Είναι η παχυσαρκία ασθένεια;

Παχυσαρκία είναι η υπερβολική συσσώρευση λίπους στο σώμα και αυτό δεν είναι απλώς αισθητικό ζήτημα. Είναι παράγοντας κινδύνου για ασθένειες. Ωστόσο τα τελευταία χρόνια η ίδια η παχυσαρκία άρχισε να θεωρείται ασθένεια. Μια κατάσταση που κάνει το σώμα να δυσλειτουργεί σοβαρά με αποτέλεσμα να υπάρχει απώλεια υγείας μπορεί να νοηθεί ως ασθένεια και τα Αμερικανικά CDC (Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων) λένε ότι η παχυσαρκία πληροί αυτή την προϋπόθεση.

Τα CDC, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο κατηγοριοποιούν την παχυσαρκία ως ασθένεια. Ένα ορόσημα σ’ αυτή η συζήτηση ήταν το 2004 όταν τα Centers for Medicare & Medicaid Services στις ΗΠΑ αφαίρεσαν τη φράση που έλεγε «η παχυσαρκία δεν είναι ασθένεια» από το εγχειρίδιο των ασφαλιστικών καλύψεων. Το 2013 η American Medical Association αναγνώρισε την παχυσαρκία ως νόσο και το ίδιο έχουν κάνει και άλλοι μεγάλοι οργανισμοί, εκτός των ΗΠΑ, όπως το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Royal College of Physicians στο Ηνωμένο Βασίλειο.

Μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1990, η παχυσαρκία αντιμετωπιζόταν κυρίως ως διαταραχή συμπεριφοράς: τα υπέρβαρα άτομα δεν είχαν την απαραίτητη θέληση και τον αυτοέλεγχο να αποστασιοποιηθούν από το φαγητό. Έκτοτε, η άποψη έχει αλλάξει δραματικά, τουλάχιστον εντός της επιστημονικής κοινότητας. Σε ένα πολύ απλό επίπεδο, το βάρος εξαρτάται από τον αριθμό των θερμίδων που λαμβάνετε και καίτε. Έτσι συχνά γίνεται μια απόδοση ευθυνών για τις προσωπικές επιλογές ή σε επίπεδο οικογένειας -όταν οι γονείς κατηγορούνται για την παχυσαρκία των παιδιών- που όμως είναι απλουστευτικές και άδικες. Σήμερα η παχυσαρκία θεωρείται μια χρόνια, υποτροπιάζουσα, πολυπαραγοντική, νευροσυμπεριφορική νόσος που έχει δυσμενείς μεταβολικές συνέπειες για την υγεία. Η αλλαγή άρχισε με την πρωτοποριακή ανακάλυψη της λεπτίνης, μιας ορμόνης που προκαλεί κορεσμό της πείνας -εξ ου και το όνομά της.

Η λεπτίνη

Στη δεκαετία του 1990, πειράματα σε δύο είδη ποντικών που ήταν γενετικά επιρρεπή στην παχυσαρκία και τον διαβήτη τύπου 2, προσδιόρισαν τί ήταν αυτό που τα οδηγούσε σε υπερφαγία. Το ένα είδος είχε ελάττωμα σε ένα και μόνο γονίδιο και τα λιπώδη κύτταρα δεν παρήγαγαν λεπτίνη η οποία δίνει σήμα στον εγκέφαλο για το πόσο πρέπει ένα ζώο να τρώει. Τόσο τα ποντίκια όσο και οι άνθρωποι, εκκρίνουν λεπτίνη μετά από ένα γεύμα για να καταστείλουν την όρεξη και να αποτρέψουν την υπερκατανάλωση τροφής, αλλά η λεπτίνη έχει κυρίως μακροχρόνια κατασταλτικά αποτελέσματα στην όρεξη. Τα ποντίκια που είχαν έλλειψη λεπτίνης γίνονταν παχύσαρκα γιατί είχαν ακόρεστη όρεξη. Σε ένα άλλο είδος ποντικιών ανακαλύφθηκε ότι η παχυσαρκία μπορούσε να προκληθεί από γενετικό ελάττωμα που ενώ δεν επηρέαζε την παραγωγή λεπτίνης, μείωνε την ικανότητά του εγκεφάλου να ανταποκρίνονται στην ορμόνη.

