Σε γενικές γραμμές, τα προβλήματα με την κένωση της ουροδόχου κύστης μπορεί να χωριστούν σε δύο ομάδες. Αν ο κυστικός μυς είναι εξασθενημένος ή δεν συσπάται όπως θα έπρεπε, τότε η κύστη δεν θα κενωθεί σωστά. Αν ο αυχένας της κύστης δεν μπορεί να χαλαρώσει ή έχει υποστεί τραυματισμό, θα είναι δύσκολο για τον μυ της κύστης να αποβάλει τα ούρα. Και στις δύο περιπτώσεις, η ουροδόχος κύστη μπορεί να μην κενωθεί εντελώς. Τα προβλήματα αυτά ενδέχεται να εμφανιστούν μεμονωμένα ή σε συνδυασμό.
Μία από τις πιο συνηθισμένες παθήσεις που συνοδεύεται από δυσκολία στην κένωση της κύστης στις γυναίκες είναι η υποτροπιάζουσα κυστίτιδα, καθώς αυτή μειώνει τους φυσιολογικούς μηχανισμούς προστασίας ενάντια στη λοίμωξη της ουροδόχου κύστης. Τα βακτήρια απομακρύνονται συνήθως από την ουροδόχο κύστη και την περιοχή έξω από την ουρήθρα κατά τη διάρκεια της ούρησης. Αν η κύστη δεν κενωθεί σωστά, τα βακτήρια θα παραμείνουν εκεί για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα και θα έχουν, κατά συνέπεια, περισσότερες πιθανότητες να προκαλέσουν λοίμωξη.
ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΑ
Τα συμπτώματα περιλαμβάνουν το αίσθημα πόνου κατά τη διάρκεια της ούρησης, τη δυσκολία στην ολοκληρωτική κένωση της κύστης (ένα σύμπτωμα που σχετίζεται συχνά με τα προβλήματα του προστάτη στους άνδρες) και την ακούσια διαφυγή ούρων.
Καθυστέρηση στην έναρξη. Πρόκειται για ένα σύμπτωμα κατά το οποίο υπάρχει επιθυμία για ούρηση, αλλά παρατηρείται καθυστέρηση ανάμεσα στην έναρξη της ούρησης και τη διέλευση των ούρων. Σε ακραίες περιπτώσεις οδηγεί σε στραγγουρία, δηλαδή επώδυνη και περιορισμένη ούρηση. Αυτό είναι πιο συχνό στους άνδρες και σχετίζεται με τον προστατισμό, μία ανδρική διαταραχή.
Έπειξη και συχνουρία. Αν η κύστη δεν κενωθεί σωστά ο διαθέσιμος χώρος μειώνεται, και αυτό μπορεί στη συνέχεια να οδηγήσει σε συχνουρία και νυκτουρία (το να σηκώνεται κάποιος τη νύχτα πιο συχνά από όσο συνήθως για να ουρήσει). Μπορεί, επίσης, να προκληθεί επιτακτική ούρηση, ένα είδος ακράτειας ούρων.
Κατακράτηση ούρων. Η κατακράτηση είναι μία πάθηση, κατά την οποία η ουροδόχος κύστη δεν μπορεί να κενωθεί. Αν αυτό παρουσιαστεί αιφνίδια, είναι συνήθως ιδιαίτερα επώδυνο και απαιτεί άμεση δράση, ώστε να προληφθεί η βλάβη της ουροδόχου κύστης λόγω της παρατεταμένης υπερπλήρωσης.
Μπορεί επίσης να παρουσιαστεί χρόνια κατακράτηση, η οποία είναι συνήθως σχετικά ανώδυνη. Η κατακράτηση εκδηλώνεται διότι η έξοδος της κύστης αποφράσσεται λόγω, για παράδειγμα, ενός ινομυώματος που πιέζει την ουρήθρα ή διότι η κύστη είναι ανίκανη να παράγει αρκετή μυϊκή δύναμη, ώστε να καταστήσει δυνατή την κένωση.
