Σύμφωνα με μια μετα-ανάλυση διεθνούς ερευνητικής ομάδας που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό The Lancet, τα περισσότερα αντικαταθλιπτικά χάπια δεν είναι αποτελεσματικά στα παιδιά και τους εφήβους, στην περίπτωση της μείζονος κατάθλιψης, ενώ ορισμένα μπορεί να μην είναι ούτε ασφαλή.
Η μελέτη προειδοποιεί ότι η έλλειψη διαφάνειας ή ακόμα και η ανακρίβεια στοιχείων των δημοσιευμένων κλινικών μελετών δημιουργεί μεγάλη ανησυχία για την πραγματική επίδραση των αντικαταθλιπτικών φαρμάκων στα νεαρά άτομα.
Η μείζονα κατάθλιψη είναι συχνή σε παιδιά 6-12 ετών και εφήβους 13-18 ετών, σε ποσοστά που εκτιμώνται σε 3% και 6% αντίστοιχα. Παρά τους ενδοιασμούς των αρμόδιων Αρχών για τους πιθανούς κινδύνους των αντικαταθλιπτικών φαρμάκων, κατά την τελευταία δεκαετία η χρήση τους έχει σταδιακά αυξηθεί στις νεότερες ηλικίες. Στις ΗΠΑ αντικαταθλιπτικά χάπια παίρνουν το 1,6% των ατόμων ηλικίας 1-19 ετών, ενώ στη Μ. Βρετανία το αντίστοιχο ποσοστό είναι 1,1%.
Η κατάσταση συνήθως διαγιγνώσκεται όταν ένα παιδί ή έφηβος έχει καταθλιπτικά συμπτώματα για περισσότερο από δύο εβδομάδες. Τα συμπτώματα περιλαμβάνουν εναλλαγές της διάθεσης, ευερεθιστότητα, αλλαγές στις διατροφικές συνήθειες, συχνή θλίψη, κλάμα, χαμηλή αυτοεκτίμηση, και σκέψεις θανάτου ή αυτοκτονίας.
Μόνο η φλουοξετίνη βρέθηκε αποτελεσματική
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον δρ Andrea Cipriani του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, αξιολόγησαν στοιχεία από 34 κλινικές δοκιμές, οι οποίες αφορούσαν συνολικά 5.260 παιδιά και εφήβους 9-18 ετών.
Η ανάλυση κατέληξε στο συμπέρασμα ότι από τις 14 ευρέως χρησιμοποιούμενες αντικαταθλιπτικές ουσίες, μόνο η φλουοξετίνη (εμπορικές ονομασίες Prozac, Ladose κ.α.) είχε πραγματικό αποτέλεσμα σε σχέση με το εικονικό φάρμακο, στην ανακούφιση των συμπτωμάτων της κατάθλιψης. Από την άλλη μεριά, η βενλαφαξίνη συνδέεται με αυξημένο κίνδυνο αυτοκτονικών σκέψεων σε σχέση με το εικονικό φάρμακο.
“Το ισοζύγιο κινδύνων και ωφελειών των αντικαταθλιπτικών χαπιών για τη θεραπεία της μείζονος κατάθλιψης δεν φαίνεται να προσφέρει ξεκάθαρο πλεονέκτημα στα παιδιά και τους εφήβους, με την πιθανή εξαίρεση μόνο της φλουοξετίνης. Συστήνουμε να υπάρχει στενή επιτήρηση των παιδιών και εφήβων που παίρνουν αντικαταθλιπτικά χάπια, άσχετα με το φάρμακο που έχει επιλεγεί, ιδίως στην αρχή της θεραπείας”, ανέφερε ο καθηγητής Πενγκ Σίε του Ιατρικού Πανεπιστημίου της Τσονγκίνγκ στην Κίνα.
Επικριτικός εμφανίσθηκε ο Cipriani για τη σχετική αδιαφάνεια των κλινικών μελετών που αφορούν τα αντικαταθλιπτικά φάρμακα, δεδομένου ότι τα δύο τρίτα των μελετών αυτών έχουν χρηματοδοτηθεί από φαρμακευτικές εταιρείες. «Δεν μπορούμε να έχουμε πλήρη εμπιστοσύνη στην ακρίβεια των δημοσιευμένων και των μελετών» υπογράμμισε.
Από τις δοκιμές που περιελήφθησαν στην ανάλυση, το 65% χρηματοδοτήθηκε από τις φαρμακευτικές εταιρείες, το 29% κρίθηκαν ότι έχουν υψηλό κίνδυνο μεροληψίας, το 59% είχαν μέτριο κίνδυνο μεροληψίας, και το 12% είχαν χαμηλό κίνδυνο μεροληψίας.
Ανακριβείς κλινικές μελέτες
Σε ένα συνοδευτικό άρθρο, ο ψυχίατρος δρ Jon Jureidini, του Πανεπιστημίου της Αδελαΐδας στην Αυστραλία, εικάζει ότι μπορεί περισσότερες αυτοκτονικές ενέργειες να είχαν καταγραφεί με τη χρήση αντικαταθλιπτικών, αν οι ερευνητές είχαν πρόσβαση στα ατομικά στοιχεία των ασθενών.
Χρησιμοποιώντας ένα παράδειγμα για να υποστηρίξει την άποψή του, σημειώνει ότι σε τέσσερις μελέτες που συνέκριναν το αντικαταθλιπτικό παροξετίνη με εικονικά σκευάσματα, μόνο 13 από τα 413 απόπειρες αυτοκτονίας αναφέρθηκαν. Έτσι ο Jureidini έγραψε ότι είναι πιθανό τα αντικαταθλιπτικά χάπια να είναι πιο επικίνδυνα και λιγότερο αποτελεσματικά για τα παιδιά και τους εφήβους από ό, τι οι ανακριβείς κλινικές δοκιμές μας οδήγησαν να πιστέψουμε.
Και προσθέτει: “Εμείς, οι γιατροί και οι ερευνητές δεν ανταποκρινόμαστε στις υποχρεώσεις μας και στους ασθενείς μας και θα επιτύχουμε μόνο αν ανεξάρτητοι ερευνητές, όπως Cipriani και οι συνεργάτες του είναι σε θέση να αναλύουν τα ατομικά δεδομένα σε επίπεδο ασθενών. Οι ισχυρισμοί ότι η πρόσβαση σε τέτοια στοιχεία είναι ασυμβίβαστη με περιορισμούς πνευματικής ιδιοκτησίας και της ιδιωτικής ζωής του ασθενούς πρέπει να αντιμετωπισθούν σθεναρά.”
Πηγή: Comparative efficacy and tolerability of antidepressants for major depressive disorder in children and adolescents: a network meta-analysis.