Μια από τις μελέτες που έγιναν για την επίδραση του κορεσμένου λίπους στις καρδιακές προσβολές ήταν η Minnesota Coronary Survey. Διεξήχθη μεταξύ των ετών 1968 και 1973 από ερευνητές του University of Minnesota Medical School και χρηματοδοτήθηκε από το National Heart, Lung and Blood Institute.
Επικεφαλής της μελέτης ήταν ο βιοχημικός Ivan Frantz που εργαζόταν στο πανεπιστημιακό τμήμα του Ancel Keys, του ανθρώπου που καθιέρωσε την ιδέα ότι τα κορεσμένα λιπαρά είναι ο νούμερο 1 εχθρός της δημόσιας υγείας. Ο ίδιος ο Keys συμμετείχε στην μελέτη αν και όταν δημοσιεύθηκε δεν αναφερόταν το όνομά του μεταξύ των συγγραφέων της.
Αυτή η διπλά τυφλή μελέτη περιέλαβε πάνω από 9.000 άνδρες και γυναίκες που νοσηλεύονταν σε έξι νοσοκομεία ψυχικής υγείας και ένα γηροκομείο της Μινεσότα με σκοπό να δείξει ότι η αντικατάσταση των κορεσμένων λιπαρών με πολυακόρεστα φυτικά έλαια προστάτευε από τις καρδιακές παθήσεις και μείωνε τη θνησιμότητα.
Περίπου τα μισά από τα άτομα της μελέτης ακολούθησαν τη συνήθη αμερικανική διατροφή με πλήρες γάλα, τυρί και βόειο κρέας λαμβάνοντας το 18% των θερμίδων τους από τα κορεσμένα λίπη, το 16% από τα μονοακόρεστα λίπη και το 5% από τα πολυακόρεστα λίπη. Η ημερήσια πρόσληψη της χοληστερόλης ήταν 446 mg. Στην ομάδα παρέμβασης χρησιμοποιήθηκε καλαμποκέλαιο αντί για τα συνηθισμένα νοσοκομειακά λίπη μαγειρέματος και μια μαλακή μαργαρίνη επίσης από καλαμποκέλαιο. Η διατροφή αυτή παρείχε το 9% των θερμίδων από τα κορεσμένα λίπη, το 14% από τα μονοακόρεστα και το 16% από τα πολυακόρεστα. Το λινελαϊκό οξύ ήταν αυξημένο κατά 280% στην ομάδα παρέμβασης παρέχοντας το 13,2% θερμίδων έναντι μόνο 3,4% στην ομάδα ελέγχου. Η ημερήσια πρόσληψη της χοληστερόλης ήταν 166 mg. Και οι δύο δίαιτες παρείχαν το 38% των συνολικών θερμίδων από το λίπος.
Παρά το γεγονός ότι αυτή η μελέτη ήταν μία από τις μεγαλύτερες που έγιναν ποτέ, τα αποτελέσματα δημοσιεύθηκαν μετά από 16 χρόνια, στο περιοδικό Arteriosclerosis, Thrombosis και Vascular Biology. Όταν ο Frantz ρωτήθηκε γιατί δεν δημοσίευσε νωρίτερα τη μελέτη, απάντησε πως η ερευνητική ομάδα ήταν απογοητευμένη με τα αποτελέσματα.
Παρότι η δίαιτα παρέμβασης δεν είχε εφαρμοστεί με για μεγάλο διάστημα (κατά μέσο όρο είχε ακολουθηθεί για 15 μήνες), η χοληστερόλη και τα τριγλυκερίδια ήταν σταθερά χαμηλότερα σε σχέση με την ομάδα ελέγχου. Η χοληστερόλη στην αρχή της μελέτης ήταν 207 mg/dL, κατά μέσο όρο, για όλα τα άτομα. Στην ομάδα ελέγχου παρέμεινε στα 207 mg/dL ενώ στην ομάδα παρέμβασης μειώθηκε στα 175 mg/dL. Όμως μετά από 4,5 χρόνια παρακολούθησης, οι ερευνητές δεν μπόρεσαν να βρουν διαφορές μεταξύ των δύο ομάδων στα καρδιαγγειακά επεισόδια, τους καρδιαγγειακούς θανάτους ή στη συνολική θνησιμότητα (1).
Όταν μετά από χρόνια, ο Christopher Ramsden, ερευνητής στα αμερικανικά National Institutes of Health έψαξε την επιστημονική βιβλιογραφία για το ρόλο των πολυακόρεστων λιπαρών, προσπάθησε να μάθει περισσότερα για αυτή τη μελέτη και επικοινώνησε με το Πανεπιστήμιο της Μινεσότα. Ο Frantz είχε πεθάνει το 2009 αλλά ο γιος του Robert, καρδιολόγος στη Mayo Clinic, έψαξε στο οικογενειακό σπίτι ανακαλύπτοντας στο υπόγειο του πατέρα του ένα σκονισμένο κουτί με την ένδειξη Minnesota Coronary Survey. Με βάση αυτά τα στοιχεία και μια μεταπτυχιακή διατριβή του 1981 περιλάμβανε λεπτομερή στοιχεία για την επιβίωση των συμμετεχόντων, ο Ramsden και οι συνεργάτες του δημοσίευσαν την ανάλυσή τους το 2016.
