Το δέρμα αποτελείται από τρία στρώματα: την επιδερμίδα, το χόριο το οποίο αντιπροσωπεύει το 70% του ξηρού βάρους του δέρματος, και τον υποδόριο ιστό.
Μέχρι την έκτη εβδομάδα της εμβρυϊκής ζωής, το χόριο είναι απλώς μια δεξαμενή διάσπαρτων δενδριτικού σχήματος κυττάρων που περιέχουν όξινους βλεννοπολυσακχαρίτες, τα οποία είναι πρόδρομοι των ινοβλαστών.
Από την 12η εβδομάδα, οι ινοβλάστες συνθέτουν ενεργά ίνες δικτύου, ελαστικές ίνες και κολλαγόνο. Ένα αγγειακό δίκτυο αναπτύσσεται και από την 24η εβδομάδα, λιποκύτταρα έχουν εμφανιστεί κάτω από το χόριο. Το χόριο του βρέφους αποτελείται από μικρές δεσμίδες κολλαγόνου, που χρωματίζονται σκούρες ερυθρές. Πολλοί ινοβλάστες είναι παρόντες. Στο χόριο του ενήλικα παραμένουν λίγοι ινοβλάστες και οι δεσμίδες κολλαγόνου είναι παχιές και χρωματίζονται ωχρορόδινες.
Το κύριο συστατικό του χορίου είναι το κολλαγόνο, μια οικογένεια από ινώδεις πρωτείνες που περιλαμβάνει τουλάχιστον 15 γενετικά διακριτούς τύπους οτο ανθρώπινο δέρμα. Το κολλαγόνο αποτελεί την κύρια δομική πρωτείνη ολόκληρου του σώματος. Βρίσκεται στους τένοντες, τους συνδέσμους, καθώς και στο χόριο.
Οι ινοβλάστες συνθέτουν το μόριο προκολλαγόνου, μια ελικοειδή διάταξη ειδικών πολυπεπτιδικών αλυσίδων, οι οποίες στη συνέχεια εκκρίνονται από το κύτταρο και συναρμολογούνται σε ινίδια κολλαγόνου. Το κολλαγόνο είναι πλούσιο σε αμινοξέα, όπως υδροξυπρολίνη, υδροξυλυσίνη και γλυκίνη. Τα ινιδοειδή κολλαγόνα είναι η κύρια ομάδα που απαντάται στο δέρμα.
Το κολλαγόνο τύπου I είναι το κύριο συστατικό του χορίου. Η δομή του κολλαγόνου τύπου I είναι ομοιόμορφη σε πλάτος και κάθε ίνα εμφανίζει χαρακτηριστικές εγκάρσιες ραβδώσεις με περιοδικότητα 68 nm. Οι κολλαγόνες ίνες διατάσσονται χαλαρά στο θηλώδες και στο περιεξαρτηματικό χόριο. Οι μεγάλες δεσμίδες κολλαγόνου βρίσκονται στο δικτυωτό χόριο (το χόριο κάτω από το επίπεδο των μετατριχοειδικών φλεβιδίων). Ο τύπος IV κολλαγόνου βρίσκεται στη ζώνη της βασικής μεμβράνης. Ο τύπος VII κολλαγόνου είναι το κύριο δομικό συστατικό των ινιδίων αγκυροβολιάς και παράγεται κατά κύριο λόγο από τα κερατινοκύτταρα. Ανωμαλίες στο κολλαγόνου τύπου VII παρατηρούνται στη δυστροφική πομφολυγώδη επιδερμόλυση, ενώ αυτοαντισώματα έναντι αυτού του τύπου κολλαγόνου χαρακτηρίζουν την επίκτητη πομφολυγώδη επιδερμόλυση. Οι κολλαγόνες ίνες αποδομούνται συνεχώς από πρωτεολυτικά ένζυμα, τα οποία ονομάζονται κολλαγενάσες και αντικαθίστανται από νεοσχηματισμένες ίνες.
Οι ινοβλάστες συνθέτουν επίσης ελαστικές ίνες και τη θεμέλια ουσία του χορίου, η οποία αποτελείται από γλυκοζαμινογλυκάνες ή όξινους βλεννοπολυσακχαρίτες. Οι ελαστικές ίνες διαφέρουν τόσο δομικά, όσο και χημικά από το κολλαγόνο. Αποτελούνται από αθροίσεις δύο συστατικών: πρωτεϊνικά νημάτια και ελαστίνη, μια άμορφη πρωτεΐνη. Τα αμινοξέα δεσμοσίνη και ισοδεσμοσίνη είναι μοναδικά για τις ελαστικές ίνες. Οι ελαστικές ίνες στο θηλώδες χόριο είναι λεπτές, ενώ εκείνες του δικτυωτού χορίου είναι παχιές. Η εξωκυττάρια ή θεμέλια ουσία του χορίου αποτελείται από όξινους θειικούς βλεννοπολυσακχαρίτες, κυρίως θειική χονδροϊτίνη και θειική δερματάνη, ουδέτερους βλεννοπολυσακχαρίτες και ηλεκτρολύτες.