Το πρώτο μέρος της θεραπείας συνίσταται στην κένωση της κύστης με τη βοήθεια ενός καθετήρα. Όταν γίνει αυτό, ο γιατρός μπορεί να προγραμματίσει να γίνουν εξετάσεις για να εντοπιστούν οι συνέπειες της κατακράτησης – για παράδειγμα, ένα υπερηχογράφημα που θα εντοπίσει τυχόν λιπώματα που πιέζουν την κύστη και μία εξέταση αίματος που θα ελέγξει αν έχουν υποστεί βλάβη οι νεφροί από την πίεση που ασκούσε επάνω τους η γεμάτη κύστη. Μια άλλη μέθοδος, που μπορεί να χρησιμοποιηθεί, είναι ο ουροδυναμικός έλεγχος.
Ακράτεια ούρων από υπερπλήρωση. Όταν η ουροδόχος κύστη αδυνατεί να κενωθεί, η πίεση στο εσωτερικό της θα αυξηθεί τελικά τόσο πολύ, που τα ούρα «υπερχειλίζουν». Αυτό είναι γνωστό ως ακράτεια από υπερπλήρωση και αποτελεί μία μορφή μη οξείας κατακράτησης. Μπορεί να σημειώνεται σχεδόν συνεχής διαφυγή ούρων (σταγονοειδής ακράτεια).
Αυτό το είδος προβλήματος εμφανίζεται κατά κύριο λόγο στους άνδρες που αντιμετωπίζουν προβλήματα με τον προστάτη, αλλά μπορεί να εμφανιστεί και στις γυναίκες, ιδιαίτερα αν ασκείται πίεση στην κύστη από κάποιο μεγάλο μητρικό ινομύωμα. Η ακράτεια ούρων από υπερπλήρωση ενδέχεται επίσης να εκδηλωθεί σε συνδυασμό με άλλα ιατρικά προβλήματα όπως η σκλήρυνση κατά πλάκας, στην οποία χάνεται ο συντονισμός της κύστης. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις, η κύστη συσπάται προκειμένου να κενωθεί, αλλά ταυτόχρονα συσπάται και ο ουρηθρικός σφιγκτήρας, ώστε να εμποδίσει την κένωση της κύστης. Η σταγονοειδής ακράτεια μπορεί επίσης να προκληθεί από συρίγγια.
Πόνος στην ουροδόχο κύστη. Ο πόνος στην κύστη, λόγω δυσκολίας στην κένωση, συνίσταται συνήθως σε μία έντονη επιθυμία για ούρηση, που καλείται έπειξη. Ο πόνος εστιάζεται συνήθως ακριβώς πάνω από το πυελικό οστό. Συχνά, αυτή η έντονη έπειξη σχετίζεται με λοιμώξεις. Συνήθως, ωστόσο, οι λοιμώξεις προκαλούν έντονο πόνο και κατά τη διάρκεια της ούρησης. Στις σοβαρές περιπτώσεις μπορεί να παραμείνει ένας ελαφρύς πόνος ακόμα και μετά την ούρηση.
ΑΙΤΙΑ ΤΩΝ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΩΝ ΟΥΡΗΣΗΣ
Υπάρχουν πολλές αιτία για τους οποίους εκδηλώνει ένα άτομο προβλήματα ούρησης, περιλαμβανομένων των φαρμάκων, της βλάβης των νεύρων, του τοκετού, των ινομυωμάτων ή της χειρουργικής επέμβασης στην πύελο.
Φάρμακα. Ορισμένα φάρμακα, όπως τα αντικαταθλιπτικά χάπια, μπορεί να καταστείλουν την ικανότητα της κύστης να συσπάται. Αν η λειτουργία της ουροδόχου κύστης είναι, ούτως ή άλλως, σχετικά εξασθενημένη, αυτό μπορεί να ανατρέψει την ισορροπία μεταξύ της ικανότητας για κένωση και αυτής για συγκράτηση.
Βλάβη των νεύρων. Η βλάβη στα νεύρα που τροφοδοτούν την κύστη πιθανόν να αλλοιώσει την ικανότητα του μυός της κύστης να συσπάται, κατά συνέπεια, ένα χρόνιο η σοβαρό ορθοπεδικό πρόβλημα στη μέση (π.χ. μία μετατόπιση σπονδύλου) μπορεί να προκαλέσει προβλήματα.
