Πώς η βιομηχανία ζάχαρης έριξε την ευθύνη για τις καρδιακές παθήσεις στο λίπος

Η βιομηχανία ζάχαρης πλήρωσε επιστήμονες στη δεκαετία του 1960 για να υποβαθμίσει τη σύνδεση μεταξύ της ζάχαρης και των καρδιακών παθήσεων και για να προωθήσει ως ένοχο τα κορεσμένα λιπαρά. Αυτό αναφέρουν έγγραφα που κυκλοφόρησαν πρόσφατα, σύμφωνα με μια ιστορική μελέτη που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό JAMA Internal Medicine.

Εσωτερικά έγγραφα της βιομηχανίας ζάχαρης που ανακαλύφθηκαν δείχνουν ότι πέντε δεκαετίες έρευνας για το ρόλο της διατροφής στις καρδιακές παθήσεις, μπορεί να έχουν διαμορφωθεί σε μεγάλο βαθμό από τη βιομηχανία της ζάχαρης.

“Η βιομηχανία ζάχαρης ήταν σε θέση να εκτροχιάσει τη συζήτηση σχετικά με τον πραγματικό ρόλο της ζάχαρης για δεκαετίες”, δήλωσε ο Stanton Glantz, καθηγητής ιατρικής στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια, στο Σαν Φρανσίσκο.

Τα έγγραφα δείχνουν ότι το Sugar Research Foundation, γνωστό σήμερα ως Sugar Association, πλήρωσε τρεις επιστήμονες του Χάρβαρντ το σημερινό ισοδύναμο των 50.000 δολαρίων για να δημοσιεύσει το 1967 μια μετα-ανάλυση σχετικά με το ρόλο της ζάχαρης και του λίπους στις καρδιακές παθήσεις (ο τίτλος ήταν Dietary Fats, Carbohydrates and Atherosclerotic Disease). Οι μελέτες που χρησιμοποιήθηκαν στο πλαίσιο της μετα-ανάλυσης επιλέχθηκαν από τους ανθρώπους του Sugar Research Foundation και τα αποτελέσματα δημοσιεύθηκαν στο γνωστό επιστημονικό περιοδικό New England Journal of Medicine, ελαχιστοποιώντας τις αρνητικές επιπτώσεις της ζάχαρης στην υγεία και συκοφαντώντας τα κορεσμένα λιπαρά.

Ακόμη και αν αυτό συνέβη μισό αιώνα πριν, πιο πρόσφατες διατροφικές εκθέσεις δείχνουν ότι η βιομηχανία τροφίμων συνέχισε να επηρεάζει την επιστήμη της διατροφής μέσω χρηματοδοτήσεων. Για παράδειγμα, το 2015, ένα άρθρο στην εφημερίδα The New York Times αποκάλυψε ότι η Coca-Cola, ο μεγαλύτερος παραγωγός στον κόσμο των ζαχαρούχων ποτών, είχε δώσει εκατομμύρια δολάρια προκειμένου να χρηματοδοτήσει ερευνητές οι οποίοι προσπάθησαν να υποβαθμίσουν τη σχέση μεταξύ ζαχαρούχων ποτών και παχυσαρκίας. Τον Ιούνιο του 2016, το Associated Press ανέφερε ότι ο κλάδος της καραμέλας χρηματοδότησε μελέτες που κατέληξαν στο περίεργο συμπέρασμα ότι τα παιδιά που τρώνε γλυκά έχουν την τάση να ζυγίζουν λιγότερο σε σχέση με αυτά που δεν τρώνε γλυκά.

49.000 δολάρια για μια μελέτη

Οι επιστήμονες του Χάρβαρντ που πλήρωσαν τα στελέχη της βιομηχανίας ζάχαρης για το άρθρο του 1967 δεν είναι πλέον εν ζωή. Επρόκειτο όμως για κορυφαία ονόματα της διατροφικής επιστήμης της εποχής. Ο πρώτος ήταν ο δρ Mark Hegsted, ο οποίος έγινε επικεφαλής του τμήματος διατροφής του Αμερικανικού Υπουργείου Γεωργίας και το 1977 βοήθησε στην σύνταξη των διατροφικών οδηγιών της ομοσπονδιακής κυβέρνησης των ΗΠΑ. Ο δεύτερος ήταν ο δρ Fredrick J. Stare, ο ιδρυτής και πρόεδρος του τμήματος διατροφής του Χάρβαρντ, συγγραφέας πολλών βιβλίων και επί πολλά χρόνια σύμβουλος της αμερικανικής κυβέρνησης σε θέματα διατροφής. Ο τρίτος ήταν ο Robert McGandy συνεργάτης του Hegsted.