Το υαλουρονικό οξύ είναι ένα δευτερεύον συστατικό του φυσιολογικού χορίου, αλλά είναι ο κύριος βλεννοπολυσακχαρίτης που ανευρίσκεται σε παθολογικές καταστάσεις.
Το κολλαγόνο είναι το σημαντικότερο υψηλής αντοχής υλικό του δέρματος. Οι ελαστικές ίνες συμβάλλουν ελάχιστα στην αντίσταση στη παραμόρφωση και στη διάρρηξη του δέρματος, αλλά παίζουν ένα ρόλο στη διατήρηση της ελαστικότητας. Νόσοι του συνδετικού ιστού είναι ένας όρος που γενικά χρησιμοποιείται για να δηλώσει μια κλινικά ετερογενή ομάδα αυτοάνοσων νοσημάτων, που συμπεριλαμβάνει τον ερυθηματώδη λύκο, τη σκληροδερμία και τη δερματομυοσίτιδα. Η σκληροδερμία περιλαμβάνει τις πιο εμφανείς κολλαγονικές ανωμαλίες, όπως την υαλινοποίηση των δεσμίδων κολλαγόνου και τη μείωση του χώρου μεταξύ των δεσμίδων κολλαγόνου. Τόσο στο λύκο, όσο και στη δερματομυοσίτιδα μπορεί να αυξάνεται η βλεννίνη του χορίου, κυρίως το υαλουρονικό οξύ. Ο πομφολυγώδης λύκος έχει αυτοαντισώματα που στρέφονται κατά του κολλαγόνου τύπου VII.
Ελλαττώματα της σύνθεσης κολλαγόνου έχουν περιγραφεί σε μια σειρά από κληρονομικές παθήσεις, όπως το σύνδρομο Ehlers Danlos, η Χ-φυλοσύνδετη ανετοδερμία και η ατελής οστεογένεση.
Ελαττώματα του ελαστικού ιστού παρατηρούνται σε μια άλλη ομάδα κληρονομικών παθήσεων, όπως το σύνδρομο Marfan και το ελαστικό ψευδοξάνθωμα.
Αγγεία
Η αγγείωση του χορίου αποτελείται κυρίως από δύο σημαντικά πλέγματα που επικοινωνούν μεταξύ τους:
- Το υποθηλώδες πλέγμα, ή άνω οριζόντιο δίκτυο, που περιέχει τα μετατριχοειδικά φλεβίδια και εντοπίζεται στο όριο θηλώδους και δικτυωτού χορίου. Αυτό το δίκτυο προσφέρει πλούσια παροχή από τριχοειδή αγγεία, τελικά αρτηριόλια, και φλεβίδια στις θηλές του χορίου.
- Το εν τω βάθει κάτω οριζόντιο πλέγμα βρίσκεται στο όριο χορίου και υποδορίου και αποτελείται από μεγαλύτερα αιμοφόρα αγγεία σε σχέση με αυτά του επιπολής πλέγματος. Οζώδεις λεμφοκυτταρικές διηθήσεις που περιβάλλουν αυτό το κατώτερο πλέγμα είναι χαρακτηριστικές της πρώιμης φλεγμονώδους εντοπισμένης σκληροδερμίας.
Το αγγειακό σύστημα του χορίου είναι ιδιαιτέρως αναπτυγμένο στις θέσεις των εξαρτηματικών δομών. Με το αγγειακό πλέγμα συσχετίζονται τα λεμφαγγεία και τα νεύρα του χορίου.
Μύες
Οι λείοι μύες απαντώνται στο δέρμα ως ανελκτήρες μύες των τριχών. Η παρουσία διάσπαρτων λείων μυών σε όλο το χόριο είναι χαρακτηριστική του δέρματος της πρωκτογεννητικής περιοχής.
Οι ανελκτήρες των τριχών προσφύονται στους θυλάκους των τριχών κάτω από τους σμηγματογόνους αδένες και με την σύσπαση τους έλκουν το θύλακα της τρίχας προς τα πάνω. Στους λείους μυς περιλαμβάνονται επίσης και ο μυϊκός χιτώνας των αιμοφόρων αγγείων του χορίου και του υποδορίου. Τα μυϊκά ινίδια των φλεβών αποτελούνται από μικρές δεσμίδες λείου μυός που χιάζονται.
