Το οθωμανικό διοικητήριο των Τρικάλων

Άγνωστες πτυχές ενός σημαντικού διατηρητέου κτιρίου των Τρικάλων, του οθωμανικού διοικητηρίου, φέρνει στο φως ειδική μελέτη του αναπληρωτή καθηγητή στο ΑΠΘ Παναγιώτη Τσολάκη.

Το οθωμανικό διοικητήριο των Τρικάλων είναι από τα σημαντικότερα σωζόμενα του είδους μαζί με αυτά της Θεσσαλονίκης, των Σερρών, της Κομοτηνής, της Μυτιλήνης, της Βέροιας και του Ρεθύμνου.

Το διοικητήριο των Τρικάλων ήταν έδρα του πολιτικο-στρατιωτικού διοικητή, του καϊμακάμη. Μετά την ενσωμάτωση της Θεσσαλίας στο ελληνικό κράτος, στο κτίριο εγκαταστάθηκε αρχικά η Ελληνική Διοίκηση, ενώ από το 1904 αποτέλεσε το διοικητήριο του 5ου Συντάγματος Πεζικού.

Από το 1924 και μέχρι σήμερα στεγάζονται δικαστικές υπηρεσίες. Λόγω της στρατιωτικής λειτουργίας του κτιρίου για πολλά χρόνια, στη μνήμη των κατοίκων έχει μείνει γνωστό ως στρατώνας. Στην πίσω πλευρά του κτιρίου κτίστηκε πρόσφατα νέα πτέρυγα Δικαστηρίων, η οποία επικοινωνεί με το παλιό κτίσμα μέσω ενός γυάλινου διαδρόμου.

Το πολιτικο-στρατιωτικό διοικητήριο, σημειώνει ο κ. Τσολάκης, κτίστηκε σε εκτεταμένη ελεύθερη τότε περιοχή στο ανατολικό τμήμα της πόλης, νότια της συνοικίας Αραπάτικα, πάνω στον παλιό δρόμο προς τη Λάρισα, ο οποίος σήμερα ονομάζεται Ηρώων Αλβανικού Μετώπου. Αν και δεν υπάρχουν μαρτυρίες σχετικά με τον ακριβή χρόνο της ανέγερσης του κτιρίου, από τα μορφολογικά του στοιχεία συμπεραίνεται ότι κτίστηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1860.

Το διοικητήριο της Λάρισας, το οποίο είχε πλούσια νεοκλασικά μορφολογικά στοιχεία και βρισκόταν στη θέση της σημερινής κεντρικής πλατείας της πόλης, γνωρίζουμε ότι κτίστηκε το 1876 από το Ζακυνθινό αρχιτέκτονα Στέλιο Βουκαδόρο και καταστράφηκε το 1905 από πυρκαγιά. Για το διοικητήριο των Τρικάλων δεν γνωρίζουμε δυστυχώς τον αρχιτέκτονα του κτιρίου, διευκρινίζει ο κ. Τσολάκης.

Τα χαρακτηριστικά του διοικητηρίου

Το διοικητικό κτίριο των Τρικάλων αποτελεί ένα επιβλητικό διώροφο, λιθόκτιστο κτίσμα, με διαστάσεις 45,50×22μ. Η κάλυψή του γίνεται με στέγη από κεραμίδια, κάτω από την οποία προεξέχει γείσο. Αρχικά υπήρχαν μπροστά στο κτίριο δυο εκατέρωθεν αυτού εγκάρσια τοποθετημένα ισόγεια κτίσματα στρατιωτικών θαλάμων, τα οποία κατεδαφίστηκαν στη δεκαετία του 1930. Ένα μεσαίο τμήμα της πρόσοψης του κτιρίου, που αντιστοιχεί στο ένα τρίτο του πλάτους της, προεξέχει κατά 2,10 μ. τονίζοντας τον άξονα συμμετρίας.

Στην πίσω πλευρά του, δύο ακριανά τμήματα, πλάτους 8 μ., προεξέχουν κατά 5 μ. κι ένα μεσαίο τμήμα, πλάτους 6,30 μ., προεξέχει κατά 3,50 μ. στη στάθμη του ισογείου, με αποτέλεσμα η κάτοψη να σχηματίζει ένα Ε κεφαλαίο. Η κεντρική είσοδος βρίσκεται στον άξονα της πρόσοψης και φέρει παραστάδες από λαξευτούς λίθους. Το υπέρθυρό της αποτελείται εξωτερικά από σιδερένια μπουτρέλια, ενώ στην εσωτερική πλευρά μετασχηματίζεται σε λίθινο ελαφρώς τοξωτό.

