Τα φυτοφάρμακα εξοντώνουν τις μέλισσες;

Πριν από περίπου έναν μήνα, έκθεση του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ) με τίτλο «Η εξαφάνιση των μελισσών και οι διάφορες απειλές για τα έντομα» παρουσίασε με τα πιο μελανά χρώματα το μέλλον του ανθρώπου αν οι ταπεινές μελισσούλες εξαφανιστούν. Οπως χαρακτηριστικά αναφερόταν στην έκθεση, ο μαζικός θάνατος αποικιών μελισσών σε πολλά σημεία του πλανήτη ενδέχεται να αποτελεί ένα μέρος της μεγάλης, βαθιάς και αυξανόμενης απειλής που προέρχεται από τη μόλυνση του περιβάλλοντος και έχει επίδραση στα αποθέματα τροφών για τους ανθρώπους.

Συμπληρωνόταν ότι οι μέλισσες, οι πεταλούδες, τα σκαθάρια και τα πουλιά προσφέρουν ετησίως στην ανθρώπινη οικονομία εργασία που αποτιμάται σε 153 δισ. ευρώ – το ποσό αυτό αντιστοιχεί στο 9,5% της συνολικής αξίας της εργασίας για την παραγωγή ανθρώπινης τροφής. Αυτά για όσους πίστευαν ή πιστεύουν ότι η εξαφάνιση των μελισσών αποτελεί θέμα απλώς των… μελισσοκόμων – άντε και των οικολόγων.

Μείωση πληθυσμών από 30 – 85%
Διότι ο αφανισμός των μελισσών αποτελεί γεγονός. Στην ίδια έκθεση υπογραμμίζεται ότι προσφάτως οι αποικίες μελισσών στη Βόρεια Αμερική και στην Ευρώπη εμφανίζουν μείωση της τάξεως του 30%, ενώ σε περιοχές όπως η Μέση Ανατολή η μείωση αυτή αγγίζει ως και το 85%. Μιλούμε λοιπόν για ένα παγκόσμιο πρόβλημα που έχει παγκόσμιο αντίκτυπο. Και είναι επόμενο επιστήμονες αλλά και κρατικές αρχές ανά τον κόσμο να αναζητούν τα αίτια αυτών των μαζικών θανάτων.

Ανάμεσα στους πολλούς παράγοντες που φαίνεται να συντελούν στο πρόβλημα και οι οποίοι συνδέονται άμεσα με την ανθρώπινη παρέμβαση στο περιβάλλον όπως η αποψίλωση δασών, η εξασθένηση των ανθέων των φυτών και η μεγάλη εξάπλωση των παρασίτων, αναδύεται τα τελευταία χρόνια και ένας που ακούει στο όνομα νεονικοτινοειδή φυτοφάρμακα. Πρόκειται για μια κατηγορία φυτοφαρμάκων που χρησιμοποιείται τις τελευταίες περίπου δύο δεκαετίες σε διαφορετικές χώρες του κόσμου – στην Ελλάδα από το 1997 – και η οποία γνωρίζει συνεχή εξάπλωση «ντύνοντας» ολοένα και περισσότερες καλλιέργειες.

Διασυστημικά φυτοφάρμακα

Τι ακριβώς είναι όμως τα νεονικοτινοειδή φυτοφάρμακα και ποια η διαφορά τους από τα συμβατικά; Οπως εξηγεί η κτηνίατρος της Ομοσπονδίας Μελισσοκομικών Συλλόγων Ελλάδος (ΟΜΣΕ) κυρία Κατερίνα Καρατάσου, πρόκειται για διασυστηματικά εντομοκτόνα (κυκλοφορούν, δηλαδή, σε όλα τα μέρη του φυτού) που έχουν δράση παρόμοια με το φυσικό εντομοκτόνο νικοτίνη, το οποίο δρα στο κεντρικό νευρικό σύστημα. Οι ουσίες αυτής της κατηγορίας είναι οι acetamiprid, clothianidin, dinotefuran, fipronil, imidacloprid, nitenpyram, thiacloprid και thiamethoxam.

