Είναι γνωστό ότι τα αντιβιοτικά καταπολεμούν τις βακτηριακές λοιμώξεις, αλλά η συχνή χρήση τους αναπτύσσει ανθεκτικά στα αντιβιοτικά βακτήρια. Επίσης τα αντιβιοτικά εξολοθρεύουν τα ευεργετικά βακτήρια του μικροβιώματος του εντέρου τα οποία είναι πολύτιμα για την ισορροπία ολόκληρου του οργανισμού.
Τα ανθεκτικά στα αντιβιοτικά βακτήρια είναι ένα παγκόσμιο και αυξανόμενο πρόβλημα στην υγειονομική περίθαλψη. Προκειμένου να αποφευχθεί η περαιτέρω ανάπτυξη της αντίστασης, οι επιστήμονες θέλουν να κατανοήσουν πώς δημιουργείται.
Τώρα, δύο μελέτες ανακάλυψαν ότι τα αντιβιοτικά μπορούν να προκαλέσουν ανθεκτικά μικρόβια ακόμα και μικρή δοσολογία ενώ το 27% του συνόλου των φαρμάκων που καταναλώνουμε επηρεάζουν το εντερικό μικροβίωμα.
Οι χαμηλές συγκεντρώσεις αντιβιοτικών
Νέα έρευνα από το Πανεπιστήμιο της Ουψάλα δείχνει ότι ακόμα και χαμηλές συγκεντρώσεις αντιβιοτικών μπορεί να προκαλέσουν υψηλή αντοχή των βακτηρίων στα αντιβιοτικά. Στην μελέτη, που δημοσιεύθηκε στο Nature Communications, οι ερευνητές διερεύνησαν πώς η παρατεταμένη έκθεση σε χαμηλά επίπεδα αντιβιοτικών συμβάλλει στην ανάπτυξη της βακτηριακής αντοχής.
Κατά τη διάρκεια της λήψης αντιβιοτικών, ένα μεγάλο ποσοστό της δόσης τους απεκκρίνεται στα ούρα σε αμετάβλητη ενεργό μορφή και μπορεί στη συνέχεια να εξαπλωθεί σε υδάτινες πηγές, λίμνες και λύματα. Κατά συνέπεια, αυτά τα περιβάλλοντα ενδέχεται να περιέχουν χαμηλά επίπεδα αντιβιοτικών.
Επίσης, σε ορισμένα μέρη του κόσμου, μεγάλες ποσότητες αντιβιοτικών χρησιμοποιούνται στην παραγωγή κρέατος και στις ιχθυοκαλλιέργειες, όπου προστίθενται μικρές δόσεις αντιβιοτικών στις ζωοτροφές για να αναπτυχθούν τα ζώα ταχύτερα. Αυτό σημαίνει ότι τα βακτήρια στα έντερά τους εκτίθενται σε χαμηλά επίπεδα αντιβιοτικών για μεγάλες χρονικές περιόδους και αυτά τα βακτήρια, που γίνονται πιο ανθεκτικά, μπορούν στη συνέχεια να μολύνουν τους ανθρώπους μέσω π.χ. των τροφίμων.
Στη μελέτη τους, οι ερευνητές έδειξαν ότι με την πάροδο του χρόνου, τα βακτήρια που εκτέθηκαν σε χαμηλές δόσεις αντιβιοτικών ανέπτυξαν υψηλή ανθεκτικότητα.
Κατά τη διάρκεια του πειράματος, τα βακτήρια απέκτησαν αρκετές μεταλλάξεις. Κάθε μια από αυτές προκάλεσε μικρή αντοχή, αλλά όλες μαζί επέφεραν μια πολύ σημαντική αντίσταση στα αντιβιοτικά. Οι μεταλλάξεις πραγματοποιήθηκαν κυρίως σε γονίδια που δεν είχαν θεωρηθεί ως τυπικά γονίδια ανθεκτικότητας, υποδηλώνοντας ότι ο αριθμός των γονιδίων που είναι ικανά να προάγουν την αντοχή έχει υποτιμηθεί σε μεγάλο βαθμό. Παρατηρήθηκε επίσης ότι οι μεταλλάξεις στο βακτηριακό DΝΑ που προκαλούν αντίσταση στα αντιβιοτικά λόγω χαμηλής δοσολογίας είναι διαφορετικού τύπου από αυτές που προκαλούν οι υψηλές δόσεις.
“Τα αποτελέσματα είναι ενδιαφέροντα επειδή δείχνουν ότι οι πολύ χαμηλές συγκεντρώσεις αντιβιοτικών που υπάρχουν σε πολλά περιβάλλοντα μπορούν να οδηγήσουν σε υψηλό βαθμό αντίστασης”, είπε ο καθηγητής Dan Andersson, επικεφαλής της μελέτης.
Να σημειωθεί ότι αρκετές κατηγορίες αντιβιοτικών καταστρέφουν όχι μόνο τα παθογόνα βακτήρια αλλά και τη φυσιολογική χλωρίδα του εντέρου. Δεν είναι τυχαίο ότι συχνά οι αντιβιοτικές θεραπείες προκαλούν γαστρεντερικά προβλήματα και αποτελούν βασική αιτία λοίμωξης με το βακτήριο Clostridium difficile, το οποίο είναι ο κύριος ένοχος για εμφάνιση διάρροιας των ασθενών εντός νοσοκομείων. Η διαταραχή που προκαλείται στο εντερικό μικροβίωμα από τα αντιβιοτικά προσφέρει στο C.difficile πρόσφορο έδαφος για να πολλαπλασιαστεί πέραν του φυσιολογικού ορίου.
