Η επίδραση της χορτοφαγικής δίαιτας στην απώλεια και τη συντήρηση του βάρους

Γράφει η Γεωργία Αντώνογλου, διαιτολόγος

Στις δυτικές κοινωνίες παρατηρείται τα τελευταία χρόνια ένα αυξανόμενο ενδιαφέρον για τις φυτικές διατροφές, όπως η αποφυγή κρέατος ή ψαριού ή ακόμα και ο αποκλεισμός όλων των ζωικών προϊόντων.

Το 2015, περίπου των 0,4−3,4% ενηλίκων στις ΗΠΑ, το 1−2% στη Βρετανία και τπ 5-10% στη Γερμανία ανέφεραν ότι τρώνε σε μεγάλο βαθμό φυτικές δίαιτες για διάφορους λόγους. Ομοίως, ο αριθμός των επιστημονικών δημοσιεύσεων στο PubMed και η δημοτικότητα όπως απεικονίζεται από το Google Trends υπογραμμίζει το αυξημένο ενδιαφέρον για τις φυτικές δίαιτες.

Αυτή η αυξανόμενη ευαισθητοποίηση απαιτεί καλύτερη επιστημονική κατανόηση του τρόπου με τον οποίο οι φυτικές δίαιτες επηρεάζουν την ανθρώπινη υγεία, ιδίως όσον αφορά τις πιθανές σχετικές επιπτώσεις στην ψυχική υγεία, τις γνωστικές λειτουργίες και το σωματικό βάρος. Σχετικά με το σωματικό βάρος οι χορτοφαγικές δίαιτες μπορεί να προωθήσουν την απώλεια βάρους, αλλά τα στοιχεία παραμένουν ασαφή [1].

Οι δίαιτες αυτές βασίζονται σε φυτικά τρόφιμα δηλαδή σε φρούτα, λαχανικά, δημητριακά ολικής αλέσεως και όσπρια, με ορισμένες να περιλαμβάνουν γαλακτοκομικά προϊόντα και αυγά. Συγκεκριμένα υπάρχουν ορισμοί για την κάθε φυτική δίαιτα: 

  • Omnivore: περιλαμβάνει όλα τα τρόφιμα, ακόμα και τα ζωικά.
  • Pesco-vegeterian: περιλαμβάνει ψάρια, οστρακοειδή, αυγά, γαλακτοκομικά προϊόντα, φυτικά τρόφιμα και δεν επιτρέπεται η κατανάλωση κρέατος ή πουλερικών.
  • Ovo-lacto-vegeterian: περιλαμβάνει αυγά, γαλακτοκομικά προϊόντα, φυτικά τρόφιμα και δεν επιτρέπεται η κατανάλωση κρέατος, πουλερικών ή ψαριών.
  • Vegan: περιλαμβάνει όλα τα τρόφιμα, εκτός από τα ζωικά προϊόντα.

Σε αυτό σημείο θα πρέπει να αναφερθεί ότι είναι πιο ορθό να χρησιμοποιούμε τον αγγλικό όρο για την καλύτερη κατανόησή μας, καθώς στην ελληνική γλώσσα δεν διαφοροποιείται η έννοια «χορτοφαγική» δίαιτα.

Ο επιπολασμός της χορτοφαγίας μεταξύ των νεαρών ενηλίκων (~19-29 ετών) έχει αυξηθεί τα τελευταία χρόνια. Σύμφωνα με λίγες μελέτες, τα κίνητρα για την υιοθέτηση μιας τέτοιας διατροφής είναι οι θρησκευτικές πεποιθήσεις, η υγεία, η διαβίωση των ζώων και οι περιβαλλοντικοί λόγοι. Υπάρχουν αρκετές μελέτες, επιδημιολογικές και παρέμβασης, που εξετάζουν αυτό τον μείζον προβληματισμό, την επίδραση των φυτικών δίαιτων στο βάρος μας [2].