Οι εξωτερικές τοιχοποιίες του κτιρίου, πάχους ενός μέτρου στο ισόγειο, αποτελούνται από ασβεστόκτιστη αργολιθοδομή, ενισχυμένη στις εσωτερικές παρειές με ξύλινα ζωνάρια. Οι λίθοι προέρχονται από λατομεία της περιοχής Παλιόπυργου και είναι ασβεστόλιθοι διαφόρων αποχρώσεων.

Στις γωνίες της πρόσοψης του κτιρίου υπάρχουν παραστάδες πλάτους 35 εκ., οι οποίες σχηματίζονται με λαξευμένους γκριζόχρωμους λίθους, που παρουσιάζονται στις πλάγιες πλευρές ως αγκωνάρια. Οι όροφοι διαχωρίζονται με προεξοχή διαζώματος, από λαξευμένους λίθους ύψους 12 εκ. Η προεξοχή του γείσου της στέγης, που σήμερα αποτελείται από οπλισμένο μπετόν, αρχικά σχηματιζόταν με εκφορικές στρώσεις από σχιστόπλακες.

Χαρακτηριστικό στοιχείο του κτιρίου, σύμφωνα με τον κ. Τσολάκη, αποτελούν τα παράθυρα, τα οποία είναι διατεταγμένα συμμετρικά στην πρόσοψη κι έχουν συνθέτη κατασκευή. Στο πάχος της τοιχοποιίας είναι τοξωτά με διεύρυνση προς το εσωτερικό και στο τμήμα του τόξου, παρουσιάζοντας έτσι “διπλό στρογγύλι”, όπως λένε οι τεχνίτες.

Στην πρόσοψη εμφανίζονται ορθογωνίου σχήματος με πρόσθετα πλαίσια από λαξευμένους γκριζόχρωμους λίθους, πλάτους 18 εκ. Το ημικυκλικό τμήμα πάνω από το μονολιθικό υπέρθυρο των παράθυρων είναι κτισμένο με λιθοδομή μικρού πάχους, σχηματίζοντας τύμπανο.

Πίσω από το υπέρθυρο υπάρχει ξύλινος ελκυστήρας, λίγο ψηλότερα από τη γένεση του τόξου, όπου παρουσιάζονται οι μεγαλύτερες τάσεις. Κατ’ εξαίρεση, τα τρία παράθυρα πάνω από την κεντρική είσοδο εμφανίζονται τοξωτά στην όψη με περιμετρικά λίθινα πλαίσια.

Στη δεκαετία του 1960 έγιναν εκτεταμένες εργασίες ανακαίνισης του κτιρίου, κατά τις οποίες αντικαταστάθηκαν τα ξύλινα πατώματα, η στέγη και το κλιμακοστάσιο από οπλισμένο μπετόν, έγιναν ενοποιήσεις ορισμένων γραφείων, προστέθηκε εξωτερικό προστώο εισόδου και επιχρίστηκαν οι όψεις του. Στις θέσεις από τα πλαίσια των παραθύρων και του διαζώματος σχηματίστηκαν οριζόντιες και κατακόρυφες ταινίες στο επίχρισμα, με αποτέλεσμα τη γενική αλλοίωση της αρχικής μορφής του.

Κατά την πρόσφατη συντήρηση και αποκατάσταση του κτιρίου ενισχύθηκαν οι εξωτερικές τοιχοποιίες με οπλισμό και εκτοξευόμενο μπετόν στην εσωτερική παρειά, αφαιρέθηκαν όλα τα επιχρίσματα των όψεων, ώστε οι λιθοδομές να γίνουν ορατές και καθαιρέθηκε το προστώο εισόδου και ορισμένες πρόχειρες προσθήκες της πίσω πλευράς.

Η τυπολογία της κάτοψης του κτιρίου παρουσιάζει έναν αξονικό προθάλαμο πλάτους 5 μ. και έναν εγκάρσιο κατά μήκος μεσαίο διάδρομο πλάτους 2 μ., οι οποίοι τέμνονται μεταξύ τους σταυροειδώς. Ο διάδρομος φτάνει μέχρι τις πλάγιες όψεις, απ’ όπου και φωτίζεται με μεγάλα παράθυρα.

