Πέραν του γενικού ρόλο που παίζει το μητρικό γάλα, υπάρχουν λίγες μελέτες σχετικά με το ακριβές περιεχόμενό του και πώς αυτό διαφέρει από τη μία τη γέννηση μέχρι την επόμενη ή ακόμα και κατά τη διάρκεια της ανάπτυξης ενός μωρού.
Αυτή η έρευνα για κάποιο περίεργο λόγο δεν έχει διεξαχθεί για το ανθρώπινο μητρικό γάλα. Εμπόδιο ενδεχομένως να υπήρξε η προκατάληψη σχετικά με τα κορεσμένα λιπαρά τα οποία για χρόνια κατηγορούνται ως αιτία καρδιακών προσβολών – το μητρικό γάλα περιέχει σημαντικό ποσοστό κορεσμένων λιπαρών.
Αρσενικό και θηλυκό μητρικό γάλα
Υπάρχει ο μύθος ότι το μητρικό γάλα είναι αρκετά τυποποιημένο αλλά η έρευνα δείχνει ότι αυτό δεν είναι αλήθεια, τουλάχιστον στους πιθήκους και τις αγελάδες. Φαίνεται ότι οι μητέρες αυτών των ζώων (ενδεχομένως και άλλων ζώων συμπεριλαμβανομένων και των ανθρώπων) προσαρμόζουν το γάλα τους ανάλογα με το αν έχουν γεννήσει αγόρι ή κορίτσι.
Αναλύσεις στο μητρικό γάλα πιθήκων δείχνουν ότι τα επίπεδα λιπαρών, πρωτεϊνών, βιταμινών, υδατανθράκων, μεταλλικών στοιχείων και ορμονών διαφέρουν σε μεγάλο βαθμό από μητέρα σε μητέρα. Ωστόσο υπάρχουν στοιχεία που μαρτυρούν ότι το μητρικό γάλα που προορίζεται για τα κορίτσια είναι διαφορετικό από εκείνο που προορίζεται για τα αγόρια. Οι διαφορές αυτές έχουν επίδραση στην ανάπτυξη του παιδιού αλλά και στη συμπεριφορά του – κάτι που μπορεί να επηρεάσει τη μετέπειτα ζωή του.
Μιλώντας στο συνέδριο της Αμερικανικής Ενωσης για την Πρόοδο της Επιστήμης στο Σικάγο, η Κέιτι Χάιντ, εξελικτική βιολόγος στο Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ, περιέγραψε τις μελέτες της σε πιθήκους ρέζους μακάκους οι οποίες έδειξαν ότι οι μητέρες παράγουν γάλα με 35% περισσότερα λιπαρά και πρωτεΐνες για τα αρσενικά μωρά τους – μάλιστα το γάλα που παράγουν είναι ακόμη πιο πλούσιο στην πρώτη του γέννα.
Όταν όμως οι μητέρες τάιζαν τα θηλυκά μωρά τους, το γάλα είχε λιγότερα λιπαρά και περισσότερο ασβέστιο, πιθανότατα για να αναπτυχθεί ταχύτερα ο σκελετός τους. Συνολικά οι μητέρες παρήγαγαν περισσότερο γάλα για τα θηλυκά και έτσι καθ’ όλη τη διάρκεια του θηλασμού τα θηλυκά λάμβαναν την ίδια ποσότητα λιπαρών με τα αρσενικά. Από την άλλη μεριά, οι αγελάδες που γεννούν θηλυκά μωρά παράγουν περίπου 1,6% περισσότερο γάλα από αυτές που γεννούν αρσενικά μωρά.
«Η συνταγή του γάλακτος για τα αγόρια και τα κορίτσια φαίνεται να είναι διαφορετική και η διαφορά αυτή μπορεί να είναι ακόμη μεγαλύτερη ανάλογα με τη φάση της αναπαραγωγικής ζωής της μητέρας», είπε η Χάιντ και πρόσθεσε: «Τα αγόρια και τα κορίτσια έχουν διαφορετικές αναπτυξιακές πορείες, έτσι αν δεν λάβουν τα θρεπετικά στοιχεία που χρειάζονται, η ανάπτυξή τους δεν είναι η σωστή».
Η κορτιζόλη
Σε μια άλλη μελέτη η Χάιντ μέτρησε το επίπεδο της κορτιζόλης, της λεγόμενης ορμόνης του στρες στο αίμα μητέρων μακάκων και διερεύνησε πώς αυτό επιδρά στη συμπεριφορά των βρεφών τους.
Προηγούμενες μελέτες σε ανθρώπους είχαν δείξει ότι το μητρικό γάλα με υψηλότερες συγκεντρώσεις κορτιζόλης κάνει τα κοριτσάκια πιο ευερέθιστα. Στη μελέτη της, η Χάιντ μέτρησε τα επίπεδα κορτιζόλης στο μητρικό γάλα που λάμβαναν 108 μωρά πιθήκων στην ηλικία του ενός μήνα και ξανά όταν τα μωρά ήταν ηλικίας τριών ή τεσσάρων μηνών.
Εντόπισε ορισμένες λεπτές αλλά σημαντικές διαφορές. Τα θηλυκά μωρά ήταν πιο νευρικά όταν η κορτιζόλη ήταν σε υψηλά επίπεδα κατά την πρώτη περίοδο θηλασμού. Τα αρσενικά πάλι είχαν πιο νευρική συμπεριφορά όταν τα επίπεδα της κορτιζόλης στο μητρικό γάλα αυξάνονταν με την πάροδο του χρόνου.
Το βρεφικό γάλα του εμπορίου
Τα ευρήματα έχουν οδηγήσει τη Χάιντ να υποστηρίξει ότι το βρεφικό γάλα του εμπορίου που προορίζεται για τα μωρά θα πρέπει να βγαίνει σε… γαλάζια και ροζ εκδοχή ώστε να ικανοποιεί τις διαφορετικές ανάγκες αγοριών και κοριτσιών.
«Εχουμε σοβαρούς λόγους να είμαστε σκεπτικοί σχετικά με το ένα βρεφικό γάλα για όλα τα μωρά», λέει η Κέιτι Χάιντ. «Πιστεύουμε ότι είναι σημαντικό να υπάρχουν διαφορετικά αποσμητικά για τους άνδρες και τις γυναίκες -το οποίο δεν είναι- αλλά δεν προσεγγίζουμε με τον ίδιο τρόπο το βρεφικό γάλα του εμπορίου. Ωστόσο τα αγόρια και τα κορίτσια έχουν διαφορετικές αναπτυξιακές προτεραιότητες», λέει η ερευνήτρια.
Σύμφωνα με την Χάιντ, απαιτούνται περισσότερες μελέτες προκειμένου να κατανοηθεί σε βάθος πως οι διαφορές του μητρικού γάλακτος επιδρούν στον αρσενικό και τον θηλυκό οργανισμό.