Το αρχικό σκεπτικό της δράσης τέτοιου είδους φυτοφαρμάκων σε αντίθεση με τα συμβατικά που απλώς ψεκάζονται στα φυτά ήταν το να χρησιμοποιούνται και για την «επένδυση» σπόρων έτσι ώστε να «κυριεύουν» το φυτό από την αρχή ως το τέλος της ζωής του σώζοντάς το από επιβλαβή έντομα. «Οταν γίνεται ψεκασμός του φυτοφαρμάκου, ένα μεγάλο μέρος διασπείρεται στον αέρα ή φεύγει στο έδαφος, ενώ μικρή σχετικώς ποσότητα περνά στο φυτό. Η καινούργια αυτή οικογένεια φαρμάκων επενδύεται στους σπόρους με ειδική επεξεργασία, με αποτέλεσμα να περνά ολόκληρη η ποσότητα της ουσίας στο φυτό» λέει η κυρία Καρατάσου.

Ωστόσο, όπως δείχνουν όλο και περισσότερα επιστημονικά στοιχεία, εκτός από τα βλαβερά έντομα-στόχους, τα φυτοφάρμακα αυτά δηλητηριάζουν και ωφέλιμα έντομα όπως οι μέλισσες, οι αγριομέλισσες, οι βομβίνοι και οι πεταλούδες. Και αυτό διότι εντοπίζονται στο νέκταρ, στη γύρη αλλά και στον «ιδρώτα» των φυτών που παράγεται κατά τη διαπνοή τους, άρα σε όλους τους χυμούς τους οποίους συλλέγουν οι επικονιαστές. «Πολλά από αυτά τα ωφέλιμα έντομα αποτελούν παράλληλα τροφή για τα πουλιά και υπάρχουν ήδη αναφορές για μεγάλη μείωση του πληθυσμού των άγριων πτηνών της Ευρώπης. Τα νεονικοτινοειδή φαίνεται επίσης ότι προσβάλλουν και ασπόνδυλα ζώα που ζουν στα επίγεια νερά και αποτελούν τροφή για τα ψάρια του γλυκού νερού ή και για πτηνά» αναφέρει η κτηνίατρος της ΟΜΣΕ.

Πρόκειται, όπως είναι ξεκάθαρο, για μια αλυσίδα που όταν σπάσει καταστρέφει όλους τους κρίκους που την αποτελούσαν, συμπεριλαμβανομένου του ανθρώπου. Πρόκειται την ίδια στιγμή όμως και για μια αλυσίδα… φτιαγμένη από χρυσάφι για τις παρασκευάστριες εταιρείες φυτοφαρμάκων: είναι χαρακτηριστικό ότι μόνο το 2009 οι πωλήσεις αποκλειστικώς του imidacloprid (του πιο ευρέως χρησιμοποιούμενου νεονικοτινοειδούς εντομοκτόνου παγκοσμίως) άγγιξαν τα 606 εκατ. δολάρια (περί τα 420 εκατ. ευρώ).

Κερκόπορτα για νοζεμίαση

Αξίζουν όμως τα νεονικοτινοειδή φυτοφάρμακα τα (πολλά) λεφτά τους σε ό,τι αφορά το οικοσύστημα; Ολοένα και περισσότερα επιστημονικά στοιχεία μαρτυρούν πως η απάντηση μάλλον δεν είναι θετική. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Μία από τις πρώτες επιστημονικές παρατηρήσεις που έκαναν παγκόσμια αίσθηση σχετικά με την αρνητική επίδραση αυτών των «διάσημων» φυτοφαρμάκων στην υγεία των μελισσών ήλθε από τις ΗΠΑ και συγκεκριμένα από τον δρα Τζέφρι Πέτις, επικεφαλής ερευνητή στο Εργαστήριο για την Ερευνα στις Μέλισσες του υπουργείου Γεωργίας των ΗΠΑ. Ο δρ Πέτις, ο οποίος είναι ο κύριος ερευνητής της αμερικανικής κυβέρνησης σχετικά με τις μέλισσες, ανακάλυψε πριν από δύο έτη ότι το imidacloprid κάνει τα συγκεκριμένα έντομα πολύ πιο ευάλωτα σε μια νόσο, τη νοζεμίαση, η οποία προκαλείται από το παράσιτο nosema που πλήττει το γαστρεντερικό σύστημα.

