Τι κάνει έναν μαθητή να μπει στο πανεπιστήμιο; Κατά 50% τα γονίδια

Το αν ένας μαθητής μπει στο πανεπιστήμιο δεν έχει να κάνει μόνο με το διάβασμα ή με την τύχη αλλά και με τα γονίδιά του, σύμφωνα με βρετανική μελέτη που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Scientific Reports. Το ίδιο ισχύει και για το πόσο πετυχημένη θα είναι η μετέπειτα πορεία του ως φοιτητής. Πάντως, τα γονίδια δεν μπορούν να προβλέψουν, για την ώρα τουλάχιστον, τις επιδόσεις στα μαθήματα.

Οι επιστήμονες του Βασιλικού Κολεγίου (King’s) του Λονδίνου, που μελέτησαν στοιχεία για 3.000 ζεύγη διδύμων, προκειμένου να βρουν σε ποιο βαθμό υπάρχει γενετικό υπόβαθρο στην απόφαση και στην ικανότητα ενός νέου να μπει στο πανεπιστήμιο, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι ο γενετικός παράγοντας δεν παίζει καθόλου αμελητέο ρόλο, σε συνδυασμό ασφαλώς με περιβαλλοντικούς και κοινωνικούς παράγοντες.

Τα γονίδια φαίνεται να επηρεάζουν ένα παιδί για το αν θα επιλέξει να συνεχίσει στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, ποια πανεπιστημιακή σχολή θα διαλέξει, αν θα τα καταφέρει να εισαχθεί σε αυτήν και πόσο καλά θα τα πάει στη συνέχεια ως φοιτητής. Τόσο οι βαθμοί των στις εισαγωγικές εξετάσεις όσο και κατόπιν των φοιτητών εν μέρει επηρεάζονται από το DNA.

Οι ερευνητές, με επικεφαλής την Δρ. Έμιλι Σμιθ Γούλι, βρήκαν ότι το 57% των διαφορών μεταξύ των μαθητών στις εισαγωγικές εξετάσεις και το 46% των διαφορών μεταξύ των φοιτητών στις πανεπιστημιακές εξετάσεις σχετίζονται με τα γονίδια. Η η επιλογή ενός μαθητή για το αν θα πάει στο πανεπιστήμιο φαίνεται να επηρεάζεται σε ποσοστό 50% από το DNA του. Οι λοιπές διαφορές στις επιδόσεις αποδίδονται σε άλλους παράγοντες, όπως το εισόδημα και ο πλούτος της οικογένειας του μαθητή ή του φοιτητή, η ποιότητα της προηγούμενης εκπαίδευσής του στο σχολείο, η υποστήριξη από την οικογένεια και τους φίλους του, αν οι γονείς έχουν πάει πανεπιστήμιο κ.ά.

«Δεν νομίζω ότι πραγματικά θα περίμενε οποιοσδήποτε ότι δεν υπάρχει μια γενετική επιρροή, όσον αφορά στην επιτυχία στο πανεπιστήμιο, με δεδομένο ότι η εκπαιδευτική επίδοση, η νοημοσύνη, η προσωπικότητα κι άλλα χαρακτηριστικά έχουν μια κληρονομική διάσταση» δήλωσε ο γενετιστής δρ Ντέιβιντ Χιλ του Πανεπιστημίου του Εδιμβούργου.

Οι επιδόσεις δεν προβλέπονται

Η μελέτη των διδύμων πάντως δεν ήταν σε θέση να συσχετίσει τις επιδόσεις των μαθητών και φοιτητών με συγκεκριμένα γονίδια. Οι ερευνητές έκαναν μια ανάλογη μελέτη με το DNA 3.000 όχι διδύμων, αλλά τυχαίων ανθρώπων, χρησιμοποιώντας ως βάση για τις αναλύσεις τους μια «πολυ-γονιδιακή βαθμολογία», που λαμβάνει υπ’ όψιν τις αθροιστικές επιδράσεις χιλιάδων γονιδίων, τα οποία στο παρελθόν έχουν συσχετισθεί με τις εκπαιδευτικές επιδόσεις. Οι επιστήμονες μπόρεσαν να αποδώσουν στα γονίδια μόνο το 5% των διαφορών στις επιδόσεις μεταξύ των νέων, ένα πολύ μικρότερο ποσοστό σε σχέση με την έρευνα στους διδύμους.

Συνεπώς, δεν υπάρχει η δυνατότητα, προς το παρόν τουλάχιστον, να αναπτυχθεί ένα γενετικό τεστ με προγνωστική ικανότητα για το πώς θα τα πάει ένα παιδί στο πανεπιστήμιο. «Βρήκαμε ότι μέχρι στιγμής μπορούμε να εξηγήσουμε γενετικά μόνο το 5% των ατομικών διαφορών όσον αφορά στην επιτυχία στο πανεπιστήμιο. Είναι αρκετά μικρό αυτό το ποσοστό προς το παρόν, αλλά νομίζω ότι η επιστήμη σταδιακά προοδεύει, ώστε να φθάσουμε σε ένα σημείο όπου θα μπορούμε να κάνουμε προβλέψεις από το DNA και μόνο» δήλωσε η Γούλι.

Δείτε επίσης