Διαβήτης: Το λιπαρό συκώτι αυξάνει τον κίνδυνο για σοβαρή υπογλυκαιμία

Η μη αλκοολική λιπώδης νόσος του ήπατος (NAFLD) σχετίζεται με υψηλότερο κίνδυνο για σοβαρή υπογλυκαιμία σε ασθενείς με διαβήτη τύπου 2, σύμφωνα με μια μελέτη που δημοσιεύτηκε στο JAMA Network Open.

Η NAFLD χαρακτηρίζεται από τη συσσώρευση λίπους στο συκώτι που αποδίδεται στην αντίσταση στην ινσουλίνη, απουσία σημαντικής χρήσης αλκοόλ. Το λιπαρό συκώτι σε μερικά άτομα εξελίσσεται σε σοβαρή ασθένεια, σε στεατική ηπατοπάθεια, κίρρωση του ήπατος ακόμη και καρκίνο του ήπατος. Έτσι η NAFLD είναι ένας αναδυόμενος παράγοντας κινδύνου για διάφορες επιπλοκές, συμπεριλαμβανομένου του μεταβολικού συνδρόμου, των καρδιαγγειακών και νεφρικών παθήσεων, του καρκίνου και της συνολικής θνησιμότητας. Ο επιπολασμός της NAFLD στους ενήλικες είναι γύρω στο 25% ενώ στους διαβητικούς τύπου 2 είναι γύρω στο 55%.

Η NAFLD μπορεί να διαπιστωθεί με εξετάσεις που απεικονίζουν το συκώτι, π.χ. με υπερηχογράφημα ήπατος, ωστόσο πιο εύκολα χρησιμοποιείται ο Δείκτης Λιπαρού Ήπατος (FLI: fatty liver index) που είναι ένας έμμεσος τρόπος ο οποίος έχει αποδειχτεί ότι έχει μεγάλη ακρίβεια. Πρόκειται για έναν αλγόριθμο που προβλέπει το λιπαρό συκώτι περιλαμβάνοντας τον Δείκτη Μάζας Σώματος (ΔΜΣ), την περιφέρεια μέσης, την τιμή των τριγλυκεριδίων και τη μέτρηση ενός ενζύμου που αποτελεί τον πλέον ευαίσθητο διαγνωστικό δείκτη των παθήσεων του ήπατος και λέγεται γ-γλουταμυλ-τρανσφεράση (γ-GT ή GGT).

H σοβαρή υπογλυκαιμία

Η υπογλυκαιμία είναι η πιο συχνά αναφερόμενη παρενέργεια στη διαχείριση του διαβήτη. Ο επιπολασμός της υπογλυκαιμίας είναι περίπου 45% για δευτερεύοντα συμβάντα και 6% για σοβαρά συμβάντα σε ασθενείς με διαβήτη τύπου 2. Ως σοβαρή υπογλυκαιμία θεωρείται όταν το σάκχαρο του αίματος πέφτει κάτω από τα 50 mg/dl. Σχετίζεται με πτώσεις και τροχαία ατυχήματα, άνοια, καρδιαγγειακά συμβάματα και θνησιμότητα. Η εμπειρία της υπογλυκαιμίας αυξάνει επίσης το φόβο και την ανησυχία και μειώνει την ποιότητα της ψυχολογικής υγείας των ασθενών.

Ως σοβαρή υπογλυκαιμία ορίζεται ως οποιοδήποτε περιστατικό υπογλυκαιμίας που απαιτεί εξωτερική βοήθεια για την ανάρρωση, συνοδεύεται συχνά από επίσκεψη στο τμήμα επειγόντων περιστατικών ή νοσηλεία. Τα σοβαρά επεισόδια μπορεί να συνοδεύονται από σύγχυση, αποπροσανατολισμό, παράλογη συμπεριφορά, σπασμούς, κώμα, μόνιμη βλάβη της εγκεφαλικής λειτουργίας, σοβαρό τραυματισμό λόγω πτώσης, ακόμη και θάνατο. Η υπογλυκαιμία είναι ιδιαίτερα επικίνδυνη εάν εμφανιστεί ενώ οι ασθενείς οδηγούν ή χειρίζονται δυνητικά επικίνδυνα μηχανήματα και σε όσους ζουν μόνοι τους.

Μερικές φορές η σοβαρή υπογλυκαιμία δεν δίνει συμπτώματα ωστόσο μπορεί να συνοδεύεται από σιωπηλή ισχαιμία του μυοκαρδίου.

Σχέση παχυσαρκίας και υπογλυκαιμίας

Σχετικά με τη συσχέτιση μεταξύ παχυσαρκίας και υπογλυκαιμίας, είναι ενδιαφέρον ότι σε μια μελέτη που ονομάζεται Action to Control Cardiovascular Risk in Diabetes (ACCORD) και περιέλαβε 10.251 διαβητικούς τύπου 2, διαπιστώθηκε πως σε σχέση με τα άτομα που είχαν ΔΜΣ κάτω από 25, αυτοί που είχαν ΔΜΣ μεταξύ 25-30 είχαν μειωμένο κίνδυνο υπογλυκαιμίας κατά 22% και αυτοί που είχαν ΔΜΣ πάνω από 30 είχαν χαμηλότερο κίνδυνο σοβαρής υπογλυκαιμίας κατά 35%.

