Ποιο είναι το χρονικό διάστημα, στο οποίο ο βασικός μεταβολικός ρυθμός παρουσιάζεται αλλαγμένος μετά το τέλος της άσκησης;
Σ’ αυτό το ερώτημα απαντούν έρευνες που πραγματοποιήθηκαν στο Κέντρο Έρευνας και Αξιολόγησης της Φυσικής Απόδοσης του ΤΕΦΑΑ του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας και στο Ινστιτούτο Σωματικής Απόδοσης και Αποκατάστασης του ΚΕΤΕΑΘ, με επικεφαλής τον επίκουρο καθηγητή βιοχημείας της άσκησης, Θανάση Τζιαμούρτα.
“Είναι γνωστό ότι, ο βασικός μεταβολικός ρυθμός επηρεάζεται κατά πολύ από τη συστηματική άσκηση (προπόνηση). Επίσης, τα τελευταία χρόνια μας είναι γνωστό ότι και η οξεία άσκηση, δηλαδή η μία μόνο προπόνηση, μπορεί να επηρεάσει το βασικό μεταβολικό ρυθμό. Ωστόσο, δεν ήταν γνωστό το χρονικό διάστημα για το οποίο ο βασικός μεταβολικός ρυθμός παρουσιάζεται αλλαγμένος μετά το τέλος της άσκησης”, αναφέρει ο καθηγητής. Οι προηγούμενες έρευνες έδειχναν, όπως ο ίδιος εξηγεί, ότι ο βασικός μεταβολικός ρυθμός αυξάνεται μέχρι και μερικές ώρες μετά το τέλος της άσκησης.
Έρευνες που πραγματοποιήθηκαν στο Κέντρο Έρευνας και Αξιολόγησης της Φυσικής Απόδοσης του ΤΕΦΑΑ του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας και στο Ινστιτούτο Σωματικής Απόδοσης και Αποκατάστασης του ΚΕΤΕΑΘ, με επικεφαλής τον ίδιο, απαντούν διεξοδικότερα σ’ αυτό το ερώτημα.
Συγκεκριμένα, τα αποτελέσματα εργασιών που πραγματοποιήθηκαν με συμμετέχοντες νεαρούς άνδρες που πραγματοποίησαν αερόβια άσκηση (τρέξιμο σε διάδρομο) και άσκηση με αντιστάσεις (βάρη) έδειξαν ότι ο μεταβολικός ρυθμός ήταν αυξημένος κατά περίπου 150 θερμίδες μετά το τέλος της άσκησης με αντιστάσεις και κατά περίπου 280 θερμίδες, 10 ώρες μετά το τέλος της αερόβιας άσκησης.
Ο μεταβολικός ρυθμός παρέμεινε σημαντικά αυξημένος μέχρι και 48 ώρες μετά το τέλος της άσκησης. Τα ίδια περίπου αποτελέσματα βρέθηκαν, όταν η άσκηση πραγματοποιήθηκε και από νεαρές γυναίκες. Ο βασικός μεταβολικός ρυθμός παρουσιάστηκε αυξημένος κατά περίπου 230 θερμίδες 24 ώρες μετά το τέλος της άσκησης και παρέμεινε αυξημένος κατά περίπου 130 θερμίδες 48 ώρες μετά.
Θα πρέπει να τονιστεί -σύμφωνα με τις έρευνες- ότι ο βασικός μεταβολικός ρυθμός ήταν κατά πολύ μεγαλύτερος στις μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες. Ο βασικός μεταβολικός ρυθμός σε αυτή την κατηγορία γυναικών αυξήθηκε κατά 400 και 300 θερμίδες 24 και 48 ώρες μετά το τέλος της άσκησης.
Η πιθανή εξήγηση, αναφέρει ο κ. Τζιαμούρτας για την εμφάνιση αυτών των αποτελεσμάτων βρίσκεται σε μεταβολικούς παράγοντες και σε παράγοντες που σχετίζονται με την οντότητα του μυϊκού ιστού. Είναι γνωστό, εξηγεί, ότι κατά τη διάρκεια της άσκησης χρησιμοποιείται μυϊκό γλυκογόνο το οποίο πρέπει να αναδομηθεί κατά τη διάρκεια της αποκατάστασης. Αυτή η διαδικασία απαιτεί χρόνο και ενέργεια με αποτέλεσμα να παρουσιάζεται αυξημένος και ο βασικός μεταβολικός ρυθμός.
Μια άλλη πιθανή εξήγηση σχετίζεται με πιθανούς μικροτραυματισμούς σε διάφορες μυϊκές ίνες, που δε μπορούν να αντέξουν την επιβάρυνση την οποία δέχονται. Η διαδικασία της αποκατάστασης των κατεστραμμένων μυϊκών ινών και η αναγέννηση καινούριων και πιο δυνατών μυϊκών ινών απαιτεί ενέργεια που οδηγεί σε αύξηση του μεταβολικού ρυθμού μετά το τέλος της άσκησης.
Ανεξάρτητα από το ποιος είναι ο παράγοντας αυτό που έχει μεγαλύτερη σημασία, ο οργανισμός καίει περισσότερες θερμίδες ενώ βρίσκεται στην ηρεμία αρκετές ώρες μετά την άσκηση. Αυτές οι θερμίδες μπορεί να αποδειχτούν ιδιαίτερα ωφέλιμος σύμμαχος σε κάποιον που θέλει να μειώσει τα κιλά του.
Τα αποτελέσματα αυτών των εργασιών δείχνουν τις προεκτάσεις των επιδράσεων που μπορεί να έχει η άσκηση στη σωματοδομή του ανθρώπου, διαπιστώνει ο ερευνητής στο ΤΕΦΑΑ Τρικάλων. Ο κ. Τζιαμούρτας δεν παραλείπει, επίσης, να τονίσει, ότι η διατήρηση του σωματικού βάρους προϋποθέτει την ύπαρξη ενός ενεργειακού ισοζυγίου. Δηλαδή, για να μην μεταβληθεί το σωματικό βάρος θα πρέπει οι θερμίδες τις οποίες παίρνει κάποιος από τη διατροφή του να είναι ίσες με τις θερμίδες τις οποίες ξοδεύει. Εάν θέλει κάποιος να μειώσει το σωματικό του βάρος πρέπει είτε να μειώσει τις θερμίδες που προσλαμβάνει διαμέσου της διατροφής είτε να αυξήσει τις θερμίδες που καίει με μεγαλύτερη σωματική δραστηριότητα. Η δίαιτα από μόνη της δεν συνιστάται, επειδή επηρεάζει αρνητικά το βασικό μεταβολικό ρυθμό.