Είναι τα αυγά μέρος της υγιεινής διατροφής;

Κάνουν καλό τα αυγά στην υγεία ή όχι; Tα μηνύματα είναι σήμερα πολύ μπερδεμένα τόσο για τους διατροφολόγους όσο και για το ευρύ κοινό.

Πριν από το 1960, δεν υπήρχε κανένα πρόβλημα με τα αυγά, αντίθετα αποτελούσαν μέρος της αποδεκτής διατροφής. Στη συνέχεια, όταν άρχισε να εδραιώνεται η αντίληψη ότι η χοληστερόλη της διατροφής κάνει κακό στην υγεία και βρέθηκε ότι ο κρόκος των αυγών περιέχει πάνω από 200 mg χοληστερόλη, οι ειδικοί συμβούλεψαν το κοινό να αποφύγει τα αυγά. Οι διατροφολόγοι της εποχής είπαν ότι δεν έχουν τίποτα με τα ασπράδια αλλά οι κρόκοι ήταν πολύ ανθυγιεινοί. Έτσι, η κατά κεφαλή κατανάλωση των αυγών πράγματι μειώθηκε στις δυτικές χώρες τις επόμενες δεκαετίες. Ο αρνητικός αντίκτυπος συνεχίστηκε καθώς τα ωμά αυγά συνδέθηκαν με τη σαλμονέλα.

Το μήνυμα άλλαξε το 1999 όταν μια μελέτη, που δημοσιεύθηκε στο JAMA, ένα κορυφαίο ιατρικό περιοδικό, δεν βρήκε καμία σχέση μεταξύ της κατανάλωσης αυγών και του κινδύνου καρδιαγγειακών παθήσεων -εκτός πιθανώς σε άτομα με διαβήτη τύπου 2. Η έλλειψη στατιστικής συσχέτισης επιβεβαιώθηκε το 2013 με μια μετα-ανάλυση 17 προηγούμενων δημοσιευμένων μελετών στις οποίες συμμετείχαν περισσότεροι από 3 εκατομμύρια άτομα. Η δημοσίευση αυτή αποκατέστησε, εν μέρει, τα αυγά ως μέρος μιας υγιεινής διατροφής, ωστόσο το θέμα με τη χοληστερόλη παρέμεινε.

Τα αυγά ήρθαν και πάλι στο προσκήνιο το 2018 όταν μια έκθεση από την Κίνα, για μισό εκατομμύριο άτομα, κατέγραψε λιγότερα συμβάντα καρδιαγγειακών παθήσεων (κυρίως αιμορραγικών εγκεφαλικών) στα άτομα που έτρωγαν τακτικά αυγά. Οι λόγοι γι’ παραμένουν αβέβαιοι αλλά θα μπορούσε να είναι η συμβολή των αυγών στην πρόσληψη πρωτεϊνών. Όπως και να έχει, αυτή ήταν μια σημαντική ανατροπή, αν και ήταν γνωστό ότι η Ιαπωνία έχει την υψηλότερη κατά κεφαλή κατανάλωση αυγών στον κόσμο και συγχρόνως λίγα συμβάντα καρδιακών προσβολών.

Πιο πρόσφατα, οι “έμποροι της καταστροφής” επέστρεψαν, προειδοποιώντας ότι τα αυγά σκοτώνουν. Αυτή η μελέτη, που δημοσιεύθηκε στο JAMA τον Μάρτιο του 2019, παρακολούθησε 29. 615 συμμετέχοντες σε έξι προοπτικές αμερικανικές μελέτες για 17,5 χρόνια, κατά μέσο όρο. Από αυτά τα άτομα, τα 5.400 εκδήλωσαν κάποιο καρδιαγγειακό επεισόδιο (καρδιακή προσβολή ή εγκεφαλικό επεισόδιο). Οι ερευνητές συμπέραναν ότι κάθε αυγό που καταναλώνεται αυξάνει κατά 2,2% τον κίνδυνο καρδιαγγειακής νόσου κατά την περίοδο παρακολούθησης, προκαλώντας 22 επιπλέον καρδιαγγειακά επεισόδια ανά 1.000 άτομα.

