Την ύπαρξη αυξημένης θνησιμότητας από καρδιαγγειακά νοσήματα και κακοήθη νεοπλάσματα, δείχνουν τα αποτελέσματα του ερευνητικού προγράμματος αιτιών θνησιμότητας και αξιολόγησής τους, που έγινε για την περίοδο 1980-2008 στο Νομό Σερρών, από ομάδα ιατρών, καθηγητών Ιατρικής και ερευνητών και παρουσιάζει σήμερα το απόγευμα ο αναπληρωτής καθηγητής Ιατρικής του ΑΠΘ, Γεώργιος Παπαδάκης στο Νομαρχιακό Συμβούλιο Σερρών.
Σύμφωνα με τον κ. Παπαδάκη, ο Νομός Σερρών είναι ένας νομός με ιδιαίτερα περιβαλλοντικά και αναπτυξιακά χαρακτηριστικά. Κομβικό σημείο στα περιβαλλοντικά χαρακτηριστικά του νομού αποτελεί η γεωγραφική του θέση και ιδίως η γειτνίασή του με τη Βουλγαρία που τον καθιστά δέκτη διασυνοριακής ρύπανσης, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τη ρύπανση των νερών του ποταμού Στρυμόνα.
Το ερευνητικό πρόγραμμα βασίστηκε σε μια σειρά επιδημιολογικών μελετών, που καταδεικνύουν το ρόλο περιβαλλοντικών παραγόντων και παραγόντων που έχουν σχέση με τον τρόπο ζωής και διατροφής στην αιτιολογία τόσο των καρδιαγγειακών νοσημάτων όσο και των νεοπλασιών.
«Σε αυτό το πλαίσιο, ένας αντικειμενικός τρόπος της αξιολόγησης της υγείας ενός πληθυσμού και της επάρκειας των τοπικών υπηρεσιών υγείας είναι η μελέτη της διαχρονικής εξέλιξης των δεικτών νοσηρότητας και θνησιμότητας του πληθυσμού για τις κύριες κατηγορίες νοσημάτων. Οι επιδημιολογικές μελέτες θνησιμότητας περιγράφουν τη διαχρονική εξέλιξη των δεικτών θνησιμότητας, παρέχουν σημαντικά δεδομένα αναφορικά με το επίπεδο της υγείας τού υπό μελέτη πληθυσμού, αλλά και δημιουργούν καινούργια και ίσως πιο περίπλοκα ερευνητικά ερωτήματα σε σχέση με την ερμηνεία των διαχρονικών τάσεων της θνησιμότητας και τον ακριβή ρόλο συγκεκριμένων περιβαλλοντικών παραγόντων κινδύνου στη διαμόρφωση αυτών των τάσεων, ενώ παρουσιάζεται μια σειρά δεδομένων που αφορούν τη θνησιμότητα σε διεθνές και εθνικό επίπεδο, καθώς και η συγκριτική αξιολόγηση της θνησιμότητας του Ν. Σερρών και της Ελλάδας», τονίζει ο κ. Παπαδάκης.
H διάγνωση των αιτίων θνησιμότητας και της αξιολόγησή τους έγινε με βάση τη διαχρονική αξιολόγηση της θνησιμότητας στα τρία μεγαλύτερα δημοτικά διαμερίσματα του νομού, στην πόλη των Σερρών, της Νιγρίτας και του Σιδηροκάστρου, ενώ πραγματοποιήθηκε και συγκριτική αξιολόγηση των δεικτών θνησιμότητας μεταξύ του αστικού και του αγροτικού πληθυσμού του Ν. Σερρών κατά την περίοδο 1980-2008.
Υλικό της έρευνας αποτέλεσαν δημοσιευμένα και αδημοσίευτα στοιχεία της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας Ελλάδος (ΕΣΥΕ) για την ανά αιτία, φύλο και ηλικιακή ομάδα ετήσια καταγραφή των θανάτων στο Ν. Σερρών και στο σύνολο της χώρας για την περίοδο 1980-2008. Αξιοποιήθηκαν, επίσης, οι βάσεις δεδομένων θνησιμότητας της Παγκόσμιας Οργάνωσης Υγείας.
«Στην παρούσα έρευνα, η οποία διήρκησε ένα χρόνο, εξετάσθηκαν ειδικότερα οι διαχρονικές τάσεις της θνησιμότητας από λοιμώδη – παρασιτικά νοσήματα, καρδιαγγειακά νοσήματα, κακοήθη νεοπλάσματα, νοσήματα του αναπνευστικού συστήματος και ατυχήματα», επισημαίνει ο κ. Παπαδάκης.
Για κάθε χρονολογικό έτος, υπολογίσθηκαν οι ειδικοί συντελεστές θνησιμότητας (θάνατοι ανά 100.000 κατοίκους) για κάθε νόσημα στο σύνολο του πληθυσμού και στα δύο φύλα χωριστά και μελετήθηκαν τρεις ηλικιακές ομάδες 25-54, 55-74 και άνω των 75 ετών. Τα δεδομένα τόσο του αριθμού των θανάτων όσο και του αντίστοιχου πληθυσμού αναφοράς προέρχονται από τα αρχεία της ΕΣΥΕ για όλα τα έτη από το 1980-2008. Προκειμένου να επιτευχθεί συγκριτική αξιολόγηση της θνησιμότητας του Ν. Σερρών με την αντίστοιχη εθνική θνησιμότητα, χρησιμοποιήθηκε η μέθοδος της έμμεσης προτυποποίησης.