Αναλυτικότερα, ο Ru-Yi Huang και οι συνεργάτες του έχουν δημοσιεύσει μια μετα-ανάλυση τυχαιοποιημένων ελεγχόμενων δοκιμών, με σκοπό να εξετάσουν την επίδραση των χορτοφαγικών διατροφών στο βάρος συγκριτικά με τις συμβατικές δίαιτες. Στις συμβατικές δίαιτες ανήκουν: μια διατροφή χαμηλή σε λίπος ή υδατάνθρακες, μια διατροφή υψηλή σε πρωτεΐνες ή υδατάνθρακες, μια διατροφή κατάλληλη για τον σακχαρώδη διαβήτη, η μεσογειακή διατροφή και και η δυτικού τύπου διατροφή.

Ερευνήθηκαν οι βάσεις δεδομένων PubMed, EMBASE και UpToDate μέχρι τις 22 Σεπτεμβρίου 2014 και οι ερευνητές εξήγαγαν δεδομένα σχετικά με τα χαρακτηριστικά της μελέτης και αξιολόγησαν την ποιότητα της μελέτης μεταξύ επιλεγμένων τυχαιοποιημένων κλινικών δοκιμών. Καταγράφηκαν το μέγεθος του πληθυσμού, το φύλο, η ηλικία, ο Δείκτης Μάζας Σώματος (ΔΜΣ), οι τύποι παρεμβάσεων, οι περίοδοι παρακολούθησης και η ποιότητα δοκιμής. Συμπεριλήφθηκαν 12 τυχαιοποιημένες ελεγχόμενες δοκιμές, στις οποίες συμμετείχαν συνολικά 1.151 άτομα που έλαβαν παρέμβαση με μέση διάρκεια 18 εβδομάδες. Συνολικά, τα άτομα που κατανάλωναν χορτοφαγικές δίαιτες έχασαν σημαντικά περισσότερο βάρος από εκείνα που έτρωγαν μη χορτοφαγικές (σταθμισμένη μέση διαφορά, −2,02 kg, διάστημα εμπιστοσύνης 95% [CI]: .2,80 έως .21,23). Η ομάδα με τη vegan διατροφή παρουσίασε σημαντική μείωση βάρους (−2,52 kg, 95% CI: −3,02 έως .91,98) και μικρότερη μείωση τα άτομα με ovo-lacto-vegeterian διατροφή (−1,48 kg, 95% CI: −3,43 έως 0,47).

Μελέτες σε άτομα που κατανάλωναν χορτοφαγικές δίαιτες με περιορισμό ενεργειακής πρόσληψης (ER: Energy Ristriction) αποκάλυψαν σημαντικά μεγαλύτερη μείωση βάρους (−2,21 kg, 95% CI: −3,31 έως .121,12) από εκείνα χωρίς ER (−1,66 kg, 95% CI: −2,85 έως – 0,48). Λέγοντας περιορισμό ενεργειακής πρόσληψης, εννοούμε μια διατροφή, διαμορφωμένη από τον διαιτολόγο, με μειωμένες θερμίδες που αποσκοπεί στην απώλεια βάρους.

Συμπερασματικά, σε αυτή την μετα-ανάλυση, φαίνεται ότι οι χορτοφαγικές δίαιτες έχουν σημαντικά οφέλη στη μείωση βάρους σε σύγκριση με τις συμβατικές δίαιτες.

Μάλιστα, όσο πιο αυστηρή είναι η χορτοφαγική δίαιτα, τόσο μεγαλύτερη απώλεια βάρους παρατηρείται. Ωστόσο, αυτά τα οφέλη μειώθηκαν με την πάροδο του χρόνου.

Ένας πιθανός μηχανισμός που διέπει την επίδραση των χορτοφαγικών πλάνων στη μείωση του βάρους μπορεί να είναι η άφθονη πρόσληψη τροφίμων ολικής αλέσεως, φρούτων και λαχανικών. Όμως, απαιτούνται περαιτέρω μακροπρόθεσμες δοκιμές (διάρκειας πάνω από 18 εβδομάδες) για τη διερεύνηση των επιπτώσεων των χορτοφαγικών δίαιτων στον έλεγχο του σωματικού βάρους [3].

