Υπάρχουν μέχρι σήμερα ενδείξεις ότι οι άνθρωποι με αυξημένα επίπεδα στρες διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο για παχυσαρκία. Προηγούμενες μελέτες έχουν δείξει ότι σε συνθήκες άγχους και στρες, οδηγούμαστε να καταναλώνουμε πιο παχυντικά φαγητά.
Επιπλέον, μια σχετικά πρόσφατη μελέτη από το Πολιτειακό Πανεπιστήμιο του Οχάιο που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Biological Psychiatry αναφέρει ότι το στρες μπορεί να επιβραδύνει το μεταβολισμό και να οδηγήσει σε αύξηση του σωματικού βάρους ανεβάζοντας τα επίπεδα της ορμόνης ινσουλίνης μετά από ένα γεύμα.
Στη μελέτη συμμετείχαν 58 γυναίκες, ηλικίας 53 ετών, κατά μέσο όρο, και οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι έκαιγαν πολύ λιγότερες θερμίδες όταν βρίσκονταν αντιμέτωπες με στρεσογόνα γεγονότα.
Οι επιστήμονες ζήτησαν από τις γυναίκες να συμπληρώσουν ερωτηματολόγια αξιολόγησης του στρες και στη συνέχεια να καταναλώσουν ένα γεύμα 930 θερμίδων, εκ των οποίων οι 540 θερμίδες προέρχονταν από λιπαρά. Οι συμμετέχουσες είχαν την υποχρέωση να φάνε όλο το γεύμα μέσα σε 20 λεπτά και ο σκοπός της μελέτης ήταν να διαπιστωθεί πόση ώρα χρειάζονταν για να καούν οι θερμίδες.
Οι θερμίδες του γεύματος ήταν συγκρίσιμες με αυτές που λαμβάνει κανείς τρώγοντας βιαστικά σε ένα φαστφουντάδικο.
Μείωση μεταβολικού ρυθμού και αυξημένη ισνουλίνη
Επτά ώρες μετά το γεύμα, όσες γυναίκες είχαν αντιμετωπίσει ένα ή περισσότερα στρεσογόνα γεγονότα στη διάρκεια του τελευταίου 24ωρου, είχαν κάψει 104 θερμίδες λιγότερες από τις γυναίκες που δεν είχαν αντιμετωπίσει στρες.
Οι ερευνητές μέτρησαν το μεταβολικό ρυθμό για 20 λεπτά κάθε ώρα για τις επόμενες επτά ώρες μετά το γεύμα αναλύοντας τον εισπνεόμενο και εκπνεόμενο αέρα και μετρώντας την ποσότητα του του οξυγόνου και του διοξειδίου του άνθρακα. Οι συμμετέχουσες έκαιγαν λιγότερες θερμίδες για πάνω από επτά ώρες μετά το γεύμα, όταν είχαν αντιμετωπίσει ένα στρεσογόνο παράγοντα στη ζωή τους την προηγούμενη μέρα.
Στις περιπτώσεις που παρατηρήθηκε μείωση του μεταβολισμού, υπήρχε αυξημένη παραγωγή ινσουλίνης στα πρώτα 90 λεπτά μετά την κατανάλωση του γεύματος. Η ινσουλίνη ρυθμίζει, μεταξύ άλλων, την αποθήκευση του σωματικού λίπους.
Οι περισσότεροι από τους στρεσογόνους παράγοντες ήταν διαπροσωπικής φύσης: διαφωνίες με συναδέλφους, συζύγους και φίλους, προβλήματα με τα παιδιά και πιέσεις που σχετίζονται με την εργασία.
Σύμφωνα με τους ερευνητές, αν αυτό συμβαίνει σε καθημερινή βάση, μπορεί ένας άνθρωπος να παχύνει ακόμα και κατά 11 κιλά μέσα σε έναν χρόνο, έστω κι αν δεν τρώει υπερβολική ποσότητα φαγητού.
«Η μελέτη μας υποδηλώνει ότι με το πέρασμα του χρόνου το στρες μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση του σωματικού βάρους», δήλωσε η επικεφαλής της μελέτης ΤJan Kiecolt-Glaser, καθηγήτρια Ψυχιατρικής & Ψυχολογίας στο Πολιτειακό Πανεπιστήμιο του Οχάιο.
Και πρόσθεσε: «Γνωρίζουμε από παλαιότερες μελέτες πως όταν κάποιος νιώθει στρες έχει την τάση να διαλέγει λάθος τρόφιμα, αλλά η μελέτη μας δείχνει πως αυτή η κακή επιλογή μπορεί να έχει μεγαλύτερο τίμημα απ’ ό,τι νομίζαμε, διότι το στρες κάνει πιο πιθανό τις επιπλέον θερμίδες να αποθηκευτούν παρά να καούν».
Να σημειωθεί ότι μια άλλη μελέτη, του Πανεπιστημίου της Φλόριντα, που δημοσιεύθηκε το 2016 στο περιοδικό BBA Molecular and Cell Biology of Lipids και αφορούσε ποντίκια, βρήκε ότι το χρόνιο στρες παχαίνει διεγείροντας την παραγωγή μίας πρωτεΐνης που ονομάζεται βητατροφίνη και η οποία μειώνει την ικανότητα του σώματος να προκαλεί λιπόλυση. Η βητατροφίνη καταστέλλει το ένζυμο τριγλυκεριδική λιπάση που διασπά το αποθηκευμένο λίπος.