Ο δρ Πέτις αναφέρει στο «Βήμα» ότι επικεντρώθηκε στο συγκεκριμένο φυτοφάρμακο καθώς είναι ευρέως χρησιμοποιούμενο σε πολλές και διαφορετικές καλλιέργειες. «Είδαμε στο πλαίσιο πειράματος στο εργαστήριο ότι όταν εκθέσαμε μέλισσες στο συγκεκριμένο νεονικοτινοειδές φυτοφάρμακο και στη συνέχεια τις εκθέσαμε στο nosema εμφανίστηκε τριπλάσια αύξηση των επιπέδων του παρασίτου στον οργανισμό αυτών των εντόμων σε σύγκριση με άλλες μέλισσες που δεν είχαν εκτεθεί στο φυτοφάρμακο αλλά προσβλήθηκαν από νοζεμίαση. Το αποτέλεσμα αυτό μαρτυρεί ότι τα έντομα ήταν πιο ευάλωτα στο nosema όταν είχαν προηγουμένως εκτεθεί στο φυτοφάρμακο». Οπως έδειξε μάλιστα η εργαστηριακή μελέτη του δρος Πέτις, η οποία παραμένει αδημοσίευτη, η ευαισθησία των μελισσών στο παράσιτο παρετηρείτο ακόμη και όταν τα έντομα είχαν εκτεθεί σε δόσεις του φυτοφαρμάκου τόσο μικρές ώστε να είναι μη ανιχνεύσιμες μετά τον θάνατό τους.

Ποια θα ήταν η λύση σε αυτό το παγκόσμιο ανησυχητικό φαινόμενο του αφανισμού των μελισσών, ρωτήσαμε τον αμερικανό ειδικό. «Είμαι αισιόδοξος ότι μπορούμε να βρούμε τρόπους ώστε να κρατήσουμε τις μέλισσες υγιείς. Πιστεύω ότι τα νεονικοτινοειδή φυτοφάρμακα παίζουν ρόλο στον θάνατο των μελισσών, ωστόσο δεν έχουμε προσδιορίσει πόσο σημαντικό ρόλο αφού το ζήτημα είναι πολυπαραγοντικό. Σε κάθε περίπτωση χρειαζόμαστε ισχυρούς νόμους που να προστατεύουν τις μέλισσες. Δεν είμαι σίγουρος ότι τα στοιχεία που έχουμε αυτή τη στιγμή στα χέρια μας είναι αρκετά ώστε να δικαιολογούν τη συνολική απαγόρευση των νεονικοτινοειδών φυτοφαρμάκων, ωστόσο μπορεί μελλοντικά να αποδειχθεί ότι χρειάζεται μια τέτοια καθολική απαγόρευση».

