Τι μπορεί να σημαίνουν οι αργές κινήσεις (βραδυκινησία)

Οι άνθρωποι που ξαφνικά αρχίζουν να κινούνται πιο αργά, χωρίς να έχουν αρρωστήσει ή να έχουν χτυπήσει σε κάποιο σημείο του σώματός τους, μπορεί να πάσχουν από νευρολογικά προβλήματα και κυρίως από τη νόσο Πάρκινσον, της οποίας το χαρακτηριστικό σύμπτωμα είναι η βραδυκινησία (το τρέμουλο είναι λιγότερο συχνό).

Η βραδυκινησία σε ανθρώπους 40-50 ετών μπορεί λανθασμένα να θεωρηθεί ως ένδειξη κατάθλιψης ενώ μετά τα 60-70 έτη θεωρείται αποτέλεσμα της ηλικίας αλλά συνήθως το σύμπτωμα έχει παθολογική αιτία και κυρίως τη νόσο Πάρκινσον. Η νόσος Πάρκινσον έχει μέση ηλικία διάγνωσης τα 60 έτη, αλλά το 10% των ασθενών είναι κάτω των 50 ετών.

Η βραδυκινησία είναι χαρακτηριστική της νόσου Πάρκινσον. Οι ασθενείς αρχίζουν να κινούν ολοένα πιο αργά το ένα άκρο (συνήθως το χέρι) με την επιβράδυνση να εντείνεται στις μονότονες κινήσεις όπως αυτές που κάνουμε όταν γράφουμε ή βάφουμε. Η καθυστέρηση στην κίνηση είναι συνεχής και όχι διακοπτόμενη, και έχει αντίκτυπο στην καθημερινότητα, διότι οι ασθενείς δυσκολεύονται να εκτελέσουν απλές δραστηριότητες, όπως να ξυριστούν, να κουμπώσουν τα κουμπιά στο πουκάμισό τους ή να βάλουν το κλειδί στην πόρτα επειδή αισθάνονται το χέρι τους “ξύλινο”.

Αν η αργή κίνηση εμφανιστεί στο πόδι, ο ασθενής κάνει πιο μικρά βήματα και σέρνει τα πόδια του, ενώ μπορεί να σκοντάφτει συχνά ή να δυσκολεύεται να αρχίσει το περπάτημα.

Όταν η βραδυκινησία προσβάλλει τους μυς του προσώπου, αυτό μπορεί να γίνει ανέκφραστο και να ερμηνευτεί ως κατάθλιψη.

Η βραδυκινησία στη νόσο Πάρκινσον αρχίζει πάντα από τη μία πλευρά του σώματος και στη συνέχεια προσβάλλει και τις δύο πλευρές. Είναι χαρακτηριστικό σύμπτωμα της νόσου και χωρίς αυτό δεν μπορεί να έχει κάποιος Πάρκινσον ακόμα κι αν τρέμει. Μάλιστα το τρέμουλο εμφανίζεται μόνο στο 30% των ασθενών. Αν κάποιος εμφανίσει αργή κίνηση και στα δύο άκρα ή αν αρχίσουν τα τρέμουν και τα δύο χέρια μαζί, δεν πρόκειται για Πάρκινσον.

Η βραδυκινησία οφείλεται σε διαταραχή της λειτουργίας των βασικών γαγγλίων – μίας ομάδας δομών στον εγκέφαλο που είναι υπεύθυνες για τον έλεγχο των κινήσεων. Η επιβράδυνση των κινήσεων αρχίζει όταν τα βασικά γάγγλια δεν επικοινωνούν ικανοποιητικά μεταξύ τους ώστε να στείλουν τα σωστά μηνύματα στους μυς και να κινηθούν συγχρονισμένα.

Οι αργές κινήσεις μπορεί επίσης να είναι και αποτέλεσμα λήψης αντιψυχωσικών φαρμάκων ιδίως παλιάς γενιάς καθώς ο ασθενής μπαίνει σε κατάσταση ηρεμίας και κινείται πιο αργά. Το 20-40% των ασθενών που παίρνουν φάρμακα για ψυχώσεις, όπως είναι η σχιζοφρένεια, εκδηλώνουν μέσα στις πρώτες μέρες από την έναρξη της θεραπείας βραδυκινησία και άλλα συμπτώματα που μοιάζουν με αυτά της νόσου Πάρκινσον αλλά με το πέρασμα του χρόνου ο οργανισμός συνηθίζει τα φάρμακα και τα συμπτώματα υποχωρούν.

Η επιβράδυνση των κινήσεων πολλές φορές εκδηλώνεται απότομα και τρομάζει τον πάσχοντα. Το στρες εντείνεται όταν επηρεάζεται η ισορροπία όταν π.χ. το άτομο δεν μπορεί να κουνάει ελεύθερα τα χέρια του στο περπάτημα ή την εκφραστικότητα όταν π.χ. δεν μπορεί να σηκώσει τα φρύδια του όταν εκπλήσσεται για κάτι.

Η θεραπεία για την αργή κίνηση μπορεί να περιλαμβάνει φάρμακα που εξομαλύνουν την επικοινωνία των νευρικών κυττάρων του εγκεφάλου μεταξύ τους, φυσικοθεραπεία για τη βελτίωση της κινητικότητας ή και ορισμένες παρεμβατικές θεραπείες (π.χ. ηλεκτρική διέγερση του εγκεφάλου με ειδικό «βηματοδότη») στην περίπτωση της νόσου Πάρκινσον.

Δείτε επίσης