Η δυσανεξία στη λακτόζη δεν είναι αλλεργία ούτε κανονική δυσανεξία, αλλά ανεπάρκεια. Οφείλεται στην αποτυχία της πλήρους διάσπασης της λακτόζης στα συστατικά της.
Η λακτόζη βρίσκεται στο γάλα και αποτελείται από δύο σακχαρώδη μόρια που συνδέονται με χημικούς δεσμούς μεταξύ τους, τη γλυκόζη και τη γαλακτόζη. Το σώμα χρειάζεται ένα πεπτικό ένζυμο για να διασπάσει αυτό τον δεσμό, τη λακτάση. Το ένζυμο εκκρίνουν τα κύτταρα του λεπτού εντέρου από την άκρη των μικροσκοπικών λαχνών.
Η λακτόζη διασπάται όταν έρχεται σε επαφή με τη λακτάση στο εντερικό τοίχωμα, ενώ τα σακχαρώδη μόρια που προκύπτουν μπορούν κατόπιν να απορροφηθούν. Αν το ένζυμο απουσιάζει, προκύπτουν παρόμοια προβλήματα με εκείνα της δυσανεξίας ή της ευαισθησίας στη γλουτένη ( στομαχόπονος, διάρροια και τυμπανισμός). Ωστόσο, σε αντίθεση με την κοιλιοκάκη, τα άπεπτα σωματίδια της λακτόζης δε διαπερνούν το εντερικό τοίχωμα. Απλώς προχωρούν παρακάτω, στο παχύ έντερο, όπου τροφοδοτούν τα βακτήρια που παράγουν αέρια. Αν και τα αποτελέσματα είναι δυσάρεστα, η δυσανεξία στη λακτόζη είναι πολύ λιγότερο επιβλαβής για την υγεία από τη μη διαγνωσμένη κοιλιοκάκη.
Κάθε άνθρωπος διαθέτει τα απαραίτητα γονίδια για την πέψη της λακτόζης. Σε εξαιρετικά σπάνιες περιπτώσεις, τα προβλήματα πέψης της λακτόζης ξεκινούν με τη γέννηση. Ορισμένα νεογέννητα αδυνατούν να χωνέψουν το μητρικό γάλα και η κατανάλωσή του τους προκαλεί έντονη διάρροια.
Στο 75% του παγκόσμιου πληθυσμού, το γονίδιο για την παραγωγή της λακτάσης – και άρα η πέψη της λακτόζης- αρχίζει να απενεργοποιείται σταδιακά όσο περνάει ο χρόνος. Πρόκειται για κάτι φυσιολογικό, καθώς δε βασιζόμαστε πλέον στο μητρικό ή στο παρασκευασμένο γάλα για να τραφούμε.
Εκτός της Δυτικής Ευρώπης, της Αυστραλίας και των Ηνωμένων Πολιτειών, οι ενήλικοι που δεν εμφανίζουν κάποια δυσανεξία στα γαλακτοκομικά προϊόντα αποτελούν κάτι σπάνιο. Πρόσφατες μετρήσεις δείχνουν ότι σχεδόν το 25% του πληθυσμού των Ηνωμένων Πολιτειών χάνει την ικανότητα να διασπάσει τη λακτόζη μετά τον απογαλακτισμό. Όσο μεγαλώνει κάποιος, τόσο αυξάνεται η πιθανότητα αδυναμίας διάσπασης της λακτόζης αν και ελάχιστοι εξηντάχρονοι θα κατηγορήσουν ένα καθημερινό ποτήρι γάλα για το φουσκωμένο τους στομάχι ή την ελαφρά τους διάρροια.
Ωστόσο, η δυσανεξία στη λακτόζη δε σημαίνει ότι πρέπει να κόψετε εντελώς τα γαλακτοκομικά προϊόντα. Οι περισσότεροι άνθρωποι διαθέτουν στο έντερο ένζυμα που διασπούν τη λακτόζη. Απλώς η δραστηριότητα τους μπορεί είναι μειωμένη στο 20% με 40% του αρχικού επιπέδου. Επιπλέον, το γιαούρτι προκαλεί λιγότερα συμπτώματα γιατί προστίθεται λακτάση ενώ το τυρί, και ειδικά το κίτρινο, έχει περισσότερη λακτάση λόγω της ωρίμανσής του και άρα είναι λιγότερο αβλαβές.
Αν αντιληφθείτε ότι το στομάχι σας αισθάνεται καλύτερα όταν δεν πίνετε γάλα, πολύ απλά πειραματιστείτε για να διαπιστώσετε πόσο αντέχει το σώμα σας, και πόσα γαλακτοκομικά προϊόντα απαιτούνται ανέχεται ο οργανισμός σας.