Αξίζουν τα προβιοτικά;

Περίπου 63 δισεκατομμύρια δολάρια παγκοσμίως. Αυτό είναι το εκτιμώμενο ποσό που ξοδεύτηκε για τα προβιοτικά το 2021. Περιλαμβάνει πωλήσεις συμπληρωμάτων, προβιοτικών γιαουρτιού και άλλων προϊόντων διατροφής. Τα προβιοτικά είναι ζωντανοί μικροοργανισμοί που συχνά αναφέρονται ως «φιλικά βακτήρια» ή «καλά βακτήρια». Αλλά δικαιολογεί η επιστήμη τα χρήματα που δαπανώνται για προβιοτικά; Υπάρχουν σαφή οφέλη για την υγεία από τη λήψη προβιοτικών;

Θεωρητικά, τα προβιοτικά αποκαθιστούν την ποικιλομορφία στο μικροβίωμα του εντέρου ενός ατόμου, κάτι που βοηθά στη ρύθμιση του ανοσοποιητικού συστήματος και στη μείωση της φλεγμονής, μεταξύ άλλων. Ωστόσο, οι εταιρείες που πουλάνε αυτά τα συμπληρώματα διατροφής επανειλημμένα έχουν κατηγορηθεί για αναπόδεικτους ισχυρισμούς. Εν τω μεταξύ, οι bloggers ευεξίας σε όλο τον κόσμο διαφημίζουν τα προβιοτικά σχεδόν για τη θεραπεία οποιαδήποτε πάθησης. Και τι γίνεται για τους ήδη υγιείς ανθρώπους, αξίζουν τα προβιοτικά;

Το «μαγικό» γιαούρτι

Η επιστήμη γύρω από τα προβιοτικά άρχισε με τον Βούλγαρο ανοσολόγο Élie Metchnikoff. Βραβευμένος με Νόμπελ, ο Metchnikoff θεώρησε στις αρχές του 1900 ότι η υγεία ενός ατόμου θα μπορούσε να βελτιωθεί με την εισαγωγή καλών βακτηρίων στο μικροβίωμα του εντέρου μέσω του γιαουρτιού. Οι ιδέες του μαράζωσαν για μεγάλο διάστημα, αλλά άρχισαν να διαδίδονται στη δεκαετία του 1990, όταν γεννήθηκε η σύγχρονη βιομηχανία των προβιοτικών. Οι έννοιες του Metchnikoff γέννησαν επίσης και περιθωριακές ιατρικές θεωρίες σχετικά με τον ρόλο που παίζει η υγεία του εντέρου σε όλες τις παθήσεις.

Υπήρξε μια έκρηξη εμπορικά διαθέσιμων προβιοτικών προϊόντων που ισχυρίζονται ότι ενισχύουν την υγεία του εντέρου σας και υποστηρίζουν ένα υγιές μικροβίωμα. Ωστόσο, για να έχουν ουσιαστικό αντίκτυπο στον ξενιστή, τα προβιοτικά πρέπει να εγκατασταθούν στο γαστρεντερικό περιβάλλον, μια διαδικασία που ονομάζεται αποικισμός. Υπάρχουν λοιπόν δύο ερωτήσεις: Επιζούν στο στομάχι; Ορισμένοι ειδικοί έχουν αμφισβητήσει το εάν τα προβιοτικά μπορούν να επιβιώσουν από τα οξέα του στομάχου. Και στη συνέχεια, φτάνουν στα έντερο όπου είναι ο συνηθισμένος τόπος κατοικίας τους; Έχουμε παντού μικρόβια π.χ. στο δέρμα και στη μύτη μας, αλλά το 95% εξ αυτών βρίσκονται στο έντερο -κυρίως στο παχύ έντερο- με τα οποία έχουμε δημιουργήσει μια ισχυρή συμβιωτική σχέση εδώ και εκατομμύρια χρόνια.