Πολλά άλλα φάρμακα
Μια άλλη μελέτη που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Nature βρήκε πως όχι μόνο τα αντιβιοτικά αλλά και πολλά άλλα φάρμακα αναχαιτίζουν την ανάπτυξη των βακτηρίων στο ανθρώπινο έντερο και έτσι προκαλούν αντίσταση στα αντιβιοτικά. Ο αριθμός των φαρμάκων που δεν στοχεύουν βακτήρια αλλά τελικά τα επηρεάζουν εξέπληξε τους ερευνητές.
Επιστήμονες του Ευρωπαϊκού Εργαστηρίου Μοριακής Βιολογίας της Χαϊδελβέργης παρακολούθησαν την ανάπτυξη στο εργαστήριο 40 αντιπροσωπευτικών ειδών βακτηρίων τα οποία εντοπίζονται στο εντερικό μικροβίωμα της πλειονότητας των υγιών ατόμων, συμπεριλαμβανομένων των Escherichia coli και Bacteroides fragilis, χρησιμοποιώντας 1.079 δραστικές ουσίες.
Από το σύνολο των φαρμάκων που δοκιμάστηκαν, τα 156 είχαν γνωστή αντιβακτηριακή δράση (τα 144 ήταν αντιβιοτικά και 12 ήταν αντισηπτικά) ενώ 88 δρούσαν κατά ιών, μυκήτων και παρασίτων. Τα υπόλοιπα φάρμακα στόχευαν ανθρώπινα κύτταρα και όχι μικροβιακά. Πάνω από το 25% των μη αντιβιοτικών σκευασμάτων (250 από τα 923) επηρέασαν το μικροβίωμα. Η μελέτη υπογραμμίζει έναν μέχρι πρότινος παραγνωρισμένο κίνδυνο, ότι δηλαδή η κατανάλωση μη αντιβιοτικών σκευασμάτων προάγει την ανθεκτικότητα στα αντιβιοτικά.
“Είναι πραγματικά τρομακτικό, αν σκεφτεί κανείς ότι παίρνουμε πολλά μη αντιβιοτικά φάρμακα κατά τη διάρκεια της ζωής μας και μάλιστα για μεγάλα χρονικά διαστήματα. Βέβαια, δεν επηρεάζουν όλα τα φάρμακα το εντερικό μικροβίωμα και η αντίσταση δεν είναι τελικά τόσο συχνή”, είπαν οι ερευνητές.
Μεταξύ των φαρμάκων που επηρέασαν το μικροβίωμα ήταν:
- Αναστολείς της αντλίας πρωτονίων, όπως η ομεπραζόλη, που χορηγούνται ευρέως ως αντιόξινα σε άτομα με προβλήματα στο στομάχι.
- Αντιψυχωσικά φάρμακα με χαρακτηριστικά παραδείγματα την αριπιπραζόλη που χορηγείται σε άτομα με σχιζοφρένεια, με διπολική διαταραχή, με μείζονα καταθλιπτική διαταραχή αλλά και σε παιδιά με σύνδρομο Tourette και τη λοξαπίνη που χορηγείται σε ασθενείς με σχιζοφρένεια και διπολική διαταραχή.
- Αντιυπερτασικά φάρμακα και συγκεκριμένα αναστολείς των διαύλων ασβεστίου όπως η ουσία αμλοδιπίνη.
- Αντιισταμινικά φάρμακα όπως η ουσία λοραταδίνη.
- Αντιεμετικά φάρμακα όπως η ουσία απρεπιτάντη.
- Ανοσοκατασταλτικά φάρμακα όπως η ουσία μεθοτρεξάτη.
- Αντιδιαβητικά φάρμακα όπως η μετφορμίνη και η ακαρβόζη.
- Αντιαρρυθμικά φάρμακα όπως η ουσία αμιοδαρόνη.
- Φάρμακα για τη στυτική δυσλειτουργία όπως η ουσία βαρδεναφίλη.
- Φάρμακα για τον καρκίνο, όπως η ταμοξιφαίνη που χορηγείται ενάντια στον καρκίνο του μαστού.
- Η σιμβαστατίνη, μια στατίνη, η οποία χορηγείται ενάντια στην υψηλή χοληστερόλη.
Τα ευρέως χρησιμοποιούμενα μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα (ΜΣΑΦ), όπως το ακετυλοσαλικυλικό οξύ, η παρακεταμόλη, η ιβουπροφαίνη, η δικλοφενάκη και η ναπροξένη δεν φάνηκε να επηρεάζουν το εντερικό μικροβίωμα. Το επηρέαζαν πάντως άλλα λιγότερο συχνά χρησιμοποιούμενα ΜΣΑΦ, όπως η διασερεΐνη, το μεφαιναμικό οξύ και το τολφαιναμικό οξύ.