Φάρµακα που έχουν αντιοιστρογονική δράση και χορηγούνται για τη θεραπεία του καρκίνου του µαστού, µπορεί ενδεχοµένως να έχουν αποτελεσµατική δράση και κατά του καρκίνου του πνεύµονος. Στο συµπέρασµα αυτό οδηγήθηκαν ειδικοί από το πανεπιστήµιο της Γενεύης, οι οποίοι διενήργησαν μια µεγάλη έρευνα σε 6.665 γυναίκες που είχαν προσβληθεί από καρκίνο του µαστού, από το 1980 µέχρι το 2003. Περίπου οι µισές από αυτές λάµβαναν θεραπεία µε φάρµακα που είχαν αντιοιστρογονική δράση. Η οµάδα των ειδικών υπό την δρ Ελιζαµπέτα Ραπίτι, που παρακολουθούσε την πορεία της υγείας τους, διαπίστωσε ότι οι γυναίκες αυτές διέτρεχαν κατά 87% µικρότερο κίνδυνο να πεθάνουν από καρκίνο του πνεύµονος συγκριτικά µε τις γυναίκες οι οποίες δεν λάµβαναν αντίστοιχη θεραπεία.
Η ιδέα για να γίνει η έρευνα, η οποία δηµοσιεύθηκε στην επιθεώρηση «Cancer», προήλθε από παλαιότερες έρευνες που είχαν δείξει ότι οι γυναίκες που υποβάλλονταν σε ορµονική αγωγή µε οιστρογόνα για τη θεραπεία συµπτωµάτων της εµµηνόπαυσης, κινδύνευαν περισσότερο να εκδηλώσουν καρκίνο του πνεύµονος. Ετσι, η µελέτη που άρχισαν οι ελβετοί ειδικοί στηρίχτηκε στην υπόθεση ότι το µπλοκάρισµα των οιστρογόνωνθα µπορούσε να παρατείνει τη ζωή των ασθενών που έχουν προσβληθεί από καρκίνο του πνεύµονος. Ολα αυτά όµως παραµένουν υποθετικά και αρµόδιοι φορείς στη Βρετανία τονίζουν ότι προτού εξαχθεί ασφαλές συµπέρασµα, πρέπει να γίνουν ευρείας κλίµακας κλινικές µελέτες.
Παράλληλα, βρετανοί επιστήµονες από το πανεπιστήµιο East Anglia ανακάλυψαν ένα γονίδιο που βοηθά στην εξάπλωση του καρκίνου στο σώµα και θεωρούν ότι εφόσον καταφέρουν να το απενεργοποιήσουν µε τα κατάλληλα φάρµακα, τότε θα µπορούσαν να εµποδίσουν τη µετάσταση των όγκων. Το γονίδιο λέγεται WWP2 και εξουδετερώνει µια φυσική πρωτεΐνη, η οποία είναι προορισµένη να εµποδίζει την εξάπλωση των καρκινικών κυττάρων.