Η έλλειψη ύπνου αυξάνει την αντίσταση στην ινσουλίνη και τον κίνδυνο για διαβήτη τύπου 2 προειδοποιεί μια νέα μελέτη.
Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι ακόμα και τρεις νύχτες μερικής αϋπνίας μειώνουν την ικανότητα της ινσουλίνης να ρυθμίζει το σάκχαρο του αίματος, δηλαδή τα επίπεδα της γλυκόζης.
Οι επιστήμονες λένε ότι ο ανεπαρκής ύπνος μπορεί να παίζει ρόλο στην τρέχουσα επιδημία της παχυσαρκίας και του διαβήτη τύπου 2. Κάτι τόσο απλό όσο το να κοιμάται κανείς κανονικά θα μπορούσε να συμβάλλει στην αντιστροφή της τάσεων, ισχυρίζονται.
Η μελέτη, από το Πανεπιστήμιο του Σικάγο, είναι η πρώτη που εξετάζει την επίδραση της στέρησης ύπνου στα επίπεδα λιπαρών οξέων για 24 ώρες στο αίμα. Ο περιορισμός του ύπνου αυξάνει τα επίπεδα των ελεύθερων λιπαρών οξέων στο αίμα έως και 30%, με αποτέλεσμα την εμφάνιση μιας προ-διαβητικής κατάστασης σε υγιείς νέους άνδρες.
Η επίκουρος καθηγήτρια ιατρικής, δρ Έσρα Τάσαλι, που έλαβε μέρος τη μελέτη, δήλωσε: “Σε επίπεδο πληθυσμού, πολλές μελέτες έχουν αναφερθεί στη σύνδεση μεταξύ περιορισμένου ύπνου και αύξησης σωματικού βάρους και διαβήτη τύπου 2. Πειραματικές εργαστηριακές μελέτες, όπως η δική μας, βοηθούν να διαλευκάνουμε τους μηχανισμούς που μπορεί να είναι υπεύθυνοι”.
Μια μελέτη το 2014 βρήκε ότι η εργασία σε βάρδιες αυξάνει τον κίνδυνο εμφάνισης διαβήτη τύπου 2 πάνω από 30%. Αυτό μπορεί να συμβαίνει επειδή επηρεάζεται αρνητικά το βιολογικό ρολόι του σώματος με αποτέλεσμα να αλλάζουν τα επίπεδα των ορμονών. Τελικά εμφανίζεται αντίσταση στην ινσουλίνη κάτι που μπορεί να οδηγήσει σε διαβήτη τύπου 2. Άλλες μελέτες έχουν δείξει ότι οι εργασία με βάρδιες μπορεί να αυξάνουν τον κίνδυνο για ορισμένους καρκίνους.
Στην τελευταία μελέτη, οι ερευνητές διαπίστωσαν όχι μετά από τρεις νύχτες κατά τις οποίες κάποιος κοιμάται μόνο τέσσερις ώρες, τα επίπεδα στο αίμα των λιπαρών οξέων παραμένουν σε υψηλά επίπεδα για αρκετές ώρες.
Τα λιπαρά οξέα συνήθως κορυφώνονται τη νύχτα αλλά στη συνέχεια υποχωρούν. Όσο τα λιπαρά οξέα παραμένουν σε υψηλά επίπεδα, η ικανότητα της ινσουλίνης να ρυθμίζει το σάκχαρο του αίματος μειώνεται. Αυτό ενδεχομένως συμβαίνει επειδή τα λιπαρά οξέα ανταγωνίζονται τη γλυκόζη στο αίμα προκειμένου να προτιμηθούν ως καύσιμο από το σώμα.
Ανεβασμένα τα ελεύθερα λιπαρά οξέα
Η μελέτη δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Diabetologia, που ανήκει στην Ευρωπαϊκή Εταιρεία για τη Μελέτη του Διαβήτη, και περιέλαβε 19 υγιείς άνδρες ηλικίας μεταξύ 18 και 30 ετών (δείτε τη μελέτη).
Οι συμμετέχοντες εξετάστηκαν δύο φορές. Αρχικά κοιμήθηκαν κανονικά κατά μέσο όρο 7,8 ώρες για τέσσερις συνεχόμενες νύχτες. Μετά από τέσσερις εβδομάδες, κοιμήθηκαν κατά μέσο όρο 4,3 ώρες για τέσσερις συνεχόμενες νύχτες. Και στις δύο περιπτώσεις συλλέχθηκαν δείγματα αίματος σε διαστήματα 15 ή 30 λεπτών για 24 ώρες, αρχής γενομένης από το βράδυ της τρίτης νύχτας. Η δίαιτα που έκαναν ήταν υπό έλεγχο.
Οι ερευνητές μέτρησαν τα επίπεδα των ελεύθερων λιπαρών οξέων στο αίμα, της αυξητικής ορμόνης, της γλυκόζης και της ινσουλίνης. Επίσης μέτρησαν τα επίπεδα δύο ορμονών που σχετίζονται με το στρες, της νοραδρεναλίνης και της κορτιζόλης. Μετά από τις τέσσερις νύχτες, και στις δύο περιπτώσεις, διεξήχθη ένα τεστ ανοχής γλυκόζης. Να σημειωθεί πως είναι γνωστό ότι η αυξητική ορμόνη, η κορτιζόλη και η νοραδραναλίνη προκαλούν λιπόλυση.
Ο λίγος ύπνος οδήγησε σε 15-30% αύξηση των ελεύθερων λιπαρών οξέων το πρωί (από τις 4 μέχρι τις 6). Η αύξηση των λιπαρών οξέων σχετίζεται με αύξηση της αντίστασης στην ινσουλίνη – ένα σήμα κατατεθέν του προδιαβήτη – και επέμενε για σχεδόν πέντε ώρες.
Η έλλειψη ύπνου αύξησε την έκκριση της αυξητικής ορμόνης και οδήγησε σε αύξηση της νοραδρεναλίνης στο αίμα. Οι ορμόνες αυτές συνέβαλαν στην αύξηση των επιπέδων λιπαρών οξέων. Αν και τα επίπεδα γλυκόζης έμειναν αμετάβλητα, η ικανότητα της ινσουλίνης στη ρύθμιση της γλυκόζης μειώθηκαν κατά 23%, κάτι που υποδηλώνει αντίσταση στην ινσουλίνη. Η κορτιζόλη επίσης αυξήθηκε αλλά δεν βρέθηκε συσχετισμός με τα λιπαρά οξέα.
Με λίγα λόγια, η μελέτη βρήκε ότι η έλλειψη ύπνου ανεβάζει τις ορμόνες που προκαλούν λιπόλυση με αποτέλεσμα να ανεβαίνουν τα λιπαρά οξέα στο αίμα και να προκαλείται αντίσταση στην ινσουλίνη.
Ο επικεφαλής της μελέτης δρ Josiane Broussard, δήλωσε: «Μειωμένος ύπνος σημαίνει αλλαγές στην έκκριση της αυξητικής ορμόνης και στα επίπεδα της νοραδρεναλίνης με αποτέλεσμα να αυξάνονται τα κυκλοφορούντα λιπαρά οξέα. Αυτό έφερε μια σημαντική απώλεια στη δράση της ινσουλίνης η οποία ήταν λιγότερο ικανή να φέρει σε πέρας το έργο της. Η δράση της ινσουλίνης σ’ αυτές τις υγιείς νεαρούς άνδρες έμοιαζε με αυτό που βλέπουμε στα πρώτα στάδια του διαβήτη τύπου 2″.