O Newby με τους συνεργάτες του εξέτασε τον ΔΜΣ και τον κίνδυνο των περιττών κιλών σε υγιείς υπέρβαρες ή παχύσαρκες αυτοπροσδιοριζόμενες γυναίκες ως semivegetarians,  ovo-lacto-vegeterians και vegans. Τα δεδομένα που αναλύθηκαν σε αυτήν την κλινική δοκιμή ήταν από 55.459 γυναίκες που συμμετείχαν στην κοορτή της σουηδικής μαστογραφίας. Οι γυναίκες ρωτήθηκαν αν θεωρούσαν ότι ήταν παμφάγες  (n = 54257), semivegetarians (n = 960), ovo-lactovegeterians (n = 159) ή vegans (n = 83) και αυτή η ερώτηση ήταν η κύρια μεταβλητή της μελέτης.

Σε δευτερεύουσες αναλύσεις, ανακατάταξαν τις γυναίκες ως ovo-lacto-vegeterian με βάση τις προσλήψεις τροφίμων που αναφέρθηκαν στο ερωτηματολόγιο συχνότητας τροφίμων. Στις παμφάγες γυναίκες παρατηρήθηκαν μεγαλύτερο σωματικό βάρος και ΔΜΣ, υψηλότερη πρόσληψη ενέργειας, κορεσμένων, μονοακόρεστων λιπαρών οξέων καθώς χαμηλότερη πρόσληψη φυτικών ινών συγκριτικά με τις γυναίκες που έτρωγαν χορτοφαγικές δίαιτες.

Στην ομάδα vegan, οι γυναίκες κατανάλωναν περισσότερα λαχανικά, φρούτα και λιγότερα γαλακτοκομικά από την ομάδα των vegeterian & ovo-lacto-vegeterians. Συμπερασματικά, ακόμα και αν οι χορτοφάγοι τρώνε ορισμένα ζωικά προϊόντα τα αποτελέσματα υποδηλώνουν ότι οι γυναίκες που καταναλώνουν χορτοφαγικές δίαιτες έχουν μικρότερο κίνδυνο υπέρβαρου και παχυσαρκίας από ό,τι οι παμφάγες. Στο τέλος, οι ερευνητές δίνουν μια συμβουλή να καταναλώνουν περισσότερα φυτικά τρόφιμα και λιγότερα ζωικά προϊόντα αναφέροντας ότι ίσως αυτό να βοηθήσει τα άτομα να ελέγξουν το βάρος τους [4].

Επίσης, διεξήχθη από τον Burke και τους συνεργάτες του μια τυχαιοποιημένη κλινική δοκιμή με 176 ενήλικες που ήταν υπέρβαροι με καθιστική ζωή (μέσος ΔΜΣ 34 kg/m2). Ο σκοπός της μελέτης αυτής ήταν να συγκριθεί η μακροπρόθεσμη αποτελεσματικότητα δύο διαιτών που είναι περιορισμένες σε λίπος και θερμίδες «κλασική» έναντι ovo-lacto-vegeterians και να προσδιοριστεί το αποτέλεσμα μιας επιλεγμένης δίαιτας έναντι μιας καθορισμένης.

Οι συμμετέχοντες υποβλήθηκαν σε ένα πανεπιστημιακό πρόγραμμα ελέγχου βάρους που αποτελείται από καθημερινούς στόχους διατροφής και άσκησης συν 12 μήνες συμβουλευτικής συμπεριφοράς ακολουθούμενο από μια φάση συντήρησης 6 μηνών. Μετρήθηκαν η ποσοστιαία μεταβολή στο σωματικό βάρος, ο ΔΜΣ, η περιφέρεια μέσης, η λιποπρωτεΐνη χαμηλής και υψηλής πυκνότητας, η γλυκόζη, η ινσουλίνη και η πρόσληψη μακροθρεπτικών συστατικών.

Τα άτομα τυχαιοποιήθηκαν σε 4 ομάδες:

  • αυτοί που προτίμησαν ovo-lacto-vegeterian (ΠΠLOV-D),
  • αυτοί που δεν προτίμησαν ovo-lacto-vegeterian (ΠΔΠLOV-D),
  • αυτοί που προτίμησαν την  «κλασική»/καθορισμένη δίαιτα(ΠΠSTD-D),
  • αυτοί που δεν προτίμησαν «κλασική» /καθορισμένη δίαιτα (ΠΔΠSTDD).