Οι περιορισμοί της μελέτης αυτής όμως ήταν σημαντικοί. Υπήρχε μόνο μια μέτρηση της διατροφικής πρόσληψης στην αρχή. Επίσης, τα άτομα που κατανάλωναν περισσότερα αυγά φάνηκε να ακολουθούν έναν ανθυγιεινό τρόπου ζωής, π.χ. να καπνίζουν ή να μην καταναλώνουν πολλά φρούτα και λαχανικά, συνεπώς δεν ήταν ξεκάθαρο που μπορεί να οφείλεται το αρνητικό αποτέλεσμα. Έγιναν στατιστικές προσαρμογές για τη διόρθωση των συγχυτικών παραγόντων, ωστόσο, αυτές οι διορθώσεις είναι ατελείς όταν οι στατιστικοί συσχετισμοί είναι πολύ ισχυροί. Για παράδειγμα, στις ΗΠΑ τα αυγά τρώγονται συχνά με μπέικον, λουκάνικα ή μπιφτέκια, επομένως είναι αδύνατο να αποσυνδεθούν οι επιπτώσεις των αυγών από τα κρέατα. Επίσης, ο κίνδυνος που καταγράφηκε ήταν πολύ μεγαλύτερος σε σχέση ό, τι θα μπορούσε να προβλεφθεί από τη γνωστή επίδραση της χοληστερόλης τους, κάτι που προκαλεί απορίες.

Ο ρόλος της διατροφικής χοληστερόλης

Η μέση κατανάλωση στις περισσότερες χώρες είναι συνήθως 3-4 αυγά την εβδομάδα. Ένα μεσαίου μεγέθους αυγό παρέχει περίπου 226 mg χοληστερόλης ενώ η μέση πρόσληψη χοληστερόλης από τη διατροφή κυμαίνεται στα 200-250 mg την ημέρα. Ένα υψηλό επίπεδο χοληστερόλης στο αίμα αυξάνει τον κίνδυνο καρδιακής προσβολής αλλά η χοληστερόλη του αίματος είναι κυρίως μια κληρονομική κατάσταση ή προκαλείται από έλλειψη ορισμένων ορμονών (όπως η θυρεοειδής ορμόνη). Μέτριες αυξήσεις της χοληστερόλης στο αίμα σχετίζονται με τη διατροφή.

Το 1916 ένας Ολλανδός γιατρός ονόματι Cornelis De Langen, (Κορνέλις Ντε Λάνγκεν), σημείωσε ότι οι Ολλανδοί στην Ιάβα, ένα νησί της Ινδονησίας, είχαν αθηροσκλήρωση στις αρτηρίες τους και καρδιαγγειακές παθήσεις, αλλά αυτό ήταν ασυνήθιστο στους ιθαγενείς της Ιάβας που ακολουθούσαν τη μητρική τους διατροφή, η οποία βασιζόταν σε φυτικά τρόφιμα και λίγα αυγά την εβδομάδα. Συνέδεσε την υψηλή χοληστερόλη στο αίμα με καρδιακές παθήσεις και έδειξε πως όταν οι ντόπιοι ακολούθησαν την ολλανδική διατροφή, η χοληστερόλη του αίματος αυξήθηκε κατά περίπου 1 mmol/L, δηλαδή 38,67 mg/dL, μια σημαντική αύξηση.

Τυχαιοποιημένες ελεγχόμενες δοκιμές, όπου οι συμμετέχοντες τρέφονται με αυξανόμενες ποσότητες αυγών, διαπίστωσαν ότι για κάθε 200 mg χοληστερόλης αυξάνεται η επιβλαβής μορφή χοληστερόλης στο αίμα, η λιποπρωτεΐνη χαμηλής πυκνότητας (LDL), κατά 0,1 mmol/ L (περίπου 3% αύξηση). Η διαιτητική χοληστερόλη ενισχύει επίσης την αύξηση της LDL χοληστερόλης που προκαλείται μέσω του κορεσμένου λίπους. Οι κρεατοφάγοι που μειώνουν την πρόσληψη κορεσμένου λίπους μπορούν να αναμένουν μείωση της LDL χοληστερόλης κατά 0,3 mmol/L.