)
Τοκετός. Ο τοκετός ενδέχεται να προκαλέσει κατακράτηση ούρων, ιδιαίτερα ύστερα από επισκληρίδιο αναισθησία, η οποία μειώνει τη λειτουργία των νεύρων της κύστης. Στις γυναίκες που υποβάλλονται σε επισκληρίδιο αναισθησία πρέπει να χρησιμοποιείται ένας καθετήρας, ώστε να προστατεύεται η κύστη έως ότου επανέλθει η φυσιολογική αίσθηση (περίπου σε 12 ώρες).
Αυξημένος κίνδυνος υπάρχει επίσης και ύστερα από τοκετό με εμβρυουλκία ή όταν σημειώνεται τραυματισμός στο περίνεο και στον κόλπο, που μπορεί να κάνουν την ούρηση επώδυνη και τη γυναίκα να αποφεύγει την κένωση, με αποτέλεσμα να μη μπορεί τελικά να ουρήσει.
Ινομυώματα. Τα ινομυώματα είναι ένα σύνηθες γυναικολογικό αίτιο εκδήλωσης δυσκολίας στην κένωση της ουροδόχου κύστης. Τα ινομυώματα είναι καλοήθεις όγκοι που αναπτύσσονται στη μήτρα. Αν οδηγήσουν σε εξωτερική απόφραξη του αυχένα της κύστης, η κένωση της κύστης γίνεται ολοένα και πιο δύσκολη. Καθώς τα ινομυώματα μεγαλώνουν, το πρόβλημα εντείνεται και, τελικά, σημειώνεται κατακράτηση ούρων. Οποιοσδήποτε άλλος όγκος ή μάζα ασκεί πίεση στην πύελο (λόγω δυσκοιλιότητας, για παράδειγμα) μπορεί να προκαλέσει παρόμοια προβλήματα.
Χειρουργική επέμβαση. Ένα από τα πλέον συνήθη αίτια προσωρινών δυσκολιών στην κένωση κατά την ούρηση είναι η χειρουργική επέμβαση στην πύελο και ιδιαίτερα η χειρουργική επέμβαση για την ακράτεια. Όταν ο τράχηλος της κύστης ανορθώνεται, εκδηλώνεται πάντα κάποια απόφραξη. Αν η πίεση από τη σύσπαση του μυός της πυέλου δεν μπορεί να την υπερνικήσει, τότε θα παρουσιαστεί δυσκολία στην κένωση της κύστης. Οι περισσότερες γυναίκες που έχουν υποβληθεί σε κολποανάρτηση, για παράδειγμα, διαπιστώνουν ότι ουρούν με πιο αργό ρυθμό μετά τη χειρουργική επέμβαση.
Οι μετεγχειρητικές δυσκολίες στην κένωση της κύστης μπορεί να διαχωριστούν σε βραχυχρόνια και σε μακροχρόνια προβλήματα. Περίπου το 20% των γυναικών αντιμετωπίζουν κάποια δυσκολία μικρού βαθμού στην ούρηση, η οποία υποχωρεί με την κατάλληλη χρήση του καθετήρα. Από αυτές, περίπου το 1% θα αντιμετωπίσει προβλήματα που απαιτούν μακροχρόνια θεραπεία. Ο πιο αποτελεσματικός τρόπος αντιμετώπισης του προβλήματος είναι ο αυτοκαθετηριασμός, που επιτρέπει στη γυναίκα να ελέγχει τα συμπτώματα της και να διάγει μία φυσιολογική ζωή.
Στενώσεις της ουρήθρας. Η στένωση της ουρήθρας είναι, σήμερα, σχετικά ασυνήθης στις γυναίκες. Μπορεί να εμφανισθεί αν κάποιος τραυματισμός ή κάποια λοίμωξη προκαλέσουν βλάβη στα τοιχώματα της ουρήθρας, τα οποία στη συνέχεια επουλώνονται αφήνοντας ουλές. Οι στενώσεις προκαλούν δυσκολίες στην κένωση μειώνοντας το μέγεθος της ουρήθρας και δημιουργώντας, γι’ αυτόν τον λόγο, απόφραξη στη ροή των ούρων. Οι στενώσεις της ουρήθρας απαιτούν χειρουργική επέμβαση για τη δια¬στολή ή την τομή της στένωσης, αλλά η κατάσταση πρέπει να αξιολογηθεί προσεκτικά πριν από τη θεραπεία, ώστε να καταστεί βέβαιο ότι δεν υπάρχουν άλλα προβλήματα και ότι η θεραπεία δεν θα προκαλέσει και άλλη βλάβη στην ουρήθρα.