Ερευνες σε ΗΠΑ, Γαλλία, Ολλανδία
Ο δρ Πέτις δεν φαίνεται να είναι ο μόνος που έχει ανησυχητικά ευρήματα στα χέρια του. Τα αποτελέσματά του γρήγορα επιβεβαιώθηκαν από ειδικούς στο Εργαστήριο για τη Βιολογία και την Προστασία των Μελισσών του Εθνικού Ινστιτούτου Αγρονομικής Ερευνας (INRA) στην Αβινιόν της Γαλλίας, με επικεφαλής τον δρα Σεντρίκ Αλό. Και από τη γαλλική μελέτη προέκυψε ότι το imidacloprid κάνει τις μέλισσες πιο ευάλωτες στη νοζεμίαση. Οπως σημείωσε ο δρ Αλό, η μελέτη αυτή που επίσης διεξήχθη στο εργαστήριο έδειξε ότι ο συνδυασμός του νεονικοτινοειδούς φυτοφαρμάκου και του παθογόνου nosema αποδυνάμωνε σε τέτοιον βαθμό τον οργανισμό των μελισσών ώστε αυτές πέθαιναν πρόωρα. «Φάνηκε να υπάρχει συνεργιστική δράση μεταξύ του imidacloprid και του παρασίτου nosema η οποία οδηγούσε σε αποδυνάμωση των μελισσών.

Παρατηρήσαμε σημαντική αύξηση της θνησιμότητας, ωστόσο δεν γνωρίζουμε τον ακριβή μηχανισμό που οδηγεί σε αυτήν». Ο γάλλος ειδικός προσέθεσε ότι οι απορίες σχετικά με τον μηχανισμό που οδηγεί στην εξαφάνιση των μελισσών μοιάζουν με το προαιώνιο ερώτημα σχετικά με το αβγό και την κότα. «Δεν έχουμε καταλήξει ακόμη αν τα φυτοφάρμακα αποδυναμώνουν τον οργανισμό των εντόμων με αποτέλεσμα να γίνονται πιο ευάλωτα στο nosema ή αν το παράσιτο εξασθενεί τις μέλισσες οι οποίες πεθαίνουν ευκολότερα μετά την έκθεση στα φυτοφάρμακα».

Ο κώδωνας του κινδύνου χτυπά όμως και από την Ολλανδία και συγκεκριμένα μέσα από τα αποτελέσματα μελέτης του τοξικολόγου Χενκ Τένεκες σχετικά με τους μακροπρόθεσμους κινδύνους για την υγεία των μελισσών από τη χρήση των νεονικοτινοειδών εντομοκτόνων imidacloprid και thiacloprid. Οπως σημειώνεται σε μελέτη του δρος Τένεκες που δημοσιεύθηκε τον Σεπτέμβριο του 2010 στο επιστημονικό περιοδικό «Toxicology», «οι κίνδυνοι των νεονικοτινοειδών εντομοκτόνων imidacloprid και thiacloprid για τα αρθρόποδα μπορούν να υποτιμηθούν σοβαρά. Τα αποδεκτά όρια της τάξεως των 50 ppb (μέρη ανά δισεκατομμύριο) είναι βασισμένα κυρίως στις βραχυπρόθεσμες δοκιμές. Αν πραγματοποιούσαμε μακροπρόθεσμες μελέτες, πολύ χαμηλότερες συγκεντρώσεις μπορεί να αποδειχθούν επικίνδυνες. Αυτό εξηγεί γιατί πολύ μικρές ποσότητες imidacloprid μπορούν να προκαλέσουν μείωση του πληθυσμού των μελισσών μακροπρόθεσμα».

«Παιχνίδι» με τις δόσεις
Και μια και μιλήσαμε για αποδεκτά όρια, πρέπει να σημειώσουμε ότι η μελισσοτοξικότητα των νεονικοτινοειδών ελέγχεται με βάση διεθνείς κανονισμούς προσδιορίζοντας τη δόση που σκοτώνει το 50% του δείγματος μελισσών (τεστ LD50). Ωστόσο, όπως επισημαίνει η βιολόγος, αναπληρώτρια ερευνήτρια του Ινστιτούτου Μελισσοκομίας στο Εθνικό Ιδρυμα Αγροτικής Ερευνας (ΕΘΙΑΓΕ) που εδρεύει στον Αγ. Μάμα Χαλκιδικής κυρία Φανή Χατζήνα, «οι δοκιμές αυτές αγνοούν παντελώς τις δευτερογενείς επιδράσεις από τις υποθανατηφόρες δόσεις που δεν σκοτώνουν το μελίσσι αλλά είτε προκαλούν προβλήματα μνήμης και μάθησης, με αποτέλεσμα οι μέλισσες να αποπροσανατολίζονται και να μην επιστρέφουν στην κυψέλη τους, είτε δημιουργούν προβλήματα υποθερμίας και κακής διατροφής του γόνου (των αναπτυσσόμενων μελισσών) είτε αποδυναμώνουν το αμυντικό σύστημα της μέλισσας κάνοντάς την εύκολη λεία σε οποιονδήποτε παθογόνο παράγοντα».