Oι ειδικοί συμφωνούν ότι τα προβιοτικά επιβιώνουν στο στομάχι, το ξεπερνούν και φτάνουν μέχρι το παχύ έντερο, αλλά μπορεί η ώρα της ημέρας που παίρνετε ένα προβιοτικό να έχει σημασία για το πόσα βακτήρια πλοηγούνται κατά τη διαδρομή μέσω του πεπτικού συστήματος. Παρόλο που το pH του στομάχου θεωρείται γενικά πολύ όξινο (κάτω από 3,5 – 5), μελέτες έχουν δείξει ότι μετά από ένα γεύμα μπορεί να αυξηθεί στο εύρος 4,0 – 6,0. Περίπου δύο ώρες μετά το φαγητό, το pH επιστρέφει στα επίπεδα πριν από το γεύμα. Τι σημαίνει αυτό; Ότι η λήψη προβιοτικών μετά από ένα γεύμα έχει νόημα, καθώς η οξύτητά του μειώνεται. Έτσι, οι προβιοτικοί μικροοργανισμοί όντως φτάνουν στο έντερο. Αλλά μένουν εκεί για καιρό; Αυτό είναι απίθανο. Είναι αρκετά δύσκολο να δημιουργηθούν νέα στελέχη σε μια υγιή βακτηριακή κοινότητα του εντέρου», σύμφωνα με την καθηγήτρια Tine Licht του Τεχνικού Πανεπιστημίου της Δανίας. Αυτό δεν είναι τόσο κακό, γιατί σημαίνει επίσης ότι μια υγιής κοινότητα είναι ισχυρή και δύσκολο να αλλάξει.

Πόσο καιρό παραμένουν τα προβιοτικά στο έντερό σας; Μια μελέτη του Δρ. Ashok Kumar Pattanaik διαπίστωσε «ότι τα προβιοτικά αποτελέσματα εξαφανίζονται μέσα σε ένα δεκαπενθήμερο από την απόσυρσή τους από τη διατροφή». Μπορεί και λιγότερο. Τα πιο κοινά βακτήρια που βρίσκονται στα προβιοτικά είναι οι γαλακτοβάκιλλοι και τα μπιφιδοβακτήρια (bifidobacteria) και ένας Γάλλος ερευνητής από το INRA (Institut National de la Recherche Agronomique), ο Δρ. Philippe Langella, υπολόγισε ότι «θα μπορούσαν να μείνουν στο έντερο 2-3 ημέρες για τους γαλακτοβάκιλλους και 5-7 ημέρες για τα μπιφιδοβακτήρια».

Τα περισσότερα προβιοτικά έχει αποδειχθεί ότι αποικίζουν παροδικά το έντερο, που σημαίνει πως όταν σταματήσετε να τα παίρνετε, οι υποτιθέμενες επιδράσεις τους εξαφανίζονται. Πέρα από αυτό, η πρόκληση είναι ότι οι επιστήμονες δεν γνωρίζουν απόλυτα ποιο είναι το “υγιές” μικροβίωμα, και άρα είναι ακόμα πιο δύσκολο να καταλάβουν πώς τα παροδικά προβιοτικά μπορούν να επηρεάσουν τον ξενιστή με ουσιαστικό τρόπο. Η καθηγήτρια Emma Allen-Vercoe από το Πανεπιστήμιο του Guelph, λέει ότι «οι επιστήμονες εξακολουθούν να εργάζονται για να προσδιορίσουν τι ορίζει ένα «υγιές μικροβίωμα», σημειώνοντας ότι πολλοί παράγοντες συμβάλλουν στη σύνθεση μικροβιώματος ενός ατόμου, τόσο πολύ που το μικροβίωμα κάθε ατόμου είναι μοναδικό.

Μετά τα αντιβιοτικά;

Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν περιπτώσεις που τα προβιοτικά θα μπορούσαν να αποικίσουν το έντερο για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Ο Δρ. Toni Gabaldon, ειδικός από το Ινστιτούτο Έρευνας στη Βιοϊατρική στη Βαρκελώνη, θεωρεί ότι, σε περιπτώσεις όπου υπάρχει «ήδη χαμηλή ποικιλομορφία ή ένα μη ισορροπημένο οικοσύστημα», ένα προβιοτικό έχει περισσότερες πιθανότητες να «αποικίσει την περιοχή». Έχουμε πολύ χαμηλότερη ποικιλία βακτηρίων μετά από τη λήψη αντιβιοτικών. Άρα, τί γίνεται με τις προσπάθειες επανααποικισμού του εντέρου μετά από θεραπεία με αντιβιοτικά;