Οι αποκαλύψεις είναι σημαντικές γιατί η διαμάχες σχετικά με τις επιβλαβείς συνέπειες της ζάχαρης και του κορεσμένου λίπους συνεχίζεται μέχρι σήμερα, δήλωσε ο Glantz. Για πολλές δεκαετίες, οι αξιωματούχοι υγείας ενθάρρυναν τους Αμερικανούς να μειώσουν την πρόσληψη λίπους, η οποία οδήγησε πολλούς ανθρώπους να καταναλώνουν τρόφιμα χαμηλής περιεκτικότητας σε λιπαρά και υψηλής περιεκτικότητας σε ζάχαρη, κάτι που τώρα ορισμένοι ειδικοί λένε ότι τροφοδότησε την παχυσαρκία αντί να την αναχαιτίσει.

«Ήταν πολύ έξυπνο αυτό που έκανε η βιομηχανία ζάχαρης, διότι οι μετα-αναλύσεις, και ειδικά αυτές που δημοσιεύονται σε ένα σημαντικό περιοδικό, τείνουν να διαμορφώσουν τη συνολική επιστημονική συζήτηση», είπε ο Glantz.

Ο δρ Hegsted χρησιμοποίησε την έρευνά του για να επηρεάσει τις διατροφικές συστάσεις της αμερικανικής κυβέρνησης, οι οποίες τόνιζαν ότι το κορεσμένο λίπους είναι η κινητήρια δύναμη της καρδιακής νόσου, ενώ η ζάχαρη συνδεόταν μόνο με τη φθορά των δοντιών. Σήμερα, οι προειδοποιήσεις για τα κορεσμένα λιπαρά παραμένουν ο ακρογωνιαίος λίθος στις διατροφικές κατευθυντήριες γραμμές της αμερικανικής κυβέρνησης, αν και τα τελευταία χρόνια ο Αμερικανικός Σύνδεσμος Καρδιάς, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας και άλλες υγειονομικές αρχές έχουν αρχίσει να προειδοποιούν ότι η υπερβολική ζάχαρη μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο για καρδιαγγειακή νόσο.

Η Marion Nestle, καθηγήτρια διατροφής στο New York University, η οποία έγραψε το συνοδευτικό άρθρο της ιστορικής δημοσίευσης αναφέρει ότι τα εσωτερικά έγγραφα της βιομηχανίας αποτελούν “πειστικές αποδείξεις” ότι η βιομηχανία ζάχαρης είχε κινηθεί για να απαλλάξει τη ζάχαρη από τη ρετσινιά ως σημαντικού παράγοντα κινδύνου για στεφανιαία νόσο.

Ο Walter Willett, πρόεδρος του Harvard T. H. Chan School of Public Health ανέφερε ότι η ακαδημαϊκή κανόνες σύγκρουσης συμφέροντος έχουν αλλάξει σημαντικά από το 1960, αλλά ότι τα εσωτερικά έγγραφα της βιομηχανίας υπενθυμίζουν “γιατί η έρευνα θα πρέπει να υποστηρίζεται με δημόσια χρηματοδότηση και όχι από χρηματοδότηση της βιομηχανίας”.

Ο Willett πρόσθεσε: “Λαμβάνοντας υπόψη τα δεδομένα που έχουμε σήμερα, έχουμε δείξει ότι οι επεξεργασμένοι υδατάνθρακες και κυρίως τα ζαχαρούχα ποτά αποτελούν παράγοντες κινδύνου για καρδιαγγειακή νόσο, αλλά και ότι το είδος του διατροφικού λίπους είναι επίσης πολύ σημαντικό”.