Στους έξι μήνες οι STD-D είχαν μικρή αλλαγή στο βάρος & οι LOV-D ήταν προσκολλημένοι στο λίπος, στις θερμίδες & στην απώλεια βάρους. Στη φάση συντήρησης και στις τέσσερις ομάδες ανακτήθηκε το σωματικό βάρος.

Το συμπέρασμα της συγκεκριμένης κλινικής δοκιμής είναι ότι όσοι δεν έλαβαν τη διατροφή που προτιμούσαν ήταν καλύτερα από εκείνους που η διατροφή ήταν της επιλογής τους, γιατί είτε ξέχασαν οι πρώτοι την προτίμησή τους είτε ήταν αποφασιστικοί για αυτά που τους ανέθεσαν. Ωστόσο, όλες οι ομάδες έχασαν βάρος στους 18 μήνες [5].

Σε μια ανασκόπηση του Turner-McGrievy και των συνεργατών του μελετήθηκαν γνωστές μελέτες παρατήρησης που έχουν ερευνήσει τις διαφορές στο σωματικό βάρος, με βάση τα διατροφικά πρότυπα. Αυτά τα πρότυπα περιλαμβάνουν vegan, vegetarian (veg), pesco-vegetarian (pesco-veg), semi-vegetarian (semi-veg) ή omnivora (omni) δίαιτες.

Δεδομένα από την Adventist Health Study (AHS) έδειξαν ότι ο ΔΜΣ αυξάνεται καθώς αυξάνεται η ποσότητα των ζωικών τροφών στη διατροφή, έτσι ώστε οι vegans να έχουν το χαμηλότερο ΔΜΣ, ακολουθούμενοι οι vegetarians, pesco-vegetarians, semi- vegetarians και  τέλος οι omni.

Επιπλέον, τα ευρήματα από τη μελέτη της Ευρωπαϊκής Προοπτικής Έρευνας για τον Καρκίνο και τη Διατροφή (EPIC-Oxford) έδειξαν ότι η vegan δίαιτα οδηγεί σε σημαντικά λιγότερη αύξηση βάρους συγκριτικά με την παμφάγη.

Η μετατροπή σε μια πιο φυτική διατροφή φαίνεται επίσης να είναι προστατευτική έναντι της αύξησης του βάρους, όπως και μετά από μια δίαιτα pesco- vegetarians για τις γυναίκες.

Η μελέτη EPIC-PANACEA, μία από τις μελέτες της  EPIC-Oxford, διαπίστωσε μια θετική σχέση μεταξύ της συνολικής κατανάλωσης κρέατος και της αύξησης βάρους, ακόμη και μετά την προσαρμογή της πρόσληψης ενέργειας: μια αύξηση 250 g/ημέρα κρέατος οδήγησε σε αύξηση βάρους 2 kg μετά από 5 χρόνια (95% CI: 1,5-2,7 kg). 

Μαζί με τα ευρήματα από τις δύο μεγάλες μελέτες AHS και EPIC, η κοόρτη της σουηδικής μαστογραφίας διαπίστωσε πως οι παμφάγες γυναίκες είχαν τον υψηλότερο επιπολασμό υπέρβαρου και παχυσαρκίας σε σύγκριση με εκείνες που ακολουθούν διατροφικές συνήθειες με λιγότερο κρέας.

Σε μια μελέτη που εξέτασε μια κοόρτη 49.098 ενηλίκων από το Ταϊβάν, το ποσοστό των συμμετεχόντων με ΔΜΣ ≥ 27 kg/m2 ήταν σημαντικά χαμηλότερο μεταξύ εκείνων που ακολουθούν μια χορτοφαγική δίαιτα (10,9%) σε σύγκριση με εκείνους που ακολουθούν μη χορτοφαγική δίαιτα (15,4%). Επιπλέον, αυτή η μελέτη διαπίστωσε ότι για κάθε χρόνο σε μια χορτοφαγική διατροφή, ο κίνδυνος παχυσαρκίας μειώθηκε κατά 7% (95% CI: 0,88-0,99).