Τα ευρήματα αυτά έκαναν σαφές ότι ορισμένες ορμόνες ρυθμίζουν σθεναρά την όρεξη και άρα μια ορμονική ανισορροπία μπορεί να οδηγήσει σε υπερκατανάλωση τροφής και παχυσαρκία. Πράγματι, η παχυσαρκία εμφανίζεται σε ορισμένες οικογένειες που έχουν έλλειψη λεπτίνης, όμως αυτό αφορά ελάχιστους ανθρώπους. Οι περισσότεροι άνθρωποι με παχυσαρκία ίσως έχουν αντίσταση στη λεπτίνη. Με άλλα λόγια, η αυξημένη συσσώρευση λίπους ναι μεν προκαλείται από την κατανάλωση πολλών θερμίδων ή την έλλειψη σωματικής δραστηριότητας, αλλά αυτό μπορεί να μην είναι μια εντελώς ελεύθερη επιλογή. Το ανθρώπινο σώμα έχει εξελιχθεί για να αποθηκεύει το πλεόνασμα των θερμίδων ως λίπος για χρήση σε περιόδους ασιτίας. Υπάρχουν φυσιολογικοί έλεγχοι για τον περιορισμό του σωματικού λίπους σε ένα συγκεκριμένο εύρος αλλά ορισμένα άτομα το υπερβαίνουν. Η παχυσαρκία προκύπτει από την εξασθένηση των μηχανισμών ελέγχου της ενεργειακής ισορροπίας.

Ένα παράδειγμα που μπορεί να εξηγήσει τι συμβαίνει με την παχυσαρκία είναι αυτό του οιδήματος (πρήξιμο) λόγω παρακράτησης νερού. Το οίδημα δεν είναι αποτέλεσμα υπερβολικής κατανάλωσης νερού, αλλά κάποιας πάθησης που έχει ως συνέπεια την παρακράτηση νερού. Στους υγιείς ανθρώπους, η ισορροπία του νερού ελέγχεται από το σώμα, αλλά μπορεί διαταραχθεί κάτω από ορισμένες καταστάσεις, οδηγώντας σε συσσώρευση νερού σε κάποια μέρη. Παρομοίως, οι κεντρικά και περιφερειακά δρώντες μηχανισμοί επηρεάζουν την πρόσληψη τροφής ή το μεταβολισμό, συμπεριλαμβανομένων των ορμονών και διαφόρων μορίων που παράγονται στο λιπώδη ιστό π.χ. ορισμένων λιποκινών. Η διαταραχή σε έναν ή περισσότερους από αυτούς τους μηχανισμούς μπορεί να οδηγήσει σε υπερμεγέθη λιπώδη ιστό.

Τα τελευταία χρόνια η έρευνα έχει επίσης εστιάσει στα γονίδια της παχυσαρκίας και ένα από αυτά είναι το FTO (fat mass and obesity-associated gene). Σε μελέτη του 2017, όπου συμμετείχαν 250 άτομα με διατροφικές διαταραχές, οι ερευνητές πρότειναν ότι πτυχές του FTO μπορεί να διαδραματίζουν ρόλο στην υπερφαγία και τη συναισθηματική διατροφή. Ελαττώματα σε ένα άλλο γονίδιο που ονομάζεται MC4R (υποδοχάς μελανοκορτίνης-4) έχουν συνδεθεί με αυξημένο βάρος ακόμα και κατά 20 κιλά.