Μια άλλη μελέτη σε Κορεάτες που περιέλαβε πάνω από 1,3 εκατομμύρια άτομα, έδειξε αρνητική συσχέτιση μεταξύ του ΔΜΣ και της ανάπτυξης σοβαρής υπογλυκαιμίας όταν ο ΔΜΣ αυξάνεται φτάνοντας στην τιμή 28, ενώ στη συνέχεια η συσχέτιση γίνεται θετική.

Παρακάτω παρουσιάζεται το σχετικό διάγραμμα που συνδέει τον ΔΜΣ και τη σοβαρή υπογλυκαιμία. Δείχνει ότι ένας διαβητικός τύπου 2 είναι καλύτερα να είναι υπέρβαρος (αλλά όχι παχύσαρκος) προκειμένου να έχει χαμηλότερο κίνδυνο σοβαρής υπεργλυκαιμίας. Τον χαμηλότερο κίνδυνο έχουν τα άτομα με ΔΜΣ που είναι στο 27-28. Με άλλα λόγια, αυτοί που είναι κανονικού βάρους, δηλαδή κάτω από 25, έχουν υψηλότερο κίνδυνο ο οποίος αυξάνεται όσο πιο αδύνατο είναι ένα άτομο.

Το παραπάνω διάγραμμα εμπίπτει στο παράδοξο της παχυσαρκίας, στο ότι οι παχύσαρκοι ή υπέρβαροι ασθενείς με καρδιαγγειακά νοσήματα φαίνεται να έχουν μερικές φορές καλύτερη πρόγνωση επιβίωσης.

Τα διαβητικά άτομα με χαμηλό δείκτη μάζας σώματος θα πρέπει να προειδοποιούνται για τον κίνδυνο υπογλυκαιμικού επεισοδίου και να εκπαιδεύονται κατάλληλα για την υπογλυκαιμία, προκειμένου να ελαχιστοποιηθεί ο κίνδυνος θανατηφόρων εκβάσεων.

Λιπαρό συκώτι και υπογλυκαιμία

Τώρα, μια νέα μελέτη που έγινε από τον Ji-Yeon Lee, από το Yonsei University College of Medicine στη Σεούλ, στη Νότια Κορέα, και τους συνεργάτες του διερεύνησε τη σχέση του λιπαρού συκωτιού με τη σοβαρή υπογλυκαιμία μεταξύ διαβητικών τύπου 2. Η ανάλυση περιελάμβανε 1,9 εκατομμύρια άτομα (ηλικίας 20 ετών και άνω) που υποβλήθηκαν σε ιατρική εξέταση από τον Ιανουάριο του 2009 έως τον Δεκέμβριο του 2012, με παρακολούθηση έως το 2015. Η μη αλκοολική λιπώδης νόσος του ήπατος εκτιμήθηκε από τον Δείκτης Λιπαρού Ήπατος.

Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι το 2,3% των ατόμων παρουσίασαν ένα ή περισσότερα σοβαρά συμβάντα υπογλυκαιμίας και τα άτομα με σοβαρή υπογλυκαιμία ήταν μεγαλύτερα σε ηλικία (μέση ηλικία, 67,9 έναντι 57,2 ετών) και είχαν χαμηλότερο Δείκτη Μάζας Σώματος έναντι αυτών χωρίς σοβαρή υπογλυκαιμία.

Μετά την προσαρμογή για πολλούς κλινικούς παράγοντες, συμπεριλαμβανομένου του δείκτη μάζας σώματος, σημειώθηκε μια συσχέτιση σχήματος J μεταξύ του λιπώδους ήπατος και της σοβαρής υπογλυκαιμίας. Ο εκτιμώμενος κίνδυνος για σοβαρή υπογλυκαιμία ήταν κατά 30% υψηλότερος στους συμμετέχοντες που είχαν NAFLD και η συσχέτιση ήταν πιο εμφανής στις γυναίκες. «Η παρουσία NAFLD θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά την αξιολόγηση της ευπάθειας στην υπογλυκαιμία σε ασθενείς με διαβήτη τύπου 2», έγραψαν οι συγγραφείς.

Γιατί το λιπαρό συκώτι αυξάνει τον κίνδυνο υπογλυκαιμίας; Το συκώτι διαδραματίζει ουσιαστικό ρόλο στην παραγωγή γλυκόζης μέσω της γλυκογονόλυσης (αποδόμηση του γλυκογόνου) και της γλυκονεογένεσης, διαδικασίες που τροφοδοτούν το αίμα με γλυκόζη όταν αυτή αρχίζει να προσεγγίζει το κατώτατο φυσιολογικό εύρος. Φαίνεται λοιπόν ότι το συκώτι δεν μπορεί να ανταποκριθεί σωστά σ’ αυτή τη διαδικασία όταν έχει υποστεί διήθηση λίπους.

Δείτε επίσης