Ένα πακέτο τσιγάρων φαινομενικά κοστίζει τρία ή τέσσερα ευρώ, όμως στην πραγματικότητα η αξία του ξεπερνά τα 100 ευρώ, αν συνυπολογιστεί το κόστος του πρόωρου θανάτου που αυτό προκαλεί, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις Iσπανών ερευνητών. Η μελέτη, υπό τον Άνχελ Λόπεθ Νίκολας του Πολυτεχνείου της Καρθαγένης, που δημοσιεύτηκε στην ισπανική επιθεώρηση για θέματα δημόσιας υγείας “Revista Espanola de Salud Publica”, σύμφωνα με το Live Science, εκτιμά ότι ένα πακέτο τσιγάρων των 3 έως 4 ευρώ έχει αληθινό κόστος 107 ευρώ για τους άνδρες και 75 ευρώ για τις γυναίκες (το κόστος είναι μικρότερο σε αυτές, επειδή αντιμετωπίζουν, προς το παρόν, μικρότερο κίνδυνο πρόωρου θανάτου από το κάπνισμα).
Οι ερευνητές επεσήμαναν ότι αν κανείς συνειδητοποιήσει το πραγματικό κόστος του πακέτου, μπορεί να κόψει πιο εύκολα το τσιγάρο. Αν και οι εκτιμήσεις του πραγματικού κόστους διαφέρουν από χώρα σε χώρα, σε κάθε περίπτωση το αληθινό κόστος του πακέτου είναι πολλαπλάσιο του ονομαστικού (λιανική τιμή). “Το κόστος θνησιμότητας ανά πακέτο τσιγάρων είναι πολύ μεγαλύτερο από την αγοραία τιμή του”, σύμφωνα με την μελέτη.
Σύμφωνα με τον Νίκολας, το κάπνισμα κόβει κατά μέσο όρο 7,13 χρόνια από το προσδόκιμο ζωής ενός άνδρα και 4,5 χρόνια από μια γυναίκα. Για τα χαμένα αυτά χρόνια ζωής υπολογίζεται μια χρηματική αξία (κόστος) με βάση τη μέθοδο της λεγόμενης “αξίας στατιστικής ζωής”, που αντικατοπτρίζει τα χρήματα, τα οποία ένας άνθρωπος ή μια κυβέρνηση είναι διατεθειμένοι να δαπανήσουν προκειμένου να απομακρύνουν την πιθανότητα θανάτου ή, εναλλακτικά, να μειώσουν το κόστος του θανάτου.
Μια ανάλογη εκτίμηση για τις ΗΠΑ, που είχε δημοσιευτεί στο περιοδικό οικονομικών της υγείας “Journal of Health Economics”, είχε υπολογίσει ότι το πραγματικό κόστος ενός πακέτου τσιγάρων (το οποίο στις ΗΠΑ κατά μέσο όρο κοστίζει 5,5 δολάρια, δηλαδή σχεδόν 4 ευρώ) φτάνει τα 222 δολάρια (περίπου 159 ευρώ).
Εξάλλου, μια ξεχωριστή φινλανδική έρευνα, υπό την Ούλα Μπρομς του πανεπιστημίου του Ελσίνκι, που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό “Addiction” (Εθισμός), σύμφωνα με το πρακτορείο Ρόιτερ, διαπίστωσε ότι οι “νυχτερινοί τύποι” είναι πιο πιθανό να καπνίζουν σε σχέση με τους “πρωινούς τύπους” και, επιπλέον, κόβουν συγκριτικά πιο δύσκολα το κάπνισμα.
Οι ερευνητές μελέτησαν περισσότερα από 23.000 ζεύγη διδύμων επί 30 χρόνια και ανακάλυψαν ότι όσοι περιγράφουν τους εαυτούς τους ως “ξενύχτηδες”, είναι πιο συχνοί και διαχρονικά εθισμένοι καπνιστές. Μια πιθανή εξήγηση είναι ότι η νικοτίνη του τσιγάρου, η οποία είναι διεγερτική ουσία, κρατάει άγρυπνους τους καπνιστές, αλλά δεν αποκλείεται να ισχύει το αντίστροφο, δηλαδή κάτι (άγνωστο ακόμα) να ευνοεί το κάπνισμα στους “βραδινούς τύπους”. Μια ευλογοφανής ερμηνεία, σύμφωνα με την Μπρομς, είναι ότι επειδή μένουν μέχρι αργά σε εστιατόρια, μπαρ ή γενικά με παρέα, μπαίνουν ευκολότερα στον πειρασμό να καπνίσουν.
Η έρευνα έδειξε ότι το 30% των ανθρώπων δηλώνουν “πρωινοί τύποι” (είναι φρέσκοι-φρέσκοι το πρωί και αρχίζουν να νυστάζουν από νωρίς), το 10% “νυχτερινοί” (ξενυχτάνε και το πρωί δεν μπορούν να ανοίξουν τα μάτια τους) και το υπόλοιπο 60% κάτι ενδιάμεσο.