Η ελκυστικότητα διαδραματίζει κεντρικό ρόλο στην ανθρώπινη μη λεκτική επικοινωνία και έχει εξεταστεί ευρέως σε διάφορα υποπεδία της σύγχρονης ψυχολογίας. Οι ερευνητές έχουν συγκεντρώσει αξιόλογες αποδείξεις για το ρόλο της φυσικής έλξης και του ρόλου της στην καθημερινή μας ζωή, αλλά συχνά αγνοούν τη σημαντική συμβολή των μη οπτικών μορφών. Τα ακουστικά και οσφρητικά ερεθίσματα μπορούν, ξεχωριστά ή σε συνδυασμό, να επηρεάσουν έντονα την αντιληπτή ελκυστικότητα ενός ατόμου και συνεπώς τη στάση και τις ενέργειες απέναντί του.
Μια μετα-ανάλυση βρήκε ότι ένας άνθρωπος γίνεται ελκυστικός όχι μόνο από την εμφάνισή του αλλά και από τη φωνή του καθώς και από τη μυρωδιά του σώματός του. Η μετα-ανάλυση δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Frontiers in Psychology και βασίσθηκε σε 73 προηγούμενες μελέτες που που έγιναν μεταξύ των ετών 1977 και 2017 με θέμα την ελκυστικότητα.
Ερευνητές από το University of Wroclaw, στην Πολωνία βρήκαν πως η μυρωδιά ενός ανθρώπου αποκαλύπτει πολλά χαρακτηριστικά γι’ αυτόν, μεταξύ των οποίων το μέγεθος του σώματός του και το αν είναι συναισθηματικός. Επιπλέον, μερικές μυρωδιές δεν είναι μόνο ευχάριστες αλλά μπορεί να διεγείρουν το ερωτικό ενδιαφέρον, ενώ άλλες είναι απωθητικές και αποθαρρύνουν από τη δημιουργία σχέσης.
Από την άλλη μεριά, η φωνή ενός ατόμου μπορεί να δίνει πληροφορίες για την ηλικία, το πόσο κυριαρχική προσωπικότητα είναι, το αν είναι συνεργάσιμος, τη σωματική δύναμη και την συναισθηματική του κατάσταση, και πιθανώς για τη γονιμότητά του.
Τα ευρήματα υποδηλώνουν ότι «η ελκυστικότητα είναι πολυπαραγοντική και δεν βασίζεται μόνο στα οπτικά ερεθίσματα, αλλά και στα ακουστικά και τα οσφρητικά», δήλωσε η επικεφαλής ερευνήτρια Agata Groyecka, από το Ινστιτούτο Ψυχολογίας του πανεπιστημίου.
Ένα σημαντικό εύρημα ήταν πως όταν η όραση, η οσμή ή ο ήχος αξιολογήθηκαν ταυτόχρονα, το αποτέλεσμα ήταν συνεργιστικό -σε συνδυασμό, παρείχαν περισσότερες πληροφορίες από κάθε μεμονωμένο στοιχείο. Ο συνδυασμός ενός ελκυστικού προσώπου, για παράδειγμα, με μια ελκυστική φωνή ή μυρωδιά, οδήγησε σε μια υψηλότερη συνολική κρίση της ελκυστικότητας.
Ενώ η ανασκόπηση κατέληξε σε ορισμένα ισχυρά συμπεράσματα, απεικόνισε επίσης την επιστήμη της ελκυστικότητας ως εξαιρετικά πολύπλοκη. Οι γυναίκες δείχνουν μια προτίμηση για ένα άμεσο επίπεδο ολικής αρρενωπότητας, αλλά είναι ευέλικτες για το πώς το επιτυγχάνουν. Μπορεί να δέχονται ένα λιγότερο αρρενωπό σώμα στους άντρες που έχουν αρρενωπές φωνές, για παράδειγμα.
Επιπλέον, και τα δύο φύλα βρίσκουν πιο ελκυστικά τα πρόσωπα των ανθρώπων με παρόμοιους γονότυπους αλλά προτιμούν τις οσμές των ατόμων με ανόμοιο γονότυπο, γεγονός που υποδηλώνει ότι προτιμάται κάποιο επίπεδο γενετικής ανομοιότητας.
Αλλά οι προτιμήσεις, επισημαίνουν οι συγγραφείς, μπορούν να αλλάζουν με το χρόνο. Τα οπτικά και φωνητικά χαρακτηριστικά ενός συντρόφου τείνουν να είναι πιο σημαντικά για τα δύο φύλα νωρίς στη σχέση, ενώ η οσμή παίζει σημαντικότερο ρόλο αργότερα, όταν οι σύντροφοι είναι πιο οικείοι. Οι άντρες αποδίδουν μεγαλύτερη αξία στα γυναικεία σώματα και στην εμφάνιση του προσώπου, βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα, ενώ μια τέτοια διαφορά στις γυναίκες είναι λιγότερο εμφανής.
Οι ερευνητές εκτιμούν ότι υπάρχει εξελικτικό πλεονέκτημα στην πολυπαραγοντική φύση της ερωτικής έλξης, διότι σημαίνει ότι μπορεί κανείς να ανιχνεύσει τα θετικά και τα αρνητικά στοιχεία ενός ατόμου τόσο εξ αποστάσεως (μέσω της εμφάνισης και της φωνής), όσο και από κοντά (μέσω της μυρωδιάς), ώστε να μπορέσει τελικά να διαλέξει το ταίρι του.
Πηγή: Attractiveness Is Multimodal: Beauty Is Also in the Nose and Ear of the Beholder.