Το μέλλον του κρασιού εξαρτάται από την ανάπτυξη τροποποιημένων σταφυλιών, σύμφωνα με τους επιστήμονες, καθώς οι ασθένειες πλήττουν τους παραγωγούς αμπειλιών. Οι επιστήμονες αναπτύσσουν νέες ποικιλίες γενετικά τροποποιημένων σταφυλιών, πιο ανθεκτικών στις διάφορες ασθένειες, καθώς εκτιμάται ότι έτσι θα περιοριστεί η χρήση χημικών φαρμάκων. Αμερικανοί ερευνητές έχουν ήδη δημιουργήσει τους γενετικούς χάρτες περισσότερων από 1.000 αμπελιών.
Οι πιο γνωστές ποικιλίες, από όπου προέρχονται μια σειρά από γνωστά και αγαπητά κρασιά (μερλό, σαρντονέ, σεμιγιόν, ρίσλινγκ) κατά βάση έλκουν την καταγωγή τους από το είδος αμπελιού Vitis vinifera vinifera. Αυτό εκτιμάται ότι καλλιεργήθηκε για πρώτη φορά πριν από 5.000 σε μια περιοχή της σημερινής Τουρκίας ή κοντά σε αυτήν. Από τότε, σιγά-σιγά, η καλλιέργεια και η οινοποιία επεκτάθηκε στις πιο μακρινές χώρες.
Η αρχική γεωργική αμπελοκαλλιέργεια διαφοροποιήθηκε σταδιακά σε εκατοντάδες λευκές και κόκκινες ποικιλίες. Ωστόσο τα σταφύλια, από όπου παράγονται τα διάφορα κρασιά, παραμένουν μέχρι σήμερα ουσιαστικά μέλη του ίδιου είδους, με περιορισμένη διασταύρωση μεταξύ των επιμέρους ποικιλιών.
Η έλλειψη διασταύρωσης και περαιτέρω γενετικής διαφοροποίησης καθιστά τα φυτά πιο ευάλωτα σε παθογόνους οργανισμούς.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση, που παράγει περίπου το 70% των κρασιών παγκοσμίως, προσπαθεί να προωθήσει την υγεία των καταναλωτών και την προστασία του περιβάλλοντος. Στο πλαίσιο αυτό ο ψεκασμός των χημικών στις γεωργικές καλλιέργειες επιδιώκεται να περιοριστεί.
Έτσι οι επιστήμονες προσπαθούν να αναπτύξουν νέες ανθεκτικότερες ποικιλίες. Αυτό μπορεί να συμβεί είτε μέσω διασταύρωσης των αμπελιών με πιο ανθεκτικά είδη, είτε μέσω «χειραγώγησης» των γονιδίων των σταφυλιών, ώστε να γίνουν άτρωτα στις μολύνσεις.
Μέσα από τέτοιους γενετικούς πειραματισμούς αναμένεται μελλοντικά να δημιουργηθούν νέες ποικιλίες κρασιών από από γενετικά τροποποιημένα αμπέλια.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον Σιν Μάιλς της Ιατρικής Σχολής του πανεπιστημίου Στάνφορντ (και πιο πριν του Κορνέλ), δημοσίευσαν τη σχετική μελέτη στο περιοδικό της Εθνικής Ακαδημίας Επιστημών των ΗΠΑ (PNAS).