Γραμμωτοί μύες απαντώνται στο δέρμα του τραχήλου, όπως το μυώδες πλάτυσμα, και στο δέρμα του προσώπου, ως μύες της έκφρασης. Αυτό το πολύπλοκο δίκτυο γραμμωτών μυών, περιτονίας και απονεύρωσης είναι γνωστό ως το επιφανειακό μυϊκό απονευρωτικό σύστημα.
Νεύρα
Το χόριο είναι πλούσιο σε νεύρα. Νευρικές δεσμίδες ανευρίσκονται μαζί με τα αρτηρίδια και τα φλεβίδια, ως μέρος των νευροαγγειακών δεσμίδων. Στο εν τω βάθει χόριο, τα νεύρα διατρέχουν παράλληλα προς την επιφάνεια, και η παρουσία μακρών “δίκην λουκάνικου” κοκκιωμάτων που ακολουθούν αυτή την πορεία είναι το χαρακτηριστικό της λέπρας.
Η αφή και η πίεση διαμεσολαβούνται με τα σωμάτια του Meissner που βρίσκονται στις θηλές του χορίου, ιδίως στα δάκτυλα, τις παλάμες και τα πέλματα, καθώς και με τα σωμάτια Vater-Pacini που βρίσκονται στα βαθύτερα τμήματα του χορίου σε περιοχές που δέχονται το βάρος του σώματος καθώς και στα γεννητικά όργανα. Βλεννογονοδερματικά τελικά όργανα ανευρίσκονται στο θηλώδες χόριο του τροποποιημένου άτριχου δέρματος στις θέσεις μετάπτωσης δέρματος-βλεννογόνου, δηλαδή, στη βάλανο, την ακροποσθία, την κλειτορίδα, τα μικρά χείλη του αιδοίου, τη περιπρωκτική περιοχή και το ερυθρό κράσπεδο των χειλιών.
Θερμοκρασία, πόνος και κνησμός μεταδίδονται με τις αμύελες νευρικές ίνες που καταλήγουν στο θηλώδες χόριο και γύρω από τους θυλάκους των τριχών. Τα ερεθίσματα περνούν στο κεντρικό νευρικό σύστημα μέσω των γαγγλίων των οπίσθιων ριζών. Ο κνησμός που προκαλείται από την ισταμίνη μεταδίδεται από αμύελους νευρώνες C αργής μετάδοσης.
Μαστοκύτταρα
Ένα σημαντικό κυτταρικό συστατικό του χορίου είναι το μαστοκύτταρο. Είναι 6 έως 12 μικρόμετρα σε διάμετρο, με άφθονο κυτταρόπλασμα και ένα μικρό στρογγυλό κεντρικό πυρήνα. Τα φυσιολογικά μαστοκύτταρα μοιάζουν με “τηγανητά αυγά” σε ιστολογικές τομές. Στην εξανθηματική επιμένουσα κηλιδώδη τηλεαγγειεκτασία (μορφή μαστοκυττάρωσης), αυτά είναι ατρακτοειδούς σχήματος και υπερχρωματικά, ώστε μοιάζουν με μεγάλους σκουρόχρωμους ινοβλάστες.
Τα μαστοκύτταρα διακρίνονται από το ότι περιέχουν έως και 1000 κοκκία, καθένα με διάμετρο 0,6 έως 0,7 μπι. Μπορεί να παρατηρηθούν παχιά σωματιδιακά κοκκία, κρυσταλλικά κοκκία και κοκκία που περιέχουν σπείρες. Στην επιφάνεια του κυττάρου υπάρχουν από 100.000 έως και 500.000 γλυκοπρωτεϊνικοί υποδοχείς για την ανοσοσφαιρίνη Ε (IgE). Υπάρχει ετερογένεια στα μαστοκύτταρα, με τα τύπου I ή μαστοκύτταρα του συνδετικού ιστού να ανευρίσκονται στο χόριο και τον υποβλεννογόνιο, ενώ τα τύπου II ή βλεννογονικά μαστοκύτταρα να ανευρίσκονται στο βλεννογόνο του εντέρου και του αναπνευστικού συστήματος.
Τα μαστοκύτταρα του δέρματος ανταποκρίνονται σε περιβαλλοντικές αλλαγές. Σε ξηρό περιβάλλον παρατηρείται αύξηση του αριθμού τους και του περιεχομένου του δέρματος σε ισταμίνη. Στη μαστοκυττάρωση, τα μαστοκύτταρα αυξάνονται και συναθροίζονται στο δέρμα λόγω του ανώμαλου πολλαπλασιασμού, της μετανάστευσης και της αποτυχίας της απόπτωσης.