O ζωγράφος Γιάννης Μόραλης

«Όταν ένας ζωγράφος  κατορθώνει να  δίνει τις προσωπικές του  εμπειρίες  κρατώντας  ατόφια  την πρώτη τους αίσθηση και συνάμα , με την ίδια χειρονομία , να οδηγεί τα εικονιστικά  εξαγόμενα της περιπέτειας των καιρών μας   σε μια τόσο υψηλού βαθμού εγκράτεια , ξεφεύγει από τους διαχωρισμούς της τρέχουσας αισθητικής. Και ίσως είναι γι αυτό πού πραγματικά δεν αισθάνεται κανείς  την ανάγκη να αναρωτηθεί αν ο Μόραλης είναι μοντέρνος η κλασσικός, Ελληνικός η Ευρωπαίζων » , γράφει για  το Μόραλη , ο νομπελίστας ποιητής μας  Οδυσσέας  Ελύτης.

“Σε καιρούς όπως οι δικοί μας , όπου κανείς  μύθος δεν προκαλεί την  αυτόματη ένταξη των δημιουργημάτων του ανθρώπου  σ ένα γενικότερο σύνολο , το μόνο που απομένει  στον ευσυνείδητο καλλιτέχνη  είναι να  υποκαθίσταται  στο  μηχανισμό της λειτουργίας των αλλοτινών μύθων και να τον ενασκεί στην ατομική κλίμακα.

Μ ένα ολιγοψήφιο αλφάβητο στα χέρια του,  όπου τα στοιχεία που επανέρχονται περισσότερο είναι οι δύο αντίθετες καμπύλες, η ώχρα και το μαύρο, επέτυχε ο   Μόραλης να μετατρέψει την ομιλία των πραγμάτων σε οπτικό φαινόμενο, κατά τρόπο μοναδικό μέσα στη σύγχρονη ελληνική τέχνη ” γράφει ο   ποιητής  Ελύτης για το Γιάννη Μόραλη.

Ο Μόραλης ανήκει στη γενιά των καλλιτεχνών που η παιδική τους ηλικία  και η εφηβεία σμίγει με γεγονότα  ιστορικά , πολιτικά και κοινωνικά, τα οποία  επέδρασαν  πολύπλευρα και  πολύμορφα  επάνω του.

Η πλατειά γνώση των αρχαίων μνημείων , η φιλολογική του μόρφωση  και το εύρος των ενδιαφερόντων του για το θέατρο, την ποίηση, την πρόζα, την αρχιτεκτονική και την ιστορία  έχουν τις ρίζες τους στην ουμανιστική αγωγή που του έδωσε ο φιλόλογος πατέρας του, που υπήρξε ακόμη και στη ζωγραφική δάσκαλός του.

Ο Γιάννης Μόραλης  γεννήθηκε στην Άρτα  στις 23 Απριλίου / 6 Μαίου 1916 . Η οικογένεια  ζει από το 1922 μέχρι το 1927 στην Πρέβεζα και στα 1927 εγκαθίσταται στην Αθήνα  .  Στη Σχολή Καλών Τεχνών ο Μόραλης γράφεται σε ηλικία μόλις 15 ετών , το 1931  και ολοκληρώνει τις σπουδές του το 1936.

Οπως λέει ο ίδιος  διηγούμενος στον Διονύση Φωτόπουλο αυτή την εποχή( Αγαπητέ μου Γιάννη , τρία γράμματα Γιάννης  Τσαρούχης , Γιάννης Μόραλης, εκ. Ίκαρος), στην Αθήνα είχε έρθει 11 ετών το 1927. Με τον πατέρα του  πολλές φορές πήγαινε τις Κυριακές στο Πολυτεχνείο.” Οι Κυριακές ήταν οι μόνες μέρες που είχε ελεύθερες ο πατέρας μου από τα φροντιστήρια που έκανε για τους φοιτητές  και από το γυμνάσιο βέβαια όπου ήταν καθηγητής. Με έπαιρνε λοιπόν και πηγαίναμε στο Πολυτεχνείο, όπου υπήρχε το Κυριακάτικο Μάθημα και ήταν καθηγητής ο Λαντζας.Εγω ήμουν τότε σε ηλικία 15 ετών”.

Μετά το Προπαρασκευαστικό, με καθηγητή το Δημήτριο Γερανιώτη, παρακολουθεί  μαθήματα ζωγραφικής στο εργαστήριο του Κ. Παρθένη, αλλά γρήγορα μεταγράφεται  στο εργαστήριο του Ουμβέρτου Aγύρου για ζωγραφική και στο εργαστήριο του Γιάννη Κεφαληνού για χαρακτική που τον ενδιαφέρει .