Το κλιμακοστάσιο ανόδου στον όροφο βρίσκεται στο βάθος του προθαλάμου απέναντι από την είσοδο και αποτελείται από ένα μεσαίο σκέλος που οδηγεί σε ενδιάμεσο πλατύσκαλο, απ’ όπου διακλαδίζεται σε δυο εκατέρωθεν αυτού σκέλη αντίθετης φοράς. Στη διασταύρωση του προθαλάμου με τον εγκάρσιο διάδρομο, οι τέσσερις χώροι των γραφείων έχουν είσοδο στην απότμηση της αντίστοιχης γωνίας τους, ώστε να διευθύνεται το κομβικό αυτό σημείο.

Οι δύο ακριανές προεξοχές της πίσω πλευράς του κτιρίου λειτουργούν στην κάτοψη σχηματίζοντας πτέρυγες, με κάθετους προς τον κεντρικό διαδρόμους. Οι διάδρομοι αυτοί καταλήγουν σε αντίστοιχες εισόδους της πίσω πλευράς. Τα γραφεία διατάσσονται κατά μήκος των διαδρόμων κι έχουν μεγάλες δίφυλλες πόρτες πλάτους 1,40 και ύψους 2,70 μ.

Η ίδια διάταξη ακολουθείται και στον όροφο. Οι κυρίες εσωτερικές τοιχοποιίες αποτελούνται από λιθοδομές, ενώ οι υπόλοιπες είναι κατασκευασμένες με οπτόπλινθους. Αρχικά, το κτίριο διέθετε σε κάθε όροφο 22 ανεξάρτητους χώρους, όπου στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, εκτός από το γραφείο του καϊμακάμη, στεγάζονταν οι στρατιωτικές και πολιτικές αρχές. Το γραφείο του διοικητικού συμβουλίου του καζά βρισκόταν στον σημαντικότερο χώρο του ορόφου, πάνω ακριβώς από τον προθάλαμο της κεντρικής εισόδου.

Κατά την παλαιότερη ανακαίνιση του κτιρίου, εκτός από την αντικατάσταση των ξύλινων πατωμάτων και του κλιμακοστασίου με οπλισμένο μπετόν, ενοποιήθηκαν οι χώροι γραφείων της πίσω πλευράς, ώστε να σχηματιστούν οι αίθουσες Ειρηνοδικείου και Πρωτοδικείου.

Στο δυτικό άκρο του κεντρικού διαδρόμου προστέθηκε βοηθητικό κλιμακοστάσιο ανόδου στον όροφο και κατασκευάστηκαν τουαλέτες στη βορειοανατολική γωνία του, ενώ τοποθετήθηκε και σύστημα κεντρικής θέρμανσης. Κατά την πρόσφατη αποκατάσταση του κτιρίου τοποθετήθηκαν σύγχρονα ξύλινα παράθυρα με διπλά τζάμια, συστήματα κλιματισμού, πυρασφαλείας κ.ά. και τοποθετήθηκε μια πρόσθετη εξωτερική μεταλλική σκάλα κίνδυνου στην ανατολική του πλευρά.

Το πολιτικό-στρατιωτικό διοικητήριο των Τρικάλων αποτελεί ένα σημαντικό κτίσμα, χαρακτηριστικό παράδειγμα αρχιτεκτονικής της εποχής του. Μέσα στο ευρύτερο περιβάλλον της πλατείας όπου βρίσκεται, μαζί με άλλα αξιόλογα παλιά κτίσματα, όπως η λιθόκτιστη Λέσχη Αξιωματικών, σχηματίζουν ένα ενδιαφέρον σύνολο.

Το ίδιο το κτίριο με τις αρμονικές αναλογίες του και τις ενδιαφέρουσες λιθοδομές του αποτελεί αξιόλογο μνημείο για την πόλη, ιδιαίτερα μετά την υποδειγματική συντήρηση και αποκατάσταση του.