Η Δρ. Hannah Wardill, από το Πανεπιστήμιο της Αδελαΐδας, λέει ότι «οι μελέτες έχουν υποστηρίξει σε μεγάλο βαθμό τη χρήση προβιοτικών μετά από αντιβιοτικά», αλλά οι περισσότερες από αυτές δεν «διαφοροποιούν μεταξύ νεκρών και ζωντανών βακτηρίων, ούτε αξιολογούν τις λειτουργικές πτυχές του μικροβιώματος. Τα αποτελέσματα δείχνουν απλώς ότι υπάρχει μεγαλύτερη παρουσία μικροβίων στα κόπρανα». Από την άλλη μεριά, η Kate Secombe, επίσης από το Πανεπιστήμιο της Αδελαΐδας, επεσήμανε μια μελέτη που υποδηλώνει ότι τα προβιοτικά μπορούν να εμποδίσουν το έντερο από τον επανααποικισμό με υγιή βακτήρια μετά τη θεραπεία με αντιβιοτικά. «Εάν είστε κατά τα άλλα υγιείς, ίσως είναι καλύτερο να αφήσετε το μικροβίωμα σας να αποκατασταθεί με τη βοήθεια μιας ποικίλης υγιεινής διατροφής που περιλαμβάνει πολλές φυτικές ίνες».

Είναι τα προβιοτικά χρήσιμα για πεπτικές παθήσεις;

Υπάρχουν κάποιοι που λαμβάνουν προβιοτικά όλο το χρόνο, αλλά αυτό δεν πρέπει να προκαλεί έκπληξη γιατί πολλοί άνθρωποι στρέφονται στα συμπληρώματα διατροφής κάθε φορά που υποφέρουν από πεπτικά προβλήματα. Υπάρχουν επιστημονικές αποδείξεις ότι τα προβιοτικά βοηθούν πραγματικά σε αυτές τις παθήσεις;

Μερικοί άνθρωποι πάσχουν από το σύνδρομο του ευερέθιστου εντέρου. «Επανειλημμένες μελέτες απέτυχαν να βρουν κάποια πειστική διαφορά στη μικροχλωρίδα του εντέρου σε σύγκριση με τον υγιή πληθυσμό», σύμφωνα με την καθηγήτρια Emma Allen-Vercoe, από το Πανεπιστήμιο του Guelph. Μέρος του προβλήματος, είναι ότι οι γιατροί εξακολουθούν να μην κατανοούν πλήρως την αιτία του ευερέθιστου εντέρου, επομένως είναι αδύνατο να προσδιοριστεί ποια βακτήρια -αν υπάρχουν- θα βοηθούσαν στην αντιμετώπισή του.

Άλλοι δεν ήταν τόσο ευγενικοί στην διατύπωση τους. «Αυτή η λογοτεχνία είναι ένας σωρός σκουπιδιών», κατά τον Tom MacDonald, καθηγητή ανοσολογίας στο Πανεπιστήμιο Queen Mary του Λονδίνου. «Το σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου υπάρχει με δύο κατηγορίες συμπτωμάτων, δυσκοιλιότητα και διάρροια… Δεν υπάρχουν αξιόπιστες ενδείξεις εκτός από τις βαθμολογίες των συμπτωμάτων και υπάρχει μεγάλο επίδραση των πλασίμπο (εικονικών φαρμάκων) στις κλινικές δοκιμές». Το ότι ορισμένες μελέτες δείχνουν θετικό αντίκτυπο στους ασθενείς με σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου, «είναι επειδή υπάρχουν πολλοί γαστρεντερολόγοι που ζουν από αυτό και εξετάζουν ο ένας τις εργασίες του άλλου μοιράζοντας προσκλήσεις μεταξύ τους για συναντήσεις. Υπάρχει επίσης το πρόβλημα, ότι διαφορετικές μελέτες χρησιμοποιούν διαφορετικά προβιοτικά βακτήρια ή συνδυασμό τους, επομένως για να κάνετε μια μετα-ανάλυση πρέπει να εμμείνετε στο ίδιο προβιοτικό -και συχνά η δοσολογία είναι διαφορετική μεταξύ των μελετών».