Λέει σχετικά ο ίδιος διηγούμενος  αυτήν την εποχή: “Πήγα  στον Παρθένη , αλλά υπήρχε μεγάλη σχολαστικότης. Ήταν ο Φερτής , υπήρχαν και αρκετά κορίτσια τα οποία με εκνεύριζαν,ενώ η παρέα μου και ο Νικολάου, και ο Καπράλος ήταν στού Αργυρού.Ζωγράφος ήταν και ο Καπράλος στη Σχολή.Τή  Γλυπτική την έκανε το απόγευμα στο σπίτι του.Κι έτσι πήγα και γω μετά στού Αργυρού, ο οποίος με άφηνε ελεύθερο να κάνω ότι θέλω.Ζωγράφιζα εντελώς αντίθετα από ότι δίδασκε αυτός,αλλά με είχε αφήσει ελεύθερο.Ο μεγάλος καλλιτέχνης εκεί ήταν ο Νικολάου… Με τον Τσαρούχη δεν συμπέσαμε σε εργαστήριο αλλά γίναμε φίλοι μ άρεσε πως μιλούσε, κουβεντιάζαμε , μου έδειξε κάτι σχέδια. Ήταν τότε η εποχή  η ηρωική, με τον Κόντογλου…” (Τρία γράμματα ,Γιάννης Τσαρούχης, Γιάννης Μόραλης και  στην έκδοση προηγείται  συζήτηση με τον  Διονύση Φωτόπουλο,εκδ Ίκαρος).

Το 1936, τελειώνοντας την Σχολή  Καλών Τεχνών είναι ο νεώτερος   από τους συναδέλφους του που παίρνουν μέρος στην Έκθεση της Ελληνικής Χαρακτικής  στην Τσεχοσλοβακία  και  απέσπασε    από τους Τσέχους, κριτικές   που βλέπουν στο πρόσωπό του μια μεγάλη ελπίδα της νεοελληνικής τέχνης, πράγμα που επιβεβαιώθηκε περίτρανα  στα χρόνια που ακολούθησαν.

Ο Γιάννης Μόραλης , μαζί με μια μικρή ομάδα  ζωγράφων της γενιάς του 30, τον Τσαρούχη, τον Χατζηκυριάκο – Γκίκα , τον Εγγονόπουλο,τον Νικολάου  συνδέεται  με την  διαμόρφωση της σύγχρονης ελληνικής ζωγραφικής.

Το 1937 ο Μόραλης   ζει μία παρά πολύ δύσκολη περίοδο της  ζωής του αφού χάνει τον πατέρα του με τον οποίο είχε μεγάλο σύνδεσμο. Την ιδια εποχή κερδίζει υποτροφία της Ακαδημίας Αθηνών και μεταβαίνει στο Παρίσι , όπου σπουδάζει   στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών εκεί και παρακολουθεί μαθήματα ζωγραφικής με τον Σάρο Γκερέν και τοιχογραφία με τον Ντυκό Ντε λ Αι.

Παράλληλα φοιτά  στην  Άρα Ε Μέτριε  (Σχολή  Τεχνών και Επαγγελμάτων )  κοντά στον καθηγητή Μάνη σε μωσαϊκά –ψηφοθετική.  Με το ξεκίνημα του Β Παγκοσμίου Πολέμου , αναγκάζεται να εγκαταλείψει το Παρίσι και επιστρέφει στην Ελλάδα.

Στην  τελευταία  προπολεμική  Πανελλήνια  έκθεση , στο Ζάππειο το 1940, λαμβάνει μέρος και βραβεύεται. Το 1947  εκλέγεται  τακτικός καθηγητής της  Προπαρασκευαστικής Τάξης στην ΑΣΚΤ και δέκα χρόνια μετά εκλέγεται τακτικός καθηγητής  Εργαστηρίου Ζωγραφικής .

Ο Μόραλης σπουδαίος ακαδημαϊκός δάσκαλος  μεγάλωσε και δίδαξε  γενιές ελλήνων ζωγράφων , παρακολουθώντας   και μετά την αποφοίτησή τους  την πορεία τους  , δίνοντας μάλιστα  πάντα το παρόν σε εκθέσεις μαθητών του, ζωγράφων,με μεγάλη συνέπεια και αγάπη.