Σύμφωνα με απόφαση του Υπουργείου Πολιτισμού, το κτίριο, εκτός από ιστορικό μνημείο- από τα ελάχιστα κτίσματα που σώζονται πριν από την απελευθέρωση της πόλης- αποτελεί και έργο τέχνης, που το χαρακτηρίζει λιτότητα και μνημειακότητα. Για όλους τους παραπάνω λόγους κηρύχθηκε από το 1982 ως διατηρητέο, το οποίο χρήζει ιδιαίτερης προστασίας και ανάδειξης.

Ιστορικά στοιχεία

Σύμφωνα με τον κ. Τσολάκη, τα κτίρια, όπου στεγάζονταν οι οθωμανικές αρχές, γνωστά περισσότερο ως κονάκια της διοικητικής ή γαιοκτητικής πλουτοκρατίας, κτίζονταν ήδη από τους πρώτους αιώνες της τουρκικής κατοχής ως κατοικίες και, παράλληλα, ως κέντρα εξουσίας των τοπικών μπέηδων και αξιωματούχων. Η μορφολογία των κτισμάτων αυτών ακολουθούσε τη γνωστή μας παραδοσιακή αρχιτεκτονική με τα σαχνισιά, τα χαγιάτια, τους ηλιακούς και τον εμπλουτισμένο εσωτερικό διάκοσμο.

Κονάκια, λοιπόν, υπήρχαν σε όλα τα διοικητικά κέντρα της αυτοκρατορίας, αλλά και σε αγροτικές περιοχές, άλλοτε οργανωμένα σε περιτειχισμένα υποστατικά και άλλοτε μοναχικά εποπτεύοντα τα χωράφια ή τα τσιφλικο-χώρια. Σήμερα, ελάχιστα από αυτά διατηρούνται και μόνο από πληροφορίες περιηγητικών χρονικών και ζωγραφικές απεικονίσεις μπορούμε να ανασυνθέτουμε τη μορφή τους.

Μέχρι το 1770, τα Τρίκαλα αποτελούσαν έδρα ομώνυμου σαντζακίου του πασαλικίου των Ιωαννίνων, στο οποίο υπαγόταν ολόκληρη η Θεσσαλία. Στη συνέχεια η αύξηση του πληθυσμού της Λάρισας, οι πιέσεις των τοπικών μπέηδων και, ακόμη, λόγοι στρατιωτικοί και οικονομικοί, συνετέλεσαν στη μεταφορά της έδρας στη Λάρισα, όμως η παλιά ονομασία ως “σαντζάκι Τρικάλων” διατηρήθηκε μέχρι τα τέλη της Τουρκοκρατίας.

Στα χρόνια επικυριαρχίας του Αλή πασά στη Θεσσαλία, τα Τρίκαλα είχαν μία σημαντική οικονομική ανάπτυξη και, παράλληλα, υπήρχε μεγάλη ασφάλεια στις μετακινήσεις των κατοίκων στην ύπαιθρο.

Οι γιοι του Αλή πασά Βελής και Μουχτάρ έκτισαν την περίοδο αυτή στην πόλη δύο εντυπωσιακά σαράγια στις συνοικίες Εσκί Σαράι και Αραπάτικα, λείψανα των οποίων διατηρούνταν μέχρι τα μέσα του 20ού αιώνα.

Στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, το διοικητικό και εμπορικό κέντρο των Τρικάλων βρισκόταν στη θέση της σημερινής κεντρικής πλατείας της πόλης, όπου εκτός από το τζαμί του Τουραχάν μπέη, υπήρχαν ορισμένα διοικητικά κτίσματα, καθώς και τα κονάκια των μπέηδων-τοπαρχών.

Στην περιοχή γίνονταν επίσης τα διάφορα εβδομαδιαία παζάρια και τα ετήσια εμπορικά πανηγύρια. Ο Τουραχάν μπέης θεωρείτο ο κατακτητής της πόλης και το ομώνυμο τζαμί είχε κτιστεί από τον ίδιο ή από τους απογόνους του προς τιμήν του. Καθώς γνωρίζουμε ότι οι Τούρκοι συνήθιζαν να διατηρούν τα διοικητικά κέντρα των πόλεων που κατακτούσαν, είναι πολύ πιθανό η περιοχή της κεντρικής πλατείας να αποτελούσε από τη βυζαντινή εποχή το εμπορικό κέντρο της πόλης.