Το συμπέρασμα ήταν απρόσμενο. Για μια μείωση της χοληστερόλης κατά 30 mg/dL εκτιμήθηκε ότι ο κίνδυνος ήταν μεγαλύτερος κατά 35% αλλά αυτό συνέβαινε μόνο για τα άτομα που ήταν μεγαλύτερα από 65 χρονών (2).
Η σημαντική διαφορά στη διατροφή των δύο ομάδων θεωρήθηκε πως ήταν η κατανάλωση σε λινελαϊκό οξύ.
O Ramsden και οι συνεργάτες του ανέφεραν ότι πριν από περίπου 100 χρόνια οι Αμερικανοί κατανάλωναν ελάχιστα επεξεργασμένα τρόφιμα ενώ λάμβαναν από το λινελαϊκό οξύ μόνο το 2-3% των θερμίδων τους (3, 4). Τις επόμενες δεκαετίες, η πρόσληψη σε λινολεϊκό οξύ αυξήθηκε προερχόμενη κυρίως από τα πολυακόρεστα φυτικά έλαια.
Μια άλλη διαφορά στη διατροφή ήταν ότι η ομάδα παρέμβασης κατανάλωνε μια μαλακή μαργαρίνη που όμως ήταν άγνωστο πόσα τρανς λιπαρά περιείχε. Ο Frantz και ο Keys είχαν προηγουμένως επινοήσει δίαιτες που χρησιμοποιήθηκαν για τη μείωση της χοληστερόλης και ενδεχομένως να είχαν επιλέξει μια μαργαρίνη με λίγα τρανς λιπαρά, κάτι που οι συγγραφείς θεώρησαν πολύ πιθανό. Έτσι θεώρησαν ότι ο αυξημένος κίνδυνος συνδεόταν με τη χρήση του λινελαϊκού οξέος.
Να σημειωθεί ότι η ακρογωνιαία λίθος των διατροφικών συμβουλών εδώ και 60 χρόνια είναι η αντικατάσταση των κορεσμένων λιπών με το λινελαϊκό οξύ θεωρώντας ότι κάτι τέτοιο μειώνει τη θνησιμότητα από στεφανιαία νόσο διότι μειώνεται η χοληστερόλη στο αίμα, αλλά η μελέτη αυτή δεν μπόρεσε να επιβεβαιώσει κάτι τέτοιο, αν και είχε πραγματοποιηθεί γι’ αυτό το σκοπό.
Σήμερα δεν αμφισβητείται ότι η μειωμένη χοληστερόλη παρατείνει τη ζωή, ωστόσο φαίνεται πως έχει σημασία ο τρόπος με τον οποίο συμβαίνει κάτι τέτοιο. Αν το λινελαϊκό οξύ δεν αυξάνει το προσδόκιμο ζωής παρά το γεγονός ότι μειώνει τη χοληστερόλη, σημαίνει ότι έχει κάποιες παρενέργειες που εξουδετερώνουν το όφελος από την πτώση της χοληστερόλης.
Να σημειωθεί ότι δεν υπάρχουν πολλές μελέτες που να έχουν τεστάρει αποκλειστικά την επίδραση του λινελαϊκού οξέος καθώς καθώς πολλές φορές έχουν χρησιμοποιηθεί και ωμέγα-3 λιπαρά για την αντικατάσταση των κορεσμένων λιπών.
Πηγές:
- Frantz ID Jr., Dawson EA, Ashman PL, et al. Test of effect of lipid lowering by diet on cardiovascular risk. The Minnesota Coronary Survey. Arteriosclerosis 1989;9:129-35.
- Ramsden CE, Zamora D, Majchrzak-Hong S, Faurot KR, Broste SK, Frantz RP, Davis JM, Ringel A, Suchindran CM,Hibbeln JR. (2016). Re–evaluation of the traditional diet–heart hypothesis: analysisof recovered data from Minnesota Coronary Experiment (1968-73). BMJ. 2016 Apr 12;353:i1246.
- Kuipers RS, Luxwolda MF, Dijck-Brouwer DA, et al. Estimated macronutrient and fatty acid intakes from an East African Paleolithic diet. Br J Nutr 2010;104:1666-87. doi:10.1017/ S0007114510002679.
- Blasbalg TL, Hibbeln JR, Ramsden CE, Majchrzak SF, Rawlings RR. Changes in consumption of omega-3 and omega-6 fatty acids in the United States during the 20th century. Am J Clin Nutr 2011;93:950-62. doi:10.3945/ajcn.110.006643