Να σημειωθεί ότι η LDL χοληστερόλη είναι συνήθως 2,4 mmol/L (93 mg/dl) στους βίγκαν, που δεν καταναλώνουν χοληστερόλη και έχουν χαμηλή πρόσληψη κορεσμένων λιπαρών. Στους κρεατοφάγους, ο μέσος όρος είναι 3,5 mmol/L (135 mg/dl).

Αλλά η αύξηση της χοληστερόλης στο αίμα λόγω της διατροφικής χοληστερόλης δεν είναι ίδια σε όλους του ανθρώπους. Το 25-33% του πληθυσμού κληρονομεί μια έκδοση (ένα «αλληλόμορφο») του γονιδίου APOE που ονομάζεται e4 και τους κάνει πολύ πιο ευαίσθητους στη διατροφική χοληστερόλη από εκείνους που φέρουν το πιο κοινό αλληλόμορφο e3. Σε όσους υπάρχει το αλληλόμορφο e4, η χοληστερόλη των κρόκων μπορεί να αυξήσει κατά 10% την LDL χοληστερόλη.

Υπάρχει επίσης διακύμανση στο πόσο απορροφάται η χοληστερόλη από τη διατροφή. Φυτικές στερόλες, οι οποίες προστίθενται σε ορισμένα τρόφιμα, όπως ποτά, γιαούρτια και μαργαρίνες, εμποδίζουν την απορρόφηση της διατροφικής χοληστερόλης και μειώνουν την LDL χοληστερόλη έως και 10%. Έτσι, ακόμη και τα άτομα που έχουν το αλληλόμορφο e4 μπορούν να τρώνε αυγά χωρίς να αυξάνουν την LDL χοληστερόλη εάν καταναλώνουν φυτικές στερόλες στο ίδιο γεύμα.

Η αμερικανική διατροφή περιέχει μεγάλες ποσότητες κρέατος και αυγών και θεωρείται ότι μια υψηλή πρόσληψη διατροφικής χοληστερόλης (περίπου 600 mg την ημέρα) μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο καρδιαγγειακών παθήσεων, ιδιαίτερα σε άτομα με διαβήτη τύπου 2.

Οι συστάσεις για τη χοληστερόλη

Ωστόσο, το 2013, η οδηγία για τη μείωση του καρδιαγγειακού κινδύνου της Αμερικανικής Καρδιολογικής Εταιρείας δεν συμπεριέλαβε κάποια σύσταση για τη διατροφική χοληστερόλη, αναφέροντας: “Δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία για να διαπιστωθεί εάν η μείωση της χοληστερόλης στη διατροφή μειώνει την LDL χοληστερόλη”. Η προηγούμενη σύσταση της Αμερικανικής Καρδιολογικής Εταιρείας, από τις αρχές της δεκαετίες του 1960, ήταν ότι η διατροφική χοληστερόλη δεν πρέπει να ξεπερνά τα 300 mg την ημέρα.

Το 2015, η Dietary Guidelines Advisory Committee (DGAC), ακολουθώντας την προ διετίας οδηγία της Αμερικανικής Καρδιολογικής Εταιρείας, ανέφερε: “Προηγουμένως, οι κατευθυντήριες γραμμές για τους Αμερικανούς συνιστούσαν η πρόσληψη της χοληστερόλης να περιορίζεται κάτω από τα 300 mg ημερησίως. Η DGAC δεν θα υποβάλλει αυτή τη σύσταση, διότι τα διαθέσιμα στοιχεία δείχνουν μη αξιοσημείωτη σχέση μεταξύ κατανάλωσης διαιτητικής χοληστερόλης και χοληστερόλης στο αίμα… Η χοληστερόλη δεν αποτελεί θρεπτικό συστατικό που προκαλεί ανησυχία για υπερκατανάλωση”.

Δείτε επίσης