Κατόπιν αυτών, δεν είναι επαρκές να λέμε απλώς ότι η παχυσαρκία οφείλεται σε υπερκατανάλωση τροφής ή μειωμένη φυσική δραστηριότητα γιατί πίσω από αυτά κρύβονται ελαττώματα της φυσιολογίας. Αιτία μπορεί να είναι η καθυστερημένη εμφάνιση των ορμονών κορεσμού όπως η λεπτίνη ή η αυξημένη παραγωγή γκρελίνης που προκαλεί όρεξη. Επίσης, ο καφέ λιπώδης ιστός είναι μεγαλύτερος στα αδύνατα άτομα -ο ιστός αυτός βοηθά στο κάψιμο των θερμίδων.

Ενώ λοιπόν υπάρχουν οι εγγενείς αιτίες της παχυσαρκίας, υπάρχουν και οι «συνεισφέροντες» εξωγενείς παράγοντες όπως τα ενεργειακά πυκνά τρόφιμα ή τα χαμηλά επίπεδα σωματικής δραστηριότητας, που διευκολύνουν την επίτευξη θετικού ενεργειακού ισοζυγίου παρουσία των «αιτιών». Το στρες, τα προβλήματα ύπνου, ο χαμηλός μεταβολισμός, η εμμηνόπαυση και ορισμένα φάρμακα όπως στεροειδή ή αντικαταθλιπτικά συνδέονται επίσης με παραπανίσια κιλά.

Η κύρια απαίτηση για την ταξινόμηση μιας κατάστασης ως νόσου είναι να υπάρχει δυνατότητα πρόβλεψης με ακρίβεια σχετικών κλινικών αποτελεσμάτων. Πράγματι, τα άτομα με παχυσαρκία μπορεί να έχουν σοβαρές συνέπειες για την υγεία τους όπως: υψηλή πίεση αίματος, διαβήτης τύπου 2, καρδιακή ασθένεια, άσθμα, υπνική άπνοια, ορισμένους καρκίνους και οστεοαρθρίτιδα. Συνολικά έχουν αναφερθεί 237 ιατρικές επιπλοκές της παχυσαρκίας και μεταξύ αυτών 15 αυτοάνοσες ασθένειες. Έτσι, μεγάλοι εξειδικευμένοι οργανισμοί, όπως η World Obesity Federation (WOF) και The Obesity Society (TOS) ορίζουν ξεκάθαρα την παχυσαρκία ως ασθένεια και πιστεύουν ότι η αναγνώριση θα βοηθήσει στη μείωση του στίγματος και των διακρίσεων που βιώνουν πολλά άτομα. Κυρίως όμως ότι θα κατανοηθεί πως πρόκειται για σημαντικό πρόβλημα υγείας το οποίο σήμερα δεν αντιλαμβάνονται όλοι έτσι.

Υπάρχουν δύο εμπόδια στην ταξινόμηση της παχυσαρκίας ως ασθένεια, ότι δεν έχει συγκεκριμένα συμπτώματα και ότι υπάρχει έλλειψη διαγνωστικών κριτηρίων ακριβείας -η χρήση του Δείκτη Μάζας Σώματος είναι επιστημονικά ακατάλληλη. Ανεξάρτητα από αυτό, ορισμένοι είναι σκεπτικοί, λέγοντας ότι θα αυξήσει το στίγμα του βάρους και θα αποθαρρύνει τα άτομα να κάνουν αλλαγές στον τρόπο ζωής τους. Άλλοι πιστεύουν ότι αυτό θα συμβεί επειδή θα αφαιρέσει την ευθύνη από το άτομο. Έχει επίσης λεχθεί ότι ένα μέρος των παχύσαρκων είναι υγιείς -πράγματι μερικά άτομα δεν έχουν φανερές επιπτώσεις στην υγεία τους, αλλά αυτές μπορεί να εμφανιστούν στο μέλλον. Τελικά προτείνεται οι γιατροί να έχουν μια πλουραλιστική άποψη, υπερασπιζόμενοι την ταξινόμηση της παχυσαρκίας στην κλινική πράξη και αναγνωρίζοντας ότι η ταμπέλα της ασθένειας δεν είναι κατάλληλη σε εκτός ιατρικής πλαίσιο.

Δείτε επίσης