«Χρησιμοποιώντας τις βάσεις δεδομένων της ΕΣΥΕ με τις ετήσιες καταγραφές των θανάτων ανά συγκεκριμένη αιτία, ηλικιακή ομάδα και φύλο, καθώς και την ηλικιακή κατανομή του πληθυσμού της χώρας μας, υπολογίστηκαν τα Προτυποποιημένα Πηλίκα Θνησιμότητας (Standardised Mortality Ratio, SMR) για κάθε νόσημα ή κατηγορία νοσημάτων κατά την περίοδο 1998-2008. Το προτυποποιημένο πηλίκο θνησιμότητας υπολογίστηκε ως ο λόγος των πραγματικών θανάτων που παρατηρήθηκαν κατά τη διάρκεια της δεκαετίας 1998-2008 στους υπό εξέταση πληθυσμούς προς τον αριθμό των θανάτων που θα αναμενόταν να παρατηρηθούν με βάση τη θνησιμότητα του εθνικού πληθυσμού και την ηλικιακή σύνθεση του πρότυπου πληθυσμού. Επίσης, υπολογίσθηκαν τα 95% διαστήματα αξιοπιστίας των προτυποποιημένων πηλίκων θνησιμότητας για να αξιολογηθεί η ύπαρξη στατιστικώς σημαντικών διαφορών μεταξύ των παρατηρηθέντων και των αναμενόμενων θανάτων σε κάθε νόσημα που αξιολογήθηκε», αναφέρει ο κ. Παπαδάκης.
Από τη μελέτη προκύπτει ότι η θνησιμότητα στο Ν. Σερρών από καρδιαγγειακά νοσήματα και κακοήθη νεοπλάσματα είναι υψηλότερη από την αναμενόμενη θνησιμότητα με βάση τους εθνικούς δείκτες. Σύμφωνα με την έρευνα, αποκαλύπτεται ότι διαχρονικά, στα αντίστοιχα διαγράμματα, ο ειδικός συντελεστής θνησιμότητας (ΕΣΘ) του Ν. Σερρών σταθερά ξεπερνούσε τον αντίστοιχο εθνικό ΕΣΘ και στα δύο φύλα και στις 3 ηλικιακές ομάδες που μελετήθηκαν, καθώς και στα προτυποποιημένα πηλίκα θνησιμότητας που αποτελούν μια πιο άμεση σύγκριση πραγματικών και αναμενόμενων θανάτων για τη δεκαετία 1998-2008. Αντίστοιχα ευρήματα παρατηρήθηκαν στη νόσο των εγκεφαλικών αγγείων και τα εμφράγματα του μυοκαρδίου, που αποτελούν επιμέρους υποκατηγορίες των καρδιαγγειακών νοσημάτων, όπως και σε συγκεκριμένους τύπους καρκίνου.
«Η αυξημένη θνησιμότητα από καρδιαγγειακά νοσήματα και κακοήθη νεοπλάσματα στο Ν. Σερρών που διαπιστώνουμε στη μελέτη αυτή έρχεται σε απόλυτη σύμπτωση με ευρήματα και άλλων αντίστοιχων μελετών που δείχνουν ότι η θνησιμότητα από τα παραπάνω νοσήματα εμφανίζει σαφή υπεροχή σε ολόκληρο το βορειοελλαδικό χώρο. Επομένως, το εύρημα αυτό θα πρέπει να μελετηθεί πιο σφαιρικά και όχι ειδικά στο πλαίσιο μόνο ενός νομού, καθώς αφορά τους περισσότερους νομούς της Μακεδονίας και της Θράκης», επισημαίνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο αναπληρωτής καθηγητής του ΑΠΘ, Γ. Παπαδάκης.
Εξάλλου, από την έρευνα προκύπτει ότι στη μελέτη της θνησιμότητας στον αστικό και αγροτικό πληθυσμό του Ν. Σερρών, η θνησιμότητα από δυστυχήματα είναι υψηλότερη στον αγροτικό πληθυσμό, με εξαίρεση τις ηλικίες 55-74 χρόνων.
