταν και η ενασχόλησή του µε το βιβλίο φαινόταν να του δίνει λόγο ύπαρξης. Ωστόσο, ο κίνδυνος πνευµατικής διαταραχής ήταν ακόµη υπαρκτός. Οι φωνές και τα οράµατα δεν τον είχαν εγκαταλείψει. Σταδιακά όμως το µυαλό του άρχισε να καθαρίζει. Χειριζόταν ακόµη και ηλεκτρονικές συσκευές, τις οποίες επί χρόνια αντιµετώπιζε µε φόβο. Αλλά ακόμα και σήμερα, η θεραπευτική αγωγήπου ακολουθεί ελέγχει μεν την σχιζοφρένειά του, αλλά δεν τη θεραπεύει. Πέρυσι, κατά τη διάρκεια γεύµατος µε τον πατέρα του, ο Χένρι έλεγε ασυναρτησίες κι έτρεµε από φόβο. Τέτοιου είδους κρίσεις τις αντιµετωπίζει µένοντας στο κρεβάτι του.
Πηγή: ΤΑ ΝΕΑ