Στην ίδια ανασκόπηση εξετάστηκε μια πρόσφατη μετα-ανάλυση μελετών παρέμβασης  που αξιολόγησε τις φυτικές δίαιτες και την απώλεια βάρους και διαπίστωσε σημαντική απώλεια βάρους μεταξύ των συμμετεχόντων με φυτικές διατροφές.

Συγκεκριμένα, ο Barnard και οι συνεργάτες του εξέτασαν 15 κλινικές δοκιμές που χρησιμοποίησαν χορτοφαγικές δίαιτες για τουλάχιστον 4 εβδομάδες χωρίς περιορισμό θερμίδων. Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι οι χορτοφαγικές δίαιτες συσχετίστηκαν με μέση απώλεια βάρους −3,4 kg σε μια ανάλυση πρόθεσης για θεραπεία και 4,6 kg σε συμπληρωματική ανάλυση. Η μελέτη τους διαπίστωσε επίσης ότι η ηλικία και το φύλο των συμμετεχόντων συσχετίστηκαν σημαντικά με την αλλαγή βάρους. Η μεγαλύτερη ηλικία συσχετίστηκε με μεγαλύτερη αλλαγή βάρους στην ανάλυση συμπληρωματικών. Μελέτες με μικρότερο ποσοστό γυναικών συμμετεχόντων συσχετίστηκαν, επίσης, με μεγαλύτερη αλλαγή βάρους τόσο στην ανάλυση πρόθεσης θεραπείας όσο και στην ανάλυση συμπληρωματικών [2].

Το συμπέρασμα είναι ότι οι χορτοφαγικές δίαιτες -και ιδιαίτερα η αυστηρή χορτοφαγική δίαιτα (vegan)- επιφέρουν θετικά αποτελέσματα στη διαχείριση του βάρους, χωρίς όμως αυτά τα αποτελέσματα να έχουν διάρκεια στο χρόνο. Θα μπορούσαμε, λοιπόν, να πούμε ότι οι χορτοφαγικές δίαιτες αποτελούν μια βιώσιμη επιλογή απώλειας βάρους για τα υπέρβαρα/παχύσαρκα άτομα. Απαιτείται, όμως, περαιτέρω έρευνα η επίδραση της χορτοφαγίας στην απώλεια του βάρους σε πιο διαφορετικούς πληθυσμούς, όπως οι ηλικιωμένοι. Όσον αφορά, την συμμόρφωση σε αυτά διατροφικά πρότυπα είναι παρόμοια με τις άλλες θεραπευτικές διατροφικές προσεγγίσεις για την απώλεια βάρους.

Βιβλιογραφία

1) Medawar, E., Huhn, S., Villringer, A., & Veronica Witte, A. (2019). The effects of plant-based diets on the body and the brain: a systematic review. Translational Psychiatry, 9(1). doi:10.1038/s41398-019-0552-0

2) Turner-McGrievy, G., Mandes, T., & Crimarco, A. (2017). A plant-based diet for overweight and obesity prevention and treatment. J Geriatr Cardiol, 14: 369374. doi:10.11909/j.issn.1671-5411.2017.05.002

3) Huang, R.-Y., Huang, C.-C., Hu, F. B., & Chavarro, J. E. (2015). Vegetarian Diets and Weight Reduction: a Meta-Analysis of Randomized Controlled Trials. Journal of General Internal Medicine, 31(1), 109–116. doi:10.1007/s11606-015-3390-7

4) Newby, P., Tucker, K. L., & Wolk, A. (2005). Risk of overweight and obesity among semivegetarian, lactovegetarian, and vegan women. The American Journal of Clinical Nutrition, 81(6), 1267–1274. doi:10.1093/ajcn/81.6.1267

5) Burke, L. E., Warziski, M., Styn, M. A., Music, E., Hudson, A. G., & Sereika, S. M. (2007). A randomized clinical trial of a standard versus vegetarian diet for weight loss: the impact of treatment preference. International Journal of Obesity, 32(1), 166–176. doi:10.1038/sj.ijo.0803706

Δείτε επίσης