Πρόπτωση. Η πρόπτωση μπορεί να προκαλέσει προβλήματα με την κένωση της κύστης συστρέφοντας και κατά, συνέπεια, αποφράσσοντας την ουρήθρα- είναι σαν να συστρέφει κάποιος έναν σωλήνα νερού για να σταματήσει τη ροή. Η διόρθωση της πρόπτωσης επαναφέρει τον αυχένα της κύστης στη φυσιολογική του θέση και επιτρέπει τη φυσιολογική κένωση. Συχνά, η πρόπτωση και η ακράτεια συνυπάρχουν, διότι η βλάβη που προκαλεί την πρόπτωση οδηγεί και σε ακράτεια ούρων από προσπάθεια.
Εξασθενημένος εξωστήρας μυς. Ο εξωστήρας μυς εξασθενεί με την ηλικία και συσπάται λιγότερο αποτελεσματικά. Επιπλέον, τα τοιχώματα της κύστης γίνονται πιο δύσκαμπτα. Γι’ αυτό, η κύστη λειτουργεί λιγότερο καλά. Πρόκειται για φυσιολογικές συνέπειες της γήρανσης και είναι ο λόγος για τον οποίο τα ηλικιωμένα άτομα χρειάζονται περισσότερο χρόνο για να κενώσουν την κύστη τους και επισκέπτονται την τουαλέτα συχνότερα. Ορισμένες φορές τα νεύρα της κύστης παύουν να λειτουργούν σωστά, κάτι που κάνει τον εξωστήρα μυ να μη συσπάται όπως θα έπρεπε. Βλάβη των νεύρων της κύστης μπορεί να εμφανιστεί ύστερα από κατακράτηση των ούρων ή λόγω διαβήτη, σκλήρυνσης κατά πλάκας ή εγκεφαλικού επεισοδίου. Αυτό ενδέχεται να μην προκαλέσει από μόνο του πρόβλημα, διότι μέρος της κένωσης είναι και η χαλάρωση του πυελικού εδάφους, που μπορεί να είναι αρκετή από μόνη της για να καταστεί δυνατή η ούρηση. Συνήθως, ωστόσο, οι γυναίκες αναγκάζονται να καταβάλουν προσπάθεια προκειμένου να ουρήσουν.
ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΕΛΕΓΧΟΙ
Οι δυσκολίες στην κένωση της ουροδόχου κύστης απαιτούν διεξοδική εξέταση με ουροδυναμικό έλεγχο. Αν παρατηρείται πόνος στην οσφυϊκή χώρα ή έχουν εκδηλωθεί σοβαρές λοιμώξεις των νεφρών, τότε θα πραγματοποιηθούν εξετάσεις για να επιβεβαιωθεί ότι η ροή των ούρων στον ουρητήρα δεν ακολουθεί ανάστροφη πορεία (από την κύστη προς τα νεφραά). Επιπλέον, μπορεί να πραγματοποιηθεί μία εξέταση για τον έλεγχο της πίεσης στην ουρήθρα, η οποία ονομάζεται διάγραμμα ουρηθρικών πιέσεων. Αν υπάρχει οποιαδήποτε αμφιβολία ή ιστορικό λοιμώξ¬ων, τότε ενδέχεται να πραγματοποιηθεί κυστεοσκόπηση. Η εξέταση αυτή επιτρέπει στον γιατρό να επιθεωρήσει το εσωτερικό μέρος της κύστης μέσω ενός τηλεσκοπίου. Πραγματοποιείται συνήθως με ολική αναισθησία και επιτρέπει τη Ι δειγματοληψία ιστών από την κύστη για βιοψία.
