Ακανθοκυτταρικό καρκίνωμα του στόματος: Περιοδοντικά βακτήρια και νισίνη

Παθογόνα που βρίσκονται στους ιστούς που περιβάλλουν τα δόντια συμβάλλουν σε έναν εξαιρετικά επιθετικό τύπο καρκίνου του στόματος, σύμφωνα με μια μελέτη που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό PLOS Pathogens από την Yvonne Kapila του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια, στο Σαν Φρανσίσκο, και τους συνεργάτες της.

Η μελέτη έδειξε επίσης ότι ο σχηματισμός καρκίνου του στόματος που προκαλείται από τα παθογόνα αναστέλλεται από μια βακτηριοσίνη -ένα αντιμικροβιακό και συγχρόνως προβιοτικό πεπτίδιο που παράγεται από βακτήρια, το οποίο ονομάζεται νισίνη και χρησιμοποιείται ως συντηρητικό στα τρόφιμα (Ε234).

Το ακανθοκυτταρικό καρκίνωμα κεφαλής και τραχήλου (HNSCC: Head and neck squamous cell carcinoma) είναι ένας από τους πιο συχνούς καρκίνους παγκοσμίως. Το ακανθοκυτταρικό καρκίνωμα του στόματος (OSCC: Oral squamous cell carcinoma), ένα υποσύνολο του HNSCC, αποτελεί το 90% όλων των κακοηθειών του στόματος έχοντας χαμηλό ποσοστό πενταετούς επιβίωσης το οποίο δεν έχει αλλάξει εδώ και δεκαετίες.

Οι παράγοντες κινδύνου, συμπεριλαμβανομένου του καπνίσματος, της κατανάλωσης αλκοόλ και της λοίμωξης από τον ιό των ανθρωπίνων θηλωμάτων, δεν επαρκούν από μόνοι τους για να εξηγήσουν τη συχνότητα εμφάνισης και την επιθετική φύση που εκδηλώνει το ακανθοκυτταρικό καρκίνωμα του στόματος. Άλλοι παράγοντες όπως τα στοματικά παθογόνα μπορεί να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη, την εξέλιξη και τη μετάσταση του όγκου, ωστόσο αυτό δεν έχει διερευνηθεί καλά.

Η Kapila και οι συνεργάτες της εξέτασαν εάν το ακανθοκυτταρικό καρκίνωμα του στόματος προάγεται από περιοδοντικά παθογόνα (αυτά που επηρεάζουν τις δομές που περιβάλλουν και στηρίζουν τα δόντια). Βρήκαν ότι τρεις τύποι περιοδοντικών παθογόνων (Porphyromonas gingivalis, Treponema denticola και Fusobacterium nucleatum) ενίσχυσαν τη μετανάστευση των καρκινικών κυττάρων στην περίπτωση του ακανθοκυτταρικού καρκινώματος του στόματος, την εισβολή και το σχηματισμό όγκων σε ποντίκια. Αυτές οι επιδράσεις προκλήθηκαν από αλληλεπιδράσεις μεταξύ δύο οδών σηματοδότησης (ιντεγκρίνης/FAK και TLR/MyDD88).

Ο θεραπευτικός ρόλος της νισίνης

Οι διαδικασίες μεσολάβησης των παθογόνων ανεστάλησαν με θεραπεία με νισίνη -μια βακτηριοσίνη και ένα ευρέως χρησιμοποιούμενο συντηρητικό τροφίμων. Οι βακτηριοσίνες είναι πολυπεπτίδια (πρωτεΐνες) με αντιμικροβιακή δράση, που παράγονται από οξυγαλακτικά βακτήρια. Η πιο διαδεδομένη βακτηριοσίνη στα τρόφιμα είναι η νισίνη, που παράγεται από το οξυγαλακτικό βακτήριο Lactococcus lactis subsplactis. Η νισίνη είναι δραστική κυρίως κατά των Gram θετικών βακτηρίων.

Σύμφωνα με τους συγγραφείς, αυτή η μελέτη προσφέρει τις πρώτες άμεσες ενδείξεις ότι η βακτηριοσίνη που ονομάζεται νισίνη αναστέλλει τον σχηματισμό καρκίνου του στόματος που προκαλείται από περιοδοντικά βακτήρια. Επιπλέον, τα ευρήματα υποδηλώνουν ότι η νισίνη θα μπορούσε να έχει ευρεία δυνατότητα θεραπείας ως αντιμικροβιακός και αντικαρκινικός παράγοντας και ως αναστολέας του σχηματισμού καρκίνου που προκαλείται από παθογόνα.

Οι συγγραφείς καταλήγουν στο συμπέρασμα: «Δεδομένου ότι ένα προβιοτικό πεπτίδιο βακτηριοσίνης, η νισίνη, διασώζει αυτήν την καρκινογένεση που προκαλείται από παθογόνο, αυτά τα ευρήματα θα μπορούσαν να προωθήσουν τη θεραπεία για τον καρκίνο του στόματος και να δημιουργήσουν ένα νέο παράδειγμα για τη θεραπεία του καρκίνου που επικεντρώνεται σε θεραπείες με βάση τα αντιμικροβιακά».

Να σημειωθεί ότι η απαίτηση των καταναλωτών για τη χρήση φυσικών προσθέτων στα τρόφιμα έχει αυξήσει το ενδιαφέρον για τη χρήση της νισίνης στη βιομηχανία των τροφίμων. Η νισίνη είναι η μόνη βακτηριοσίνη της οποίας η χρήση επιτρέπεται στα τρόφιμα σε πάνω από 50 χώρες. Στην ΕΕ επιτρέπεται η χρήση της ως συντηρητικό τροφίμων, όπως σε τυρί και κρέμα, με τον κωδικό Ε234.

Αρκετές ερευνητικές προσπάθειες έχουν γίνει με χρήση της νισίνης σε διάφορα τρόφιμα για την αναστολή παθογόνων μικροοργανισμών των τροφίμων, όπως Listeria spp., Bacillus spp., Staphylococcus aureus, Clostridium perfrigens κ.α., με ενθαρρυντικά αποτελέσματα. Ενώ η νισίνη είναι δραστική κυρίως κατά των Gram θετικών βακτηρίων, οι περισσότεροι ερευνητές συμφωνούν για την αναποτελεσματικότητά της κατά των Gram αρνητικών βακτηρίων, στην οποία ανήκουν πολλά παθογόνα των τροφίμων.

Δείτε επίσης