Πρέπει οι υγιείς άνθρωποι να λαμβάνουν προβιοτικά;

Τι γίνεται αν έχετε ένα αρκετά φυσιολογικό πεπτικό σύστημα; Πρέπει να παίρνετε προβιοτικά; Είναι ασφαλές; Ενώ μπορεί να υπάρχει συζήτηση γύρω από τη χρήση προβιοτικών για τη θεραπεία ορισμένων ασθενειών, η συναίνεση των ειδικών είναι σαφής για τα υγιή άτομα: τα προβιοτικά δεν χρειάζονται για να υποστηρίξουν ένα υγιές μικροβίωμα του εντέρου. Η κατανάλωση μιας διατροφής πλούσιας σε φυτικές ίνες είναι αυτό που συνιστούν -οι φυτικές ίνες ταΐζουν τα βακτήρια και αποκαλούνται πρεβιοτικά, δηλαδή προωθούν την ανάπτυξή τους.

Οι περισσότεροι ειδικοί συμφωνούν ότι, στη χειρότερη περίπτωση, τα προβιοτικά είναι ως επί το πλείστον αβλαβή, χωρίς αρνητικές επιπτώσεις. Η Δρ. Hannah Wardill, από το Πανεπιστήμιο της Αδελαΐδας, επισημαίνει δύο μελέτες σχετικά με αυτό το θέμα. Η πρώτη, το 2018, ανέφερε υψηλότερα επίπεδα καλών βακτηρίων στα έντερα των συμμετεχόντων, αλλά αυτό δεν συνδέθηκε με κάποιο απτό όφελος για την υγεία. Και μόλις οι συμμετέχοντες σταμάτησαν να παίρνουν τα προβιοτικά τους, τα ευεργετικά αποτελέσματα στο μικροβίωμα εξαφανίστηκαν. Η δεύτερη μελέτη, βρήκε ότι οι υγιείς άνθρωποι στους οποίους χορηγούνται προβιοτικά βλέπουν στην πραγματικότητα τα βακτήρια του εντέρου τους να υποφέρουν. «Συχνά τα προβιοτικά συνιστώνται στους ανθρώπους μετά τη λήψη αντιβιοτικών για να βοηθήσουν στην αποκατάσταση της χλωρίδας του εντέρου τους, αλλά αυτή η μελέτη έδειξε στην πραγματικότητα ότι τα προβιοτικά επιβράδυναν ή καθυστέρησαν την αποκατάσταση των βακτηρίων του εντέρου».

Ο Δρ Mansel Griffiths, ειδικός από το Πανεπιστήμιο του Guelph, σημείωσε ότι αρκετές μελέτες προβιοτικών σε χοίρους έδειξαν θετικά αποτελέσματα στην υγεία, αλλά άλλοι αναρωτιούνται γιατί να θέλει κάποιος να εισαγάγει νέους μικροοργανισμούς σε ένα υγιές οικοσύστημα. «Εφόσον ο ξενιστής είναι ήδη υγιής και η μικροχλωρίδα του εντέρου βρίσκεται σε καλή κατάσταση, δεν χρειάζεται να εισαγάγετε ένα ξένο βακτήριο (ακόμα κι αν έχει βρεθεί ότι είναι ωφέλιμο για μερικούς ανθρώπους) στο ήδη υγιές έντερο σας», λέει ο Δρ. Ravinder Nagpal, ερευνητής στο Wake Forest School of Medicine.

Οι ειδικοί λένε ότι τα προβιοτικά δεν μπορούν να χρησιμεύσουν ως βάση για έναν υγιεινό τρόπο ζωής. «Η λήψη προβιοτικών χωρίς την αντιμετώπιση προβλημάτων του τρόπου ζωής (π.χ. άγχος, άσκηση, ύπνος) δεν αρκεί», έγραψε ο Mahmoud Ghannoum του Πανεπιστημίου Case Western Reserve. «Επομένως, συνιστώ να αντιμετωπίσετε αυτά τα ζητήματα και να τρώτε μια διατροφικά ισορροπημένη διατροφή με χαμηλό γλυκαιμικό δείκτη, πλούσια σε φυτικές ίνες και χαμηλή σε ζάχαρη».

Πηγή: Metafact

Δείτε επίσης