ΠΙΘΑΝΕΣ ΘΕΡΑΠΕΙΕΣ
Συχνά, η κάποια δυσκολία στην κένωση μπορεί να αντιμετωπιστεί με απλές συμβουλές. Όταν κάθεστε στην τουαλέτα, βεβαιωθείτε ότι έχετε τα πόδια σας ανοιχτά και όχι ενωμένα. Το να σκύψετε μπροστά ή ακόμα και να ανασηκωθείτε ελάχιστα μπορεί να αλλάξει τη γωνία του αυχένα της κύστης και να διευκολύνει την ούρηση. Χρήσιμο μπορεί να αποδειχθεί επίσης το να περιμένετε δύο λεπτά μετά την αρχική ούρηση και στη συνέχεια να προσπαθήσετε πάλι. Αυτό είναι γνωστό ως τεχνική διπλής ούρησης.
Τα πιο σοβαρά συμπτώματα πιθανόν να χρειαστούν πραγματική θεραπεία. Υπάρχουν τρεις διαφορετικές προσεγγίσεις στη θεραπεία των δυσκολιών στην κένωση:
Προσπάθεια για αύξηση της ισχύος των συσπάσεων της κύστης. Μπορεί να επιτευχθεί, σε ορισμένες περιπτώσεις, με τη χρήση ενός φαρμάκου που ονομάζεται βηθανεχόλη και το οποίο διεγείρει τις νευρικές ίνες που ελέγχουν τη σύσπαση του κυστικού μυός. Η μέθοδος αυτή μπορεί να είναι αποτελεσματική, εφόσον δεν υπάρχουν ενδείξεις απόφραξης στον αυχένα της κύστης ή στην ουρήθρα.
Προσπάθεια για μείωση της απόφραξης στη ροή. Η μέθοδος αυτή χρησιμοποιείται όταν η ουρήθρα είναι αποφραγμένη σε κάποιο συγκεκριμένο σημείο ή όταν η εξέταση που αναφέραμε πιο πάνω έχει δείξει ότι υπάρχει στένωση.
Χρήση καθετήρα. Είναι, πιθανότατα, η πιο συνήθης μορφή θεραπείας. Ο καθετήρας μπορεί είτε να χρησιμοποιείται περιστασιακά είτε να παραμείνει στη θέση του για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Ο περιστασιακός αυτοκαθετηριασμός είναι η καλύτερη επιλογή, όταν διδάσκεται σωστά σε ένα υγιές άτομο με φυσιολογική επιδεξιότητα. Σας δίνει την ευκαιρία να ελέγχετε τα συμπτώματα σας χωρίς περισσότερο κόπο από αυτόν που απαιτείται για την αλλαγή ενός ταμπόν.
ΚΑΘΕΤΗΡΙΑΣΜΟΣ
Ο καθετήρας είναι ένας μαλακός, εύκαμπτος σωλήνας, λεπτότερος από μολύβι, με στρογγυλεμένη άκρη. Όταν εισάγεται μέσω της ουρήθρας στην κύστη, επιτρέπει τη ροή των ούρων χωρίς καμία μυϊκή προσπάθεια. Παρ’ όλο που, αρχικά, η σκέψη του καθετηριασμού προκαλεί αναστάτωση στις περισσότερες γυναίκες, όταν μαθαίνουν την τεχνική και αποκτούν εμπιστοσύνη στον εαυτό τους διαπιστώνουν ότι είναι πολύ πιο εύκολος από όσο φαντάζονταν.
Η τεχνική του καθετηριασμού προϋποθέτει την απόκτηση κάποιων βασικών γνώσεων γύρω από την ανατομία της πυέλου και τον εντοπισμό της θέσης της ουρήθρας. Αρχικά, μπορεί να χρειαστεί να χρησιμοποιηθεί κάποιος καθρέφτης, αλλά με τον καιρό οι περισσότερες γυναίκες παύουν να τον έχουν ανάγκη.
Με την κατάλληλη εξάσκηση, η εισαγωγή του καθετήρα μέσω της ουρήθρας συνήθως δεν είναι επώδυνη. Η συχνότητα με την οποία θα πρέπει να χρησιμοποιείτε τον καθετήρα εξαρτάται από τον τρόπο λειτουργίας της κύστης σας. Αν ο καθετήρας πρόκειται να αφεθεί στη θέση του μακροπρόθεσμα, θα κρατηθεί με τη βοήθεια ενός φουσκωμένου μπαλονιού μέσα στην ουροδόχο κύστη.