Προβλήματα όμως παρατηρούνται και στους υποφαρυγγικούς αδένες των μελισσών (πρόκειται για τους αδένες που η μέλισσα φέρει στο κεφάλι και παράγουν τον βασιλικό πολτό), όπως δείχνουν στοιχεία έρευνας του Ινστιτούτου Μελισσοκομίας του ΕΘΙΑΓΕ.

Με βάση τα ισχύοντα δεδομένα βέβαια οι παρασκευάστριες εταιρείες των φυτοφαρμάκων είναι πλήρως καλυμμένες, αφού πράγματι τα προϊόντα τους αποδεικνύονται ασφαλή. Οι υπεύθυνοι των εταιρειών υποστηρίζουν ότι οι όποιοι θάνατοι μελισσών οφείλονται σε κακή χρήση των φαρμάκων από τους γεωργούς. Είναι όμως πάντα έτσι τα πράγματα; Ακόμη και αν δεν μπορούμε να απαντήσουμε σε αυτό το ερώτημα, μια απάντηση είναι σίγουρη: οι μέλισσες αποδεκατίζονται (μαζί τους και άλλα ωφέλιμα έντομα).

Το χρονικό αυτού του αποδεκατισμού καταγράφεται μάλιστα όχι μόνο μέσα από επιστημονικά στοιχεία του εξωτερικού αλλά και από άλλα που φέρουν άκρως ελληνική υπογραφή. Μελέτη που δημοσιεύθηκε το 2010 στο επιστημονικό περιοδικό «Journal of Invertebrate Pathology», με κύριο ερευνητή τον κ. Ν. Μπακανδρίτσο από το Ινστιτούτο Κτηνιατρικών Ερευνών Αθηνών που ανήκει στο ΕΘΙΑΓΕ, και αφορούσε αιφνίδιους θανάτους μελισσών το καλοκαίρι του 2009 στην Αρκαδία έδειξε ότι στα δείγματα μελισσών που εξετάστηκαν εντοπίστηκαν συγκεντρώσεις imidacloprid μεταξύ 14 και 39 νανογραμμαρίων ανά γραμμάριο ιστού. Στη μελέτη σημειώνεται ότι πρόκειται για την πρώτη δημοσιευμένη καταγραφή ανίχνευσης στην Ελλάδα του συγκεκριμένου νεονικοτινοειδούς φυτοφαρμάκου σε ιστούς μελισσών που παράγουν μέλι. Προστίθεται ότι η παρουσία πολλαπλών παθογόνων (ιών αλλά και του μικροσποριδίου Νosema ceranae) καθώς και φυτοφαρμάκων στον οργανισμό των μελισσών καθιστά δύσκολη τη σύνδεση των φαινομένων απώλειας πληθυσμών μελισσών που παρατηρήθηκε στην Ελλάδα με μια συγκεκριμένη αιτία. Υπογραμμίζεται όμως παράλληλα ότι φαίνεται να υπάρχει συνεργιστική δράση μεταξύ του φυτοφαρμάκου και των πολλών και διαφορετικών παθογόνων που ανιχνεύθηκαν στις μέλισσες.

Πηγή: To Βήμα

Δείτε επίσης