Σεμνός, λιτός, βαθύς και ακούραστος, ίσως  να είναι λίγες από τις αρετές του.   Σταθμό στην πορεία του Μόραλη στη ζωγραφική   αποτελεί και η συμμετοχή του το 1958,μαζί με το Γιάννη Τσαρούχη και τον Αντώνη Σώο, στην Μπιενάλε της Βενετίας. Εκθέτει 24 πίνακες (λαδιά), πέντε προσχέδια  για σκηνικά και κοστούμια θεάτρου  , τέσσερις λιθογραφίες και 14 σχέδια. Η παρουσία του σχολιάζεται  πολύ επαινετικά στους ξένους καλλιτεχνικούς κύκλους   και το Μουσείο του Τορίνο αγοράζει για την Πινακοθήκη του τη σύνθεσή του ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ.(βλ. Άννα Ζάνες – Ξηρουχάκη , Οι Έλληνες  Ζωγράφοι).

Ο Γιάννης Μόραλης    συνεργάστηκε επίσης με  γνωστούς αρχιτέκτονες ,  μια  συνεργασία που ξεκίνησε το 1959,όταν  αναλαμβάνει την διακόσμηση των εξωτερικών τοίχων του ξενοδοχείου Χιλτον στην Αθήνα (μοτίβα και παραστάσεις σχετικά ,με την κλασσική παράδοση).Οι αρχιτέκτονες Κοπής Βασιλειάδης,Ε.Βουρέκας και Στ. Στανικός  του αναθέτουν αυτό το έργο. Σε πολλά ξενοδοχεία της Ελλάδας βλέπουμε διακοσμητικές συνθέσεις του ζωγράφου( Ρόδος,Πάρνηθα , Θεσσαλονίκη, Φλώρινα κλπ) αλλά και στο Ναυτιλιακό Μέγαρο Πειραιά, σε υποκαταστήματα  τραπεζών, αλλά  τα τελευταία χρόνια και στο Μέτρο της Αθήνας .

Ο Μόραλης όμως  και στο Θέατρο  είναι παρών . Η θεατρική δουλειά του  ξεκινά με  το 1951 , όταν αναλαμβάνει τα σκηνικά  και τα κοστούμια για το μπαλέτο ” Έξι λεκές ζωγραφιές ” με μουσική Μάνου Χατζιδάκι, που παρουσιάζει  το Ελληνικό  Χορόδραμα  της Ραλούς  Μάνου, συνεργασία που κράτησε αρκετά χρόνια  σε παρά πολλές παραστάσεις του  Φεστιβάλ Αθηνών , η συνεργασία του με το Θέατρο Τέχνης του Κουν ( από το1954 ) για πάρα πολλές επίσης παραστάσεις  εντός και εκτός Ελλάδας, με το  Εθνικό Θέατρο  και το σκηνοθέτη Αλέξη Σολωμό (βλ. Τρία Γράμματα εκ. Ίκαρος, ο Τσαρούχης μιλώντας για τις Έξι λεκές  ζωγραφιές  και τη δουλειά του Μόραλη, την χαρακτηρίζει ως σταθμό της σκηνογραφίας στην Ελλάδα).

Η παρουσία της δουλειάς του Μόραλη σε λογοτεχνικά κείμενα  είναι κι αυτή μέρος της γενικότερης  προσφοράς του στην   Ελληνική Τέχνη .Θαυμάσιες συνθέσεις του κοσμούν την έκδοση με τα Ποιήματα του Γιώργου Σεφέρη (1965- Ίκαρος),  τις ποιητικές συλλογές του Οδυσσέα Ελύτη  “Έξι  και μια τύψεις για τον Ουρανό”,”Άξιον Εστί “και ,”Άσμα Ηρωικό και Πένθιμο  για το χαμένο Ανθυπολοχαγό της Αλβανίας”  καθώς και για τα πεζά του Στρατή Μυριβήλη  και άλλων.

Πολλά έχει κανείς να γράψει  και να πει για το  Γιάννη Μόραλη, και την  μεγάλη προσφορά του στην Νεοελληνική Τέχνη, τοσα που δεν  φθάνουν σ  ένα σύντομο σημείωμα  όπως αυτό. Ίσως , το παρακάτω σχόλιο να συνοψίζει με λιτό τρόπο αυτά που έχουμε στο νου μας:

“Η τέχνη του Μόραλη εκφράζει με σύμβολα τον βαθύτερο καημό του γένους , την ” ήρεμη καρτερία του θανάτου, τη λιτή προσφορά της φρυγμένης γης”, γράφει για τον μεγάλο ζωγράφο ο Μανώλης Χατζηδάκης στο Ζυγό τον Ιούλιο του 1962.

Δείτε επίσης