Παράλληλα, εμφανίζεται η θνησιμότητα από λοιμώδη και παρασιτικά νοσήματα να είναι υψηλότερη στις αγροτικές περιοχές αν και την τελευταία τετραετία παρουσιάζει μια τάση σύγκλισης ή και αντιστροφής της καμπύλης. Εξαίρεση αποτελεί η ηλικιακή ομάδα άνω των 75 χρόνων. Η θνησιμότητα από νεοπλάσματα είναι υψηλότερη στον αγροτικό πληθυσμό για την ηλικιακή ομάδα 25-54 χρόνων, ενώ για τις άλλες δύο ηλικιακές ομάδες οι καμπύλες συμβαδίζουν με τις αντίστοιχες του αστικού πληθυσμού. Παραπλήσιο μοτίβο παρατηρείται και για τη θνησιμότητα από νοσήματα του κυκλοφορικού, που φαίνεται να υπερέχει στον αγροτικό πληθυσμό για την ηλικιακή ομάδα 25-54 χρόνων, ενώ για τις άλλες δύο ηλικιακές ομάδες οι καμπύλες του αστικού και αγροτικού πληθυσμού συμβαδίζουν. Τέλος, η θνησιμότητα από αναπνευστικά νοσήματα στους δύο πληθυσμούς συμβαδίζει σε γενικές γραμμές, υπερέχοντας λίγο στον αστικό πληθυσμό για τις ηλικιακές ομάδες 25-54 και άνω των 75 χρόνων, ενώ το αντίθετο παρατηρείται στην ηλικιακή ομάδα 55-74 χρόνων.
Από τη μελέτη προκύπτει επίσης ότι στα μεγαλύτερα αστικά κέντρα του νομού και ιδίως για τη δεκαετία 1998-2008, οι θάνατοι από δυστυχήματα, κακοήθη νεοπλάσματα και καρδιαγγειακά νοσήματα στο σύνολο του πληθυσμού του Δήμου Σερρών, βρέθηκαν περισσότεροι από τους θεωρητικά αναμενόμενους σε στατιστικώς σημαντικά επίπεδα. Στο δήμο Νιγρίτας προέκυψε ότι οι θάνατοι από κακοήθη νεοπλάσματα και καρδιαγγειακά νοσήματα που παρατηρήθηκαν στο σύνολο του πληθυσμού είναι αυξημένοι αλλά δεν διαφέρουν από τους θεωρητικά αναμενόμενους σε στατιστικώς σημαντικά επίπεδα, ενώ στο δήμο Σιδηροκάστρου οι θάνατοι από καρδιαγγειακά νοσήματα στο σύνολο του πληθυσμού βρέθηκαν αυξημένοι σε σύγκριση με τους αναμενόμενους θανάτους σε στατιστικώς σημαντικά επίπεδα.
«Σημαντικό πρόβλημα στο Νομό Σερρών αποτελούν οι αυξημένες συγκεντρώσεις των νιτρικών ιόντων στα νερά. Αυτές οι τιμές οφείλονται στις αγροτικές δραστηριότητες και στη χρήση των αζωτούχων λιπασμάτων και υποδεικνύουν ότι οι αντίστοιχες τιμές στα υπόγεια ύδατα θα είναι ακόμη πιο αυξημένες, γεγονός που επιβάλλει την άμεση ένταξη της πεδιάδας των Σερρών σε πρόγραμμα απονιτροποίησης των εδαφών», επισημαίνει ο κ. Παπαδάκης και προσθέτει πως «επίσης ένα σημαντικό πρόβλημα είναι η ελλιπής και αποσπασματική χλωρίωση στα χωριά του νομού, γεγονός που εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους για τη δημόσια υγεία. Χρειάζεται εντατικοποίηση των υγειονομικών ελέγχων και άμεση συστηματικοποίηση της χλωρίωσης γιατί μόνο έτσι εξασφαλίζεται η πλήρης απολύμανση του πόσιμου νερού. Είναι σημαντικό να υπογραμμίσουμε την υπερεπάρκεια του Νομού Σερρών σε υδάτινους πόρους, κάτι που πολλές φορές έχει αμφισβητηθεί, ειδικά τους καλοκαιρινούς μήνες, οπότε και σημειώνονται συχνές διακοπές νερού, κάτι που εν πολλοίς οφείλεται στο ανεπαρκές δίκτυο της ύδρευσης ενώ ανεπαρκή χαρακτηρίζονται και τα δίκτυα αποχέτευσης».
Το παρόν έργο αποτελεί βάση για την εκτίμηση του επιπέδου της δημόσιας υγείας στο Ν. Σερρών και για την εκτίμηση των αναγκών υγείας του τοπικού πληθυσμού, τόνισε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο νομάρχης Σερρών, Στέφανος Φωτιάδης.
«Τα αποτελέσματα και τα συμπεράσματα αυτής της μελέτης πρέπει να αποτελέσουν τον κορμό μελλοντικών επιδημιολογικών μελετών με στόχο την αντικειμενική καταγραφή από πρωτογενή δεδομένα της νοσηρότητας και της θνησιμότητας του πληθυσμού προοπτικά και σε βάθος χρόνου, ώστε να καταστεί εφικτή η επιδημιολογική σύνδεση αιτίου – αποτελέσματος, δηλαδή η σύνδεση συγκεκριμένων περιβαλλοντικών και διατροφικών παραγόντων κινδύνου με συγκεκριμένες νοσολογικές οντότητες που βρέθηκε να παρουσιάζουν υψηλή θνησιμότητα στον πληθυσμό του νομού», συνιστά ο αναπληρωτής καθηγητής του ΑΠΘ, Γ. Παπαδάκης.