Η ιστορική δημοσίευση στο JAMA Internal Medicine βασίστηκε σε χιλιάδες σελίδες αλληλογραφίας και άλλα έγγραφα που η Cristin Kearns, οδοντίατρος και μεταδιδακτορική ερευνήτρια στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια, ανακάλυψε σε βιβλιοθήκες του Χάρβαρντ, του Πανεπιστημίου του Ιλινόις και αλλού.

Τα έγγραφα δείχνουν ότι το 1964, ο John Hickson, κορυφαίο στέλεχος της βιομηχανίας ζάχαρης, συζήτησε ένα σχέδιο με άλλους στη βιομηχανία για να στρέψει την κοινή γνώμη “μέσα από την έρευνα και τις πληροφορίες μας και νομοθετικά προγράμματα”.

Εκείνη την εποχή, οι μελέτες είχε αρχίσει δείχνουν μια συσχέτιση των τροφών υψηλής περιεκτικότητας σε ζάχαρη και των καρδιακών παθήσεων. Παράλληλα, άλλοι επιστήμονες, μεταξύ των οποίων και του φυσιολόγου Ancel Keys, – του σημαντικότερο ανθρώπου που επηρέασε τις διατροφικές απόψεις – ερευνούσαν μια άλλη θεωρία: ότι το κορεσμένο λίπος ήταν αυτό που αποτελούσε τον μεγαλύτερο κίνδυνο για τα εμφράγματα διότι ανέβαζε την χοληστερίνη (χοληστερόλη).

Ο Hickson πρότεινε να αντιμετωπιστούν τα ανησυχητικά συμπεράσματα για τη ζάχαρη από τη βιομηχανία με χρηματοδοτούμενη έρευνα. Το 1965 στρατολόγησε τους ερευνητές του Χάρβαρντ για να γράψουν μια κριτική που θα κατέρριπτε τις μελέτες κατά της ζάχαρης. Τους κατέβαλε συνολικά 6.500 δολάρια, τα οποία σήμερα έχουν αγοραστική αξία 49.000 δολάρια. Ο δρ Hegsted διαβεβαίωσε τα στελέχη της ζάχαρης: “Γνωρίζουμε πολύ καλά το ιδιαίτερο ενδιαφέρον σας”, έγραψε, “και θα το καλύψουμε αυτό, καθώς μπορούμε”.

Όσο οι τρεις ερευνητές του Harvard επεξεργάζονταν το άρθρο του 1967, συζητούσαν τα προσχέδια με τον Hickson, ο οποίος απάντησε ότι ήταν ευχαριστημένος με αυτά που έγραφαν. Οι ερευνητές του Χάρβαρντ είχαν απορρίψει τα δεδομένα που ενοχοποιούσαν τη ζάχαρη ως αδύναμα και έδωσαν έμφαση στα δεδομένα που ενέπλεκαν το κορεσμένο λίπος ως αιτία των καρδιακών προσβολών.

Όταν είδε το άρθρο, ο Hickson είπε στους ερευνητές: “Επιτρέψτε μου να σας διαβεβαιώσω ότι αυτό είναι ακριβώς που είχαμε στο μυαλό μας, και ανυπομονούμε για την εμφάνισή του σε έντυπη μορφή”.

Σύμφωνα με τον Glantz, μετά την δημοσίευση αυτού του άρθρου που υποτίθεται πως ήταν μια αντικειμενική επιθεώρηση όλων των μελετών που είχαν δημοσιευθεί για το θέμα μέχρι το 1967, η συζήτηση γύρω από το ρόλο της ζάχαρης στις καρδιακές παθήσεις “πέθανε”, ενώ οι χαμηλής περιεκτικότητας σε λιπαρά δίαιτες είχαν κερδίσει την έγκριση πολλών αρχών υγείας.

Πηγή: Cristin E. Kearns, DDS, MBA; Laura A. Schmidt, PhD, MSW, MPH; Stanton A. Glantz, PhDSugar Industry and Coronary Heart Disease Research  A Historical Analysis of Internal Industry Documents. JAMA Intern Med. Published online September 12, 2016.

Δείτε επίσης