Το β’ μισό του 19ου αιώνα υπήρξε περίοδος ακμής για τις τουρκοκρατούμενες περιοχές της Κεντρικής και Βόρειας Ελλάδας. Η ίδρυση αφενός τον Νεοελληνικού Κράτους και αφετέρου οι Μεταρρυθμίσεις των Τανζιμάτ, με τα διατάγματα Χάττι σερίφ του 1839 και Χάττι χουμαγιούν του 1856 συνετέλεσαν σημαντικά στην οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη των Ελλήνων, ώστε να γίνει ορατή πλέον η υπεροχή τους έναντι των Τούρκων.

Ο ρωσο-τουρκικός πόλεμος του 1878 είχε ως συνέπεια να οδηγηθεί η Οθωμανική αυτοκρατορία στη συνθήκη του Αγίου Στεφάνου και στο συνέδριο του Βερολίνου, όπου αποφασίστηκε και η ενσωμάτωση της Θεσσαλίας και τμήματος της Ηπείρου στην Ελλάδα.

Για τον ακριβή προσδιορισμό των συνόρων συστάθηκε επιτροπή, η οποία συνεδρίασε στην Πρέβεζα και καθόρισε τα γνωστά ως “σύνορα της Μελούνας”. Σύμφωνα με τις αποφάσεις της επιτροπής οι Τούρκοι αποχώρησαν από τα Τρίκαλα την Κυριακή 23 Αυγούστου του 1881 και τη διοίκηση της πόλης ανέλαβαν οι ελληνικές αρχές.

Μετά τον νόμο “περί βιλαετίων” του 1867, τα Τρίκαλα αποτέλεσαν έδρα καζά του σαντζακίου της Λάρισας, ενώ λειτούργησαν και δημοτικές αρχές που ασχολούνταν με τα θέματα της πόλης. Για τη συντήρηση και την καθαριότητα των δρόμων οι αρχές θεώρησαν υπεύθυνους τους περιοίκους. Πολιτικό-στρατιωτικός διοικητής ήταν ο καϊμακάμης, ο οποίος διοριζόταν από τα Γιάννενα, έδρα ολόκληρου του βιλαετίου. Τελευταίος Τούρκος δήμαρχος της πόλης ήταν ο Τεμήρ Καρδής μπέης, ο οποίος διατηρούσε φιλικές σχέσεις με τους Έλληνες προύχοντες.

Οι Τούρκοι, από τα μέσα του 19ου αιώνα, είχαν αρχίσει να κτίζουν σύγχρονα διοικητικά κτίσματα, με ισχυρές λιθόκτιστες τοιχοποιίες και μορφολογικά στοιχεία νεοκλασικής ή εκλεκτικιστικής αρχιτεκτονικής. Στα κτίρια αυτά περιλαμβάνονταν, τελωνεία, στρατώνες, ταχυδρομικοί και τηλεγραφικοί σταθμοί, υποκαταστήματα γεωργικής τράπεζας, αστυνομικοί σταθμοί, φυλακές, αλλά και διοικητήρια. Τα διοικητήρια, λόγω της σημαντικής λειτουργίας τους, χτιζόταν συνήθως σε κεντρική θέση και ξεχώριζαν από μακριά.

“Σε μελέτη που πραγματοποιήσαμε πριν από μερικά χρόνια καταγράψαμε” τονίζει ο κ. Τσολάκης “περισσότερα από 35 οθωμανικά διοικητήρια στον ελλαδικό χώρο, από τα Χανιά μέχρι τη Φλώρινα και την Αλεξανδρούπολη, από τα οποία 20 διατηρούνται μέχρι σήμερα και λειτουργούν ως Νομαρχίες, Δικαστήρια κ.ά., ενώ τα υπόλοιπα γκρεμίστηκαν από διάφορες αιτίες. Οι πόροι για την ανέγερση των διοικητηρίων συγκεντρώνονταν από ειδικές φορολογίες, ενώ υπήρχε και υποχρεωτική εργασία των κατοίκων με τη μορφή αγγαρείας”.

Όλα τα παραπάνω στοιχεία της μελέτης του κ. Τσολάκη δημοσιεύτηκαν και σε τόμο του επιστημονικού περιοδικού “ΤΡΙΚΑΛΙΝΑ” που εκδίδει ο Φ.Ι.ΛΟ.Σ. Τρικάλων.

Δείτε επίσης