Ο αριθμός των παχύσαρκων παιδιών και εφήβων (ηλικίας 5 έως 19 ετών) παγκοσμίως έχει δεκαπλασιαστεί τα τελευταία 40 χρόνια, σύμφωνα με νέα μελέτη που πραγματοποιήθηκε από το Imperial College London και τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (WHO). Η μελέτη δημοσιεύεται στο περιοδικό The Lancet.
Να σημειωθεί ότι στην Ευρώπη, τα κορίτσια στη Μάλτα και τα αγόρια στην Ελλάδα έχουν τα υψηλότερα ποσοστά παχυσαρκίας. Τα χαμηλότερα ποσοστά παχυσαρκίας είναι στη Μολδαβία.
Πάνω από 1.000 ερευνητές συνέβαλαν στη μελέτη, η οποία εξέτασε τον δείκτη μάζας σώματος (ΔΜΣ) και τον τρόπο με τον οποίο η παχυσαρκία άλλαξε παγκοσμίως από το 1975 έως το 2016. Οι ερευνητές ανέλυσαν το βάρος και το ύψος περίπου 130 εκατομμυρίων ατόμων ηλικίας άνω των 5 ετών (31,5 εκατομμύρια ηλικίας 5 έως 19 ετών και 97,4 εκατομμυρίων ηλικίας 20 ετών και άνω) που είναι ο μεγαλύτερος αριθμός συμμετεχόντων σε μια επιδημιολογική μελέτη.
Από το 1976 μέχρι το 2016, τα ποσοστά παχυσαρκίας στα παιδιά και τους εφήβους αυξήθηκαν από το 1% το 1975 (5 εκατομμύρια κορίτσια και 6 εκατομμύρια αγόρια) σε σχεδόν 6% στα κορίτσια (50 εκατομμύρια) και σχεδόν το 8% στα αγόρια (74 εκατομμύρια) το 2016. Σε συνδυασμό, ο αριθμός των παχύσαρκων ηλικίας 5 έως 19 ετών αυξήθηκε περισσότερο από 10 φορές σε παγκόσμιο επίπεδο, από 11 εκατομμύρια το 1975 σε 124 εκατομμύρια το 2016. Πέραν της παχυσαρκίας, 213 εκατομμύρια άτομα ήταν υπέρβαροι το 2016.
Ο αριθμός των παχύσαρκων ενηλίκων επίσης αυξήθηκε. Από 100 εκατομμύρια το 1975 (69 εκατομμύρια γυναίκες και 31 εκατομμύρια άνδρες) σε 671 εκατομμύρια το 2016 (390 εκατομμύρια γυναίκες, 281 εκατομμύρια άνδρες).
Ο επικεφαλής συγγραφέας καθηγητής Majid Ezzati της Σχολής Δημόσιας Υγείας, δήλωσε: «Τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες, τα ποσοστά παχυσαρκίας σε παιδιά και εφήβους έχουν αυξηθεί παγκοσμίως και συνεχίζουν να αυξάνονται σε χώρες με χαμηλό και μεσαίο εισόδημα. Σε χώρες υψηλότερου εισοδήματος, τα επίπεδα παχυσαρκίας παραμένουν απαράδεκτα υψηλά”.
Ο Ezzati πρόσθεσε: «Αυτές οι ανησυχητικές τάσεις αντικατοπτρίζουν τον αντίκτυπο του μάρκετινγκ τροφίμων και των πολιτικών σε ολόκληρο τον κόσμο, με τα υγιεινά και θρεπτικά τρόφιμα να είναι πολύ ακριβά για τις φτωχές οικογένειες».
Οι συγγραφείς λένε ότι εάν συνεχίσουν οι τάσεις που επικρατούν μετά το 2000, τα παγκόσμια επίπεδα παιδικής και εφηβικής παχυσαρκίας θα βρεθούν σε μεγαλύτερα ποσοστά.
Τα παιδιά και οι έφηβοι πήραν υπερβολικό βάρος σε πολλές χώρες μεσαίου εισοδήματος, συμπεριλαμβανομένης της Ανατολικής Ασίας, της Λατινικής Αμερικής και της Καραϊβικής. Οι συγγραφείς λένε ότι αυτό θα μπορούσε να αντανακλά την αύξηση της κατανάλωσης ενεργειακά πυκνών τροφών και ιδιαίτερα των επεξεργασμένων υδατανθράκων.
Η Δρ Fiona Bull, συντονίστρια του προγράμματος για την παρακολούθηση και την πρόληψη των μη μεταδοτικών ασθενειών (WHO) στο πλαίσιο της Παγκόσμιας Οργάνωσης Υγείας, δήλωσε: “Αυτά τα δεδομένα τονίζουν, υπενθυμίζουν και ενισχύουν ότι σήμερα το υπερβολικό βάρος και η παχυσαρκία βρίσκονται στο κέντρο της παγκόσμιας κρίσης για την υγεία και θα επιδεινωθούν τα επόμενα χρόνια εκτός αν ξεκινήσουμε δραστικά μέτρα”.
Που παρατηρήθηκε η μεγαλύτερη αύξηση
Η μεγαλύτερη αύξηση στον αριθμό των παχύσαρκων παιδιών και εφήβων παρατηρήθηκε στην Ανατολική Ασία, την αγγλόφωνη περιοχή υψηλού εισοδήματος (ΗΠΑ, Καναδά, Αυστραλία, Νέα Ζηλανδία, Ιρλανδία και Ηνωμένο Βασίλειο), τη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική.
Το 2016, τα ποσοστά παχυσαρκίας ήταν τα υψηλότερα συνολικά στην Πολυνησία και τη Μικρονησία, στο 25,4% στα κορίτσια και στο 22,4% στα αγόρια, ακολουθούμενη από την αγγλόφωνη περιοχή υψηλού εισοδήματος. Το Nauru είχε την υψηλότερη συχνότητα εμφάνισης της παχυσαρκίας για τα κορίτσια (33,4%) και οι Νήσοι Κουκ το υψηλότερο ποσοστό για τα αγόρια (33,3%).
Στην Ευρώπη, τα κορίτσια στη Μάλτα και τα αγόρια στην Ελλάδα έχουν τα υψηλότερα ποσοστά παχυσαρκίας, σε ποσοστό 11,3% και 16,7% αντίστοιχα. Τα κορίτσια και τα αγόρια στη Μολδαβία έχουν τα χαμηλότερα ποσοστά παχυσαρκίας, στο 3,2% και το 5% του